Η Συμβατότητα της Διεθνούς Σύμβασης ACTA με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την διεθνή Σύμβαση ACTA (Anti – Counterfeiting Trade Agreement) και τις πιθανές επιπτώσεις της στην ελευθερία της διαδικτυακής έκφρασης καθώς και στην πρόσβαση των ανθρώπων σε γενόσημα φάρμακα. Τον περασμένο Ιανουάριο η είδηση της υπογραφής της από την Ευρωπαϊκή Ένωση και είκοσι δύο κράτη – μέλη της, μεταξύ των οποίων και από τη χώρα μας, πυροδότησε ταυτόχρονες μαζικές διαδηλώσεις σε εκατοντάδες πόλεις της ηπείρου, οι οποίες και είχαν ως αποτέλεσμα τη δημόσια τοποθέτηση κατά της σύμβασης από τον ίδιο τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρο που τα ψηφιακά δικαιώματα εισέρχονται δυναμικά στον δημόσιο διάλογο, υποδηλώνοντας το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την κοινωνία της πληροφορίας και τις προοπτικές της. Για να είναι όμως γόνιμος ο δημόσιος αυτός διάλογος θα πρέπει να είναι και πληροφορημένος. Στην διεξαγωγή λοιπόν ενός πληροφορημένου διαλόγου για το θέμα φιλοδοξούμε να συμβάλλουμε με αυτό το μικρό σημείωμα για την νομική αξιολόγηση της ACTA σε συσχετισμό με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Τι είναι η ACTA

Η ACTA, ή ελληνιστί η “Εμπορική Συμφωνία για την Καταπολέμηση της Παραποίησης/Απομίμησης”, είναι μια διακρατική συμφωνία, με την οποία επιδιώκεται η κατοχύρωση διεθνών κανόνων για την σε παγκόσμιο επίπεδο επιβολή των ισχυόντων δικαιωμάτων διανοητικής, δηλαδή πνευματικής και βιομηχανικής, ιδιοκτησίας (στο εξής “ΔΙ”). Κύριο αντικείμενο ρύθμισης της ACTA είναι οι διασυνοριακές ροές προϊόντων / υπηρεσιών και ο κυβερνοχώρος.

Σύμφωνα με το προοίμιό της διακηρυγμένη πρόθεση των διαμορφωτών της συνθήκης είναι η απάντηση στο διεθνές φαινόμενο της παραποίησης/απομίμησης και της πειρατείας. Έτσι, με την ACTA συμπληρώνεται και διευρύνεται η ήδη υφιστάμενη διεθνής προστασία της διανοητικής ιδιοκτησίας, όπως αυτή έχει καθοριστεί κυρίως με τις συμβάσεις Βέρνης (1886), Ρώμης – Βρυξελλών (1961), TRIPs (1994), WCT και WPPT (1996), και προβλέπεται η ίδρυση ενός νέου διεθνούς πλαισίου και μίας νέας υπερκρατικής εποπτικής αρχής ανεξάρτητης από τους ήδη υπάρχοντες διεθνείς οργανισμούς (ΠΟΕ, ΠΟΔΙ, Ηνωμένα Έθνη).

Ιστορικό

Η διαπραγμάτευση της ACTA ξεκίνησε το 2006 ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά στο περιθώριο των συναντήσεων του G8 και είχε απόρρητο χαρακτήρα. Βοηθητικό ρόλο στην κατάρτιση του κειμένου της σύμβασης είχε μία συμβουλευτική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν πολυεθνικές εταιρείες των κλάδων του φαρμάκου και της ψυχαγωγίας. Η ύπαρξη της σύμβασης έγινε για πρώτη φορά γνωστή στην παγκόσμια κοινή γνώμη τον Μάϊο του 2008 λόγω διαρροής ενός σχεδίου της στον ιστότοπο της γνωστής ΜΚΟ Wikileaks. Από τότε οι ενστάσεις διακεκριμένων ακαδημαϊκών και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και οι έντονες διαμαρτυρίες της κοινωνίας των πολιτών είχαν ως αποτέλεσμα τον σε σημαντικό βαθμό μετριασμό της αυστηρότητας των διατάξεων της ACTA. Ενδεικτικά, το αρχικό κείμενο της σύμβασης εμπεριείχε διατάξεις, οι οποίες στη συνέχεια αφαιρέθηκαν και εγκαθίδρυαν σε διεθνές επίπεδο το σύστημα της “κλιμακωτής απάντησης” (graduated response) των τριών σταδίων απέναντι σε χρήστες του διαδικτύου, όπως αυτό νομοθετήθηκε πρώτα στη Γαλλία με τους νόμους HADOPI 1 και 2. Το τελικό σχέδιο της σύμβασης, όπως έχει σήμερα, συμφωνήθηκε από τα διαπραγματευόμενα κράτη – μέρη στις 15 Νοεμβρίου του 2010.

Η διαδικασία διαπραγμάτευσης και κατάρτισης της ACTA υποκρύπτει την πρόθεση των συμμετεχόντων κρατών να διεξαχθεί εν κρυπτώ από την παγκόσμια κοινή γνώμη, τουλάχιστον μέχρι το χρονικό σημείο που η κύρωση της από έναν σημαντικό όγκο κρατών θα ήταν δεδομένη. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη συμμετοχή ισχυρών παικτών της παγκόσμιας αγοράς φαρμάκων και ψυχαγωγίας κατά τα αρχικά στάδια της κατάρτισης καταδεικνύει το προκατειλημμένο της διαδικασίας, από την οποία προέκυψε το σχέδιο της σύμβασης. Επιπρόσθετα, η αποφυγή της διαπραγμάτευσης της ACTA μέσα από τους υπάρχοντες διεθνείς οργανισμούς με όμοια ή συναφή αντικείμενα, όπως μέσα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ), είναι ένδειξη ότι ακόμη και οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης, που αυτοί διέθεταν, δεν κάλυπταν τις επιδιώξεις των διαπραγματευτών για τον περιορισμό του κοινωνικού παράγοντα από τη αρχική διαμόρφωση της ACTA. Κρίθηκε λοιπόν αναγκαία η δημιουργία ενός εντελώς νέου διακρατικού θεσμικού πλαισίου και η ίδρυση ενός καινούργιου οιονεί διεθνούς οργανισμού επιφορτισμένου με την παγκόσμια επιβολή των κανόνων διανοητικής ιδιοκτησίας.

Γενικά Σχόλια για τη Συμβατότητα της Διεθνούς Σύμβασης ACTA με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα

Οι βασικές διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που εφαρμόζονται στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι :

  • Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ),
  • Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ΔΣΟΚΠΔ),
  • Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και
  • Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ).

Με τις διατάξεις της ACTA εισάγονται κανόνες δικαίου που αφορούν τα εξής ανθρώπινα δικαιώματα :

  • Την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης (άρθρα 10 ΕΣΔΑ, 19 παρ. 2 ΔΣΑΠΔ, 11 ΧΘΔΕΕ).
  • Τα δικαιώματα του σεβασμού στην ιδιωτική ζωή, στο απόρρητο της επικοινωνίας και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό (άρθρα 8 ΕΣΔΑ, 17 ΔΣΑΠΔ, 7 και 8 ΧΘΔΕΕ).
  • Τα δικαιώματα σε δίκαιη δίκη και στην προσφυγή στις αρχές (άρθρα 6 και 13 ΕΣΔΑ, 14 ΔΣΑΠΔ , 47 – 50 ΧΘΔΕΕ).
  • Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, στη διεθνή προστασία του οποίου συμπεριλαμβάνεται και η διανοητική ιδιοκτησία (άρθρα 1 παρ. 1 Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο ΕΣΔΑ, 15 παρ. 1 ΔΣΟΚΠΔ, 17 παρ. 2 ΧΘΔΕΕ).

Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι απόλυτα αλλά επιδέχονται περιορισμούς, εφόσον αυτοί είναι συμβατοί με τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις. Τέτοιοι περιορισμοί είναι νόμιμοι υπό τις εξής προϋποθέσεις : (α) όταν γίνονται για λόγους προάσπισης άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή έννομων αγαθών και συμφερόντων, (β) όταν τέτοιοι λόγοι προβλέπονται από το κείμενο των διεθνών συμβάσεων, και (γ) εναρμονίζονται με τις θεμελιώδεις αρχές της αναλογικότητας και της μη προσβολής του πυρήνα των υπό περιορισμό δικαιωμάτων.

Με την ACTA επιδιώκεται σε γενικές γραμμές η προστασία του δικαιώματος στην ιδιοκτησία των κατόχων διανοητικών δικαιωμάτων. Για την προαγωγή αυτού του κατ’ αρχάς νόμιμου σκοπού οι διατάξεις της προβλέπουν κανόνες δικαίου που περιορίζουν τα προαναφερόμενα ανθρώπινα δικαιώματα. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα αν οι περιορισμοί αυτοί συνάδουν με το ισχύον σύστημα της διεθνούς προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο έλεγχος της συμβατότητας της ACTA με τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν δύναται να περιορίζεται μόνο στην ύπαρξη τυχόν διατάξεων της σύμβασης, που συνιστούν ευθεία παραβίαση. Ασύμβατοι ή, τουλάχιστον προβληματικοί, με το καθεστώς της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να κριθούν και ασάφως διατυπωμένοι κανόνες δικαίου της σύμβασης, η ερμηνεία των οποίων δύναται να δημιουργεί κινδύνους παραβίασης, όπως και διατάξεις αυτής, που μπορεί να επιτρέπουν σε συμβαλλόμενα κράτη την υιοθέτηση νομοθεσίας, που παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα.

Συμβατότητα της ACTA με το Ανθρώπινο Δικαίωμα στην Ελεύθερη Έκφραση και Πληροφόρηση

Το θεμελιώδες για μία δημοκρατική κοινωνία ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης συμπεριλαμβάνει τα επιμέρους δικαιώματα του ελεύθερου σχηματισμού / έκφρασης ή μη απόψεων καθώς και του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι. Περιορισμός του είναι δυνατός, μεταξύ άλλων, για την πρόληψη τoυ εγκλήματoς και τηv πρoστασία της υπόληψης ή τωv δικαιωμάτωv τωv τρίτωv, εφόσον ένας τέτοιος περιορισμός αποτελεί αvαγκαίο μέτρο για μία δημoκρατική κoιvωvία. Διατάξεις της ACTA που κατ’ αρχάς περιορίζουν το ανθρώπινο αυτό δικαίωμα και υπό προϋποθέσεις δύνανται να θέτουν ζητήματα ασυμβατότητας με αυτό είναι οι ακόλουθες :

  • Ποινικοποίηση παραβάσεων ΔΙ με σκοπό το εμπορικό όφελος – Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να καταστήσουν ποινικό αδίκημα την παραβίαση της διανοητικής ιδιοκτησίας με σκοπό το εμπορικό όφελος. Η ασάφεια του όρου “εμπορικό όφελος” αφήνει περιθώρια ερμηνείας για την ποινικοποίηση τύπων συμπεριφοράς που απαντώνται συχνά ανάμεσα στους διαχειριστές ιστοσελίδων και τους απλούς χρήστες, όπως την ποινικοποίηση παραβάσεων, εφόσον σε ιστοσελίδα υπάρχουν διαφημίσεις, καθώς και την ποινικοποίηση της επιγραμμικής ανταλλαγής προστατευόμενων πνευματικών έργων χωρίς άδεια (άρθρο 21 παρ. 1).
  • Ποινικοποίηση παραβάσεων ΔΙ χωρίς εμπορικούς σκοπούς – Δίνεται η διακριτική ευχέρεια στα συμβαλλόμενα κράτη να ποινικοποιούν παραβάσεις της διανοητικής ιδιοκτησίας, που δεν έχουν σκοπό το εμπορικό όφελος (άρθρο 21 παρ. 1).
  • Ποινικοποίηση συνέργειας σε παραβάσεις ΔΙ – Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να καταστήσουν ποινικό αδίκημα τη συνέργεια σε παραβάσεις διανοητικής ιδιοκτησίας. Η διάταξη αυτή, που δεν συνοδεύεται με ειδικότερες προϋποθέσεις εφαρμογής, εκθέτει στον κίνδυνο ποινικής τιμώρησης όλους τους παρόχους υπηρεσιών κοινωνίας της πληροφορίας (ΚτΠ), όπως παρόχους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, φιλοξενίας, e-mail, υπηρεσιών περιεχομένου, διαχειριστές ιστοσελίδων και κάθε λογής μεσάζοντα της ΚτΠ. Οδηγεί έτσι στην εφαρμογή από τους μεσάζοντες ιδιωτικού ελέγχου της ελευθερίας έκφρασης υπό τον φόβο πιθανής ποινικής τους τιμωρίας και έτσι σε γενικευμένα φαινόμενα λογοκρισίας (άρθρο 21 παρ. 4).
  • Νομοθέτηση προληπτικού και αποτρεπτικού ρόλου των ISPs – Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να νομοθετήσουν ταχεία και αποτελεσματικά μέτρα επιβολής της διανοητικής ιδιοκτησίας τόσο προληπτικού όσο και αποτρεπτικού χαρακτήρα, ιδιαίτερα μέσω των παρόχων πρόσβασης στο διαδίκτυο. Η εσκεμμένη ασάφεια της διάταξης ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην νομοθετική ή δικαστική εισαγωγή τεχνολογικών μέτρων προληπτικού φιλτραρίσματος της ηλεκτρονικά διακινούμενης πληροφορίας καθώς και αποτρεπτικών διαδικασιών όπως το σύστημα της “κλιμακωτής απάντησης” (graduated response) των τριών σταδίων απέναντι σε χρήστες του διαδικτύου. Η παραπομπή στο κείμενο της διάταξης στην τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αρκεί για να αποσοβήσει επαρκώς τους κινδύνους που δημιουργεί η ασαφής της διατύπωση, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη ότι πολλά δικαστήρια κρατών – μελών έφτασαν στο σημείο να επιβάλουν υποχρεώσεις τεχνολογικού φιλτραρίσματος σε τηλεπικοινωνιακούς παρόχους με βάση τις εξαιρετικά πιο σαφείς διατάξεις της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο, όπως στην υπόθεση της Βελγικής SABAM (άρθρο 27 παρ. 1 και 2).
  • Απαγόρευση εξουδετέρωσης τεχνολογικών μέτρων ασφαλείας – Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να νομοθετήσουν κατάλληλα και αποτελεσματικά ένδικα μέσα για την προστασία των κατόχων δικαιωμάτων ΔΙ από πράξεις εξουδετέρωσης τεχνολογικών μέτρων ασφαλείας, όπως οι γνωστές τεχνολογίες DRM. Η απαγόρευση επεκτείνεται και σε προγράμματα λογισμικού, που δύνανται να χρησιμοποιούνται ως μέσα εξουδετέρωσης, ασχέτως αν διαθέτουν και άλλες κοινωνικά χρήσιμες λύσεις. Ρυθμίζει δε περιοριστικά την έρευνα πάνω στην ασφάλεια πληροφοριακών συστημάτων, καθώς απαγορεύει την ανάπτυξη σχετικών εργαλείων ακόμη και για ερευνητικούς σκοπούς (άρθρο 27 παρ. 5 – 7).

Συμβατότητα της ACTA με το Ανθρώπινο Δικαίωμα στην Ιδιωτική Ζωή

Η ιδιωτική σφαίρα του ατόμου προστατεύεται από ένα πλέγμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που περιλαμβάνει αυτό καθεαυτό το δικαίωμα του σεβασμού στην ιδιωτική ζωή αλλά και τα δικαιώματα του σεβασμού στο απόρρητο της επικοινωνίας και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό. Όπως και στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης περιορισμός και αυτών των δικαιωμάτων είναι νόμιμος εφόσον έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την πρόληψη των ποινικών παραβάσεων και τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv τωv τρίτωv και αποτελεί αvαγκαίο μέτρο για μία δημoκρατική κoιvωvία. Οι περιορισμοί της ιδιωτικότητας των χρηστών από τους κανόνες που θεσπίζει η ACTA είναι εκτεταμένοι :

  • Δικαίωμα των κατόχων ΔΙ για την απόκτηση προσωπικών δεδομένων ενός εξαιρετικά ευρέος κύκλου προσώπων – Τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεώνονται να νομοθετήσουν ένδικα μέσα που θα δίνουν στους κατόχους ΔΙ την δυνατότητα να αποκτούν προσωπικά δεδομένα τρίτων. Στη σχετική διάταξη ως υποκείμενο τέτοιων δεδομένων προς συλλογή ορίζεται ένας εξαιρετικά διευρυμένος κύκλος προσώπων, που περιλαμβάνει τον “παραβάτη”, τον “φερόμενο ως παραβάτη”, “οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται σε οποιαδήποτε πτυχή της παράβασης”, “οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται σε οποιαδήποτε πτυχή της εικαζόμενης παράβασης”, οποιοδήποτε πρόσωπο τα στοιχεία του οποίου “αφορούν τα μέσα παραγωγής ή τα δίκτυα διανομής των παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών”, οποιοδήποτε πρόσωπο τα στοιχεία του οποίου “αφορούν τα μέσα παραγωγής ή τα δίκτυα διανομής των εικαζόμενων παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών” και τέλος τρίτους “που φέρεται να έχουν εμπλακεί στην παραγωγή ή τη διανομή τέτοιων αγαθών ή υπηρεσιών και των δικτύων διανομής τους”. Δεν είναι διακινδυνευμένη η πρόβλεψη ότι στον εξαιρετικά ευρύ αυτό κύκλο θα συμπεριληφθούν αναπόφευκτα πολίτες για πράξεις για τις οποίες δε φέρουν ευθύνες. Επιπλέον, η ανωτέρω δυνατότητα εκχωρείται στους κατόχους ΔΙ ακόμη και για σκοπούς “συλλογής αποδεικτικών στοιχείων”, δηλαδή για την “προληπτική” καταγραφή δραστηριοτήτων χρηστών λόγω υποψιών του κατόχου ΔΙ για μελλοντική παράνομη δραστηριότητά τους (άρθρο 11).
  • Υποχρέωση ISPs για την άμεση γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων χρηστών τους στις κρατικές αρχές – Η ACTA υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να νομοθετούν ταχείες διαδικασίες αποκάλυψης από τους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο σε δημόσιες αρχές προσωπικών δεδομένων χρηστών – συνδρομητών τους, εφόσον υπάρχει απλός ισχυρισμός κατόχου δικαιωμάτων ΔΙ περί παραβίασης. Η κρατική αρχή, που μετά από σχετικό αίτημα κατόχου ΔΙ εκδίδει την σχετική εντολή, δε χρειάζεται να είναι δικαστική αλλά δύναται να είναι διοικητική ή και αστυνομική. Μία τέτοια διαδικασία δημιουργεί εύλογα ζητήματα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων αθώων πολιτών. Μπορεί δε να οδηγήσει σε αιτήματα κατόχων ΔΙ “προληπτικού χαρακτήρα”, με τα οποία θα υποχρεώνουν τους ISPs σε καταγραφή των δραστηριοτήτων χρηστών τους λόγω υποψιών για μελλοντική παράνομη δραστηριότητά τους (άρθρο 27 παρ. 4).
  • Επιτήρηση χρηστών από κατόχους ΔΙ – Μολονότι κάτι σχετικό δεν αναφέρεται ρητώς στην ACTA, τα προβλεπόμενα με διατάξεις της δικαιώματα των κατόχων ΔΙ να αιτούνται προσωπικά δεδομένα δραστών η υπόπτων παραβίασης των δικαιωμάτων τους προϋποθέτει την πρότερη γενικευμένη επιτήρηση από τους κατόχους ΔΙ ή εντολοδόχους τους της διαδικτυακής δραστηριότητας πολιτών. Επιτήρηση όμως από ιδιώτες για τέτοιους σκοπούς δε μπορεί παρά να κριθεί ότι παραβιάζει το ανθρώπινο δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό.
  • Ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων πολιτών μεταξύ συμβαλλομένων κρατών – Με διάφορες διατάξεις της η ACTA αφήνει το περιθώριο στα συμβαλλόμενα κράτη να ανταλλάσσουν προσωπικά δεδομένα πολιτών τους, είτε υπογράφοντας διμερείς συμφωνίες είτε υπογράφοντας μελλοντικά ένα πρόσθετο πρωτόκολλο στην ίδια τη σύμβαση (άρθρα 4 παρ. 2, 27).
  • Απουσία συγκεκριμένων εγγυήσεων περί σεβασμού της ιδιωτικότητας των χρηστών – Από το κείμενο της ACTA απουσιάζει οποιαδήποτε επαρκής ρήτρα ότι η νομοθέτηση και εφαρμογή όλων των παραπάνω μέτρων τελεί υπό την επιφύλαξη της μη παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή, στο απόρρητο της επικοινωνίας και στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό. Ο λόγος είναι ευνόητος : σε πολλά σημεία τους οι προαναφερόμενες διατάξεις είναι ασύμβατες με το διεθνές επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων αυτών, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

Συμβατότητα της ACTA με το Ανθρώπινο Δικαίωμα σε Δίκαιη Δίκη

Σύμφωνα με το ανθρώπινο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κάθε πολίτης δικαιούται την δίκαιη, δημόσια και έγκαιρη εκδίκαση της υπόθεσής του, τόσο ποινικής όσο και αστικής, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Επιπλέον, κάθε κατηγορούμενος για ποινικό αδίκημα έχει δικαίωμα στο τεκμήριο της αθωότητας, σε πληροφόρηση της εναντίον του κατηγορίας, σε επαρκή χρόνο για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, σε συνήγορο της εκλογής του, σε εξέταση μαρτύρων και σε διερμηνέα. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το ανθρώπινο δικαίωμα προσφυγής στις αρχές σε περίπτωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να προσφύγει και να αναμένει αποτελεσματική επανόρθωση από τις δημόσιες αρχές. Διατάξεις της ACTA που κατ’ αρχάς περιορίζουν τα ανθρώπινα αυτά δικαιώματα και υπό προϋποθέσεις δύνανται να θέτουν ζητήματα ασυμβατότητας είναι οι παρακάτω :

  • Ποινικοποίηση παραβάσεων ΔΙ χωρίς εμπορικούς σκοπούς – Όπως αναφέρθηκε η ACTA παρέχει ρητά στα συμβαλλόμενα κράτη τη διακριτική ευχέρεια να ποινικοποιούν παραβάσεις της διανοητικής ιδιοκτησίας, που δεν έχουν σκοπό το εμπορικό όφελος. Δίνει έτσι την εξουσία στις αρμόδιες κρατικές αρχές να εφαρμόζουν σε τέτοιες περιπτώσεις τα ιδιαιτέρως σκληρά μέτρα πρόληψης και δίωξης του ποινικού δικαίου, όπως κατ’ οίκον έρευνες, κατασχέσεις σκληρών δίσκων και Η/Υ, αυτόφωρες ποινικές διαδικασίες και ούτω καθεξής. Η ποινικοποίηση τέτοιων συμπεριφορών, οι οποίες δεν έχουν έντονη κοινωνική απαξία, δεν συμβαδίζει με τον κανόνα της μεταχείρισης του ποινικού δικαίου ως ultimum remedium και, επομένως, είναι ασύμβατη με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 21 παρ. 1).
  • Γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων χρηστών από ISPs χωρίς δικαστική απόφαση – Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, η ACTA υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να νομοθετούν ταχείες διαδικασίες γνωστοποίησης από ISPs προσωπικών δεδομένων χρηστών – συνδρομητών τους σε δημόσιες αρχές κατόπιν ισχυρισμού κατόχου ΔΙ περί παραβίασης. Οι δημόσιες αυτές αρχές δεν είναι αναγκαίο να είναι δικαστικές αλλά μπορούν να είναι διοικητικές ή αστυνομικές. Ο δε ισχυρισμός του κατόχου ΔΙ κατά κάποιου χρήστη αρκεί να έχει απλώς νομική επάρκεια δίχως να συνοδεύεται με κάποια στοιχειοθέτηση. Τέτοιες όμως διαδικασίες, που περιορίζουν το δικαίωμα των χρηστών στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό χωρίς να υπάρχει στοιχειοθέτηση της καταγγελίας, τήρηση του τεκμηρίου της αθωότητας και δικαίωμα υπεράσπισης του υποκειμένου των δεδομένων ενώπιον ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου δημοσίου οργάνου, είναι ασύμβατες με το ανθρώπινο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 27 παρ. 4).
  • Ιδιωτικοποίηση της επιβολής της ΔΙ – Η ACTA δεσμεύει τα συμβαλλόμενα κράτη να προωθούν συνεργασίες μεταξύ παροχών πρόσβασης στο διαδίκτυο, παρόχων υπηρεσιών ΚτΠ, κατόχων ΔΙ και τρίτων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραβίασης της ΔΙ. Τέτοιες συνεργασίες έχουν γίνει πράξη ήδη σε Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και, εσχάτως, στις ΗΠΑ. Περιεχόμενό τους είναι η οικειοθελής υιοθέτηση από τους ISPs πρακτικών τεχνολογικού φιλτραρίσματος και κλιμακωτής απάντησης απέναντι στους χρήστες τους με αντάλλαγμα την αποχή από τους κατόχους ΔΙ από την προσφυγή στη δικαιοσύνη. Η συμμετοχή σε τέτοιες συμφωνίες του συνόλου των ISPs μίας χώρας, όπως έχει συμβεί στην πράξη, σε συνδυασμό με την συμπερίληψη στους ΓΟΣ των σχετικών συμβάσεων σύνδεσης με το διαδίκτυο και, έτσι, την υποχρεωτική αποδοχή από τους χρήστες τέτοιων μέτρων οδηγεί στην παγίωσή τους χωρίς καμία εμπλοκή δημοσίων αρχών. Με αυτό τον τρόπο η επιβολή της ΔΙ καθίσταται ιδιωτική υπόθεση δίχως μάλιστα τα κρατικοδικαιϊκά εχέγγυα, που τη συνοδεύουν κατά την άσκησή της από δημόσιες αρχές. Τέτοιες εξελίξεις, μολονότι δεν παραβιάζουν ευθέως τα ανθρώπινα δικαιώματα των χρηστών του διαδικτύου, αφού η υποχρέωση σεβασμού τους απευθύνεται σε κρατικές οντότητες, εντούτοις δημιουργούν πλαίσια ασφυκτικής συρρίκνωσής τους, τα οποία είναι ασύμβατα με τη διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (άρθρο 27 παρ. 3).

Συμπέρασμα

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η υπογραφή της διεθνούς σύμβασης ACTA είναι κομβικής σημασίας για την κοινωνία της πληροφορίας (ΚτΠ). Σημειώνει την αλλαγή στάσης των κρατών απέναντι στο φαινόμενο, η οποία από τον ήπιο χαρακτήρα, που είχε κατά τη γέννησή του, μετατρέπεται σήμερα σε ευρεία ρύθμιση και παρέμβαση. Η ACTA έρχεται δε να επιστεγάσει μία μακρά σειρά ρυθμιστικών παρεμβάσεων και σε διεθνές επίπεδο, οι οποίες χαρακτηρίζονται αποκλειστικά και μόνο από την κατασταλτική αντιμετώπιση των κοινωνικών φαινομένων, που προκύπτουν από την αλματώδη τεχνολογική αλλαγή. Έτσι, οι δυνατότητες και οι προοπτικές, που ανοίγει η ΚτΠ για την ανθρώπινη δημιουργικότητα και την πρόσβαση στη γνώση, δεν αντιμετωπίζεται ως αφορμή αναστοχασμού της ισορροπίας μεταξύ των ιδιωτικών δικαιωμάτων στη ΔΙ και του κοινωνικού συμφέροντος αλλά ως έναυσμα για την γενίκευση καθώς και την ιδιωτικοποίηση της επιτήρησης και της καταστολής στα νέα ψηφιακά μέσα.

Ως τελικό σημείωμα του παρόντος κειμένου κατατίθεται η αποποίηση από τον γράφοντα οποιασδήποτε ευθύνης για την “νομικοποίηση” ενός καθαρά πολιτικού ζητήματος. Η αναζήτηση ως προς το ποια ΚτΠ θέλουμε είναι ένα ζήτημα το οποίο ούτε μπορεί αλλά ούτε και πρέπει να περιοριστεί σε μία τεχνοκρατικού χαρακτήρα νομική ανάλυση της συμβατότητας της ACTA σε σχέση με το ισχύον επίπεδο διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως εσχάτως επιχειρήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την παραπομπή της ACTA σε έλεγχο τέτοιας συμβατότητας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι κατά βάση πολιτική και αποτελεί κοινωνική υπόθεση, που πρέπει να χαραχθεί στο πλαίσιο ενός ευρύτατου δημοκρατικού διαλόγου.

Περισσότερα :

Το ιστορικό της ACTA στην Wikipedia.
Το κείμενο της διεθνούς σύμβασης ACTA.
Η ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ACTA.
Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ).
Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ).
Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (ΔΣΟΚΠΔ).

Έκθεση του Rapporteur του Ευρωκοινοβουλίου υπεύθυνου για την ACTA.