Κατοχύρωση και Προστασία Σχεδίων / Υποδειγμάτων

Από το χαρακτηριστικό μπουκάλι του αναψυκτικού coca cola μέχρι τον κλασικό σχεδιασμό των γυαλιών ray ban, είναι συχνό το φαινόμενο κάποιο βιοτεχνικό ή βιομηχανικό προϊόν να διακρίνεται στις συναλλαγές λόγω κάποιων ιδιαίτερων εξωτερικών γνωρισμάτων του. Ωστόσο, η δημιουργική εργασία, που ενσωματώνεται στην εικόνα του προϊόντος, συνήθως δεν αρκεί, για να χαρακτηριστεί αυτό ως πρωτότυπο πνευματικό έργο και να χρήζει προστασίας με βάση το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Από την άλλη, η διακριτική λειτουργία της εικόνας ενός προϊόντος στις συναλλαγές μπορεί να γίνεται αντικείμενο αθέμιτης εκμετάλλευσης με σκοπό το κέρδος και με αποτέλεσμα την σύγχυση του καταναλωτικού κοινού και την προσέλκυσή του από απομιμήσεις.

Με σκοπό την προστασία της δημιουργικής εργασίας, που ενσωματώνεται στην εικόνα βιοτεχνικών και βιομηχανικών προϊόντων, αλλά κυρίως την προστασία της διακριτικής λειτουργίας τέτοιων ιδιαίτερων εξωτερικών χαρακτηριστικών στις συναλλαγές, ο νόμος επιτρέπει την κατοχύρωση αποκλειστικών δικαιωμάτων πάνω σε βιομηχανικά σχέδια / υποδείγματα. Ενδεικτικά, κατηγορίες κινητών πραγμάτων, οι οποίες λόγω της δημιουργικής εργασίας, που ενσωματώνουν, μπορούν να τύχουν έννομης προστασίας ως βιομηχανικά σχέδια και υποδείγματα, είναι οι ακόλουθες :

κοσμήματα,
είδη ένδυσης και υπόδησης,
είδη διατροφής,
είδη υφαντουργίας,
είδη επίπλωσης,
είδη διακόσμησης,
μουσικά όργανα,
συσκευασίες,
συσκευές και μηχανήματα,
παιγνίδια
τυπογραφικά σύμβολα

Ορισμοί
Ως σχέδιο ή υπόδειγμα ορίζεται στον νόμο η εξωτερικά ορατή εικόνα του συνόλου η μέρους ενός βιομηχανικού ή βιοτεχνικού προιόντος, η οποία προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει, όπως η γραμμή, το περίγραμμα, το χρώμα, το σχήμα, η μορφή ή / και τα υλικά του ίδιου του προϊόντος ή / και της διακόσμησης που φέρει (άρθρα 3 § 1α Ν. 2417/1996 και 2 § α ΠΔ 259/1997). Ο όρος «σχέδιο» χρησιμοποιείται για τις δισδιάστατες διαπλάσεις μορφής και ο όρος «υπόδειγμα» για τις τρισδιάστατες.

Ως προϊόν χαρακτηρίζεται κάθε βιομηχανικό ή βιατεχνικό προϊόν, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα συστατικά που προορίζονται για συναρμολόγηση σε ένα σύνθετο προϊόν, η συσκευασία, η παρουσίαση, τα γραφικά σύμβολα και τα τυπογραφικά στοιχεία, αλλά αποκλείονται τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών (άρθρα 3 § 1β Ν. 2417/1996 και 2 § β ΠΔ 259/1997). Σύνθετο δε είναι προϊόν που αποτελείται από πολλά συστατικά, δυνάμενα να αντικατασταθούν, επιτρέποντας την αποσυναρμολόγηση και επανασυναρμολόγηση του προϊόντος (άρθρο 2 § γ ΠΔ 259/1997).

Τα σχέδια και υποδείγματα πρέπει να είναι εφαρμόσιμα «βιομηχανικά ή βιοτεχνικά προϊόντα», τα οποία, σύμφωνα και με την κοινή χρήση των λέξεων αυτών, αποτελούν μόνο κινητά πράγματα. Επομένως, εξαιρούνται από την προστασία του νόμου τα σχέδια και τα υποδείγματα που αφορούν τη διαμόρφωση ακινήτων και οικοδομικών έργων, ενώ, αντιθέτως, προστατεύονται τα σχέδια και τα υποδείγματα εκείνων των κινητών πραγμάτων που προορίζονται να εγκατασταθούν, ως συστατικά, σε ακίνητα.

Νομικό Πλαίσιο
Τα βιομηχανικά σχέδια και υποδείγματα επιδέχονται κατοχύρωσης για την αποκλειστική χρήση στο εμπόριο έναντι τρίτων. Πρόκειται για μία ενδιάμεση κατηγορία έργων μεταξύ των τεχνικών δημιουργιών και των έργων τέχνης, που παρουσιάζει ένα χαμηλότερο -από τα κατ’ εξοχήν έργα τέχνης- επίπεδο δημιουργικότητας. Σχετική δε αναφορά για τα βιομηχανικά σχέδια και υποδείγματα γίνεται ήδη τόσο στη Σύμβαση των Παρισίων του 1883 περί προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας όσο και στη Σύμβαση της Βέρνης του 1886 για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων. Δικαιολογητικός σκοπός της παροχής νομικής προστασίας είναι η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων του δικαιούχου στις συναλλαγές από τυχόν κακόπιστους τρίτους.

Η σε εθνικό και διεθνές επίπεδο κατοχύρωση και προστασία των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων στη χώρα μας ρυθμίζεται από το ΠΔ 259/1997, το οποίο ενσωματώνει τις διατάξεις της Οδηγίας 98/71/ΕΚ και, περαιτέρω, εξειδικεύει τη διεθνή διαδικασία κατοχύρωσης του Διακανονισμού της Χάγης για τη διεθνή κατάθεση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων, όπως ο τελευταίος κυρώθηκε με τον Ν. 2417/1996.

Η σε ενωσιακό επίπεδο κατοχύρωση και προστασία των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 6/2002 της 12ης Δεκεμβρίου 2001 για τα κοινοτικά σχέδια, που έχει άμεση ισχύ στο Ελληνικό δίκαιο.

Εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, τα σχέδια / υποδείγματα δύνανται να απολαμβάνουν, πέρα από το ΠΔ 259/1997, και προστασία με βάση τον Ν. 2121/1993 για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας καθώς και με βάση το ν.δ. 146/1914 για την προστασία έναντι πράξεων του αθεμίτου ανταγωνισμού.

Κατοχύρωση Σχεδίων & Υποδειγμάτων
Η διαδικασία εθνικής κατοχύρωσης σχεδίου / υποδείγματος άρχεται με σχετική αίτηση προς τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ). Μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης ο ΟΒΙ εκδίδει πιστοποιητικό κατοχύρωσης, διεξάγοντας έλεγχο νομιμότητας και όχι ουσιαστικών προϋποθέσεων (άρθρο 24 ΠΔ 259/1997), η δε προστασία ανατρέχει από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης (άρθρο 12 § 2 ΠΔ 259/1997). Το καταχωρημένο σχέδιο ή υπόδειγμα έχει διάρκεια ισχύος πέντε ετών με δικαίωμα ανανέωσης μέχρι είκοσι πέντε έτη από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης για καταχώρηση (άρθρο 29 ΠΔ 259/1997).

Με την κατοχύρωση ο δικαιούχος αποκτά το απόλυτο και αποκλειστικό δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας να χρησιμοποιεί το σχέδιο / υπόδειγμα και να απαγορεύει άνευ συγκατάθεσης τη χρήση του σε οποιονδήποτε τρίτο (άρθρο 26 § 1 ΠΔ 259/1997). Η ως άνω χρήση καλύπτει ιδίως την κατασκευή, προσφορά, διάθεση στην αγορά, εισαγωγή ή χρήση του προϊόντος, στο οποίο έχει ενσωματωθεί ή εφαρμοστεί το εν λόγω σχέδιο ή υπόδειγμα, καθώς και την αποθήκευση προϊόντος για τους σκοπούς αυτούς.

Τα δικαιώματα που παρέχει η καταχώριση σχεδίου ή υποδείγματος δεν εκτείνονται (άρθρο 26 § 3 ΠΔ 259/1997) :

α. σε ιδιωτικές ενέργειες που γίνονται για μη εμπορικούς σκοπούς,
β. σε πράξεις που γίνονται για πειραματικούς ή ερευνητικούς σκοπούς,
γ. σε πράξεις αναπαραγωγής του σχεδίου ή υποδείγματος για την παράθεση παραδειγμάτων ή στο πλαίσιο διδασκαλίας, εφόσον αυτές οι πράξεις δεν αντίκεινται στα συναλλακτικά ήθη, δεν βλάπτουν αδικαιολόγητα τη συνήθη εκμετάλλευση του σχεδίου ή υποδείγματος και μνημονεύεται η πηγή,
δ. στον εξοπλισμό πλοίων και αεροσκαφών που έχουν καταχωρηθεί σε άλλη χώρα, όταν εισέρχονται προσωρινά στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας,
ε. στην εισαγωγή, στην Ελλάδα, ανταλλακτικών και εξαρτημάτων για την επισκευή αυτών των πλοίων και αεροσκαφών, και
στ. στις επισκευές αυτών των πλοίων και αεροσκαφών.

Το δικαίωμα για καταχώριση σχεδίου ή υποδείγματος, όπως και το καταχωρημένο σχέδιο η υποδείγματα, δύνανται να μεταβιβάζονται με έγγραφη συμφωνία ή να κληρονομούνται. Η μεταβίβαση συντελείται απο την καταχώριση της συμφωνίας ή του κληρονομητηρίου στο Μητρώο Σχεδίων και Υποδειγμάτων και δημοσιεύεται στο ΕΔΒΙ (άρθρο 19 § 1 ΠΔ 259/1997). Ο δικαιούχος καταχωρημένου σχεδίου ή υποδείγματος μπορεί να παραχωρεί με έγγραφη συμφωνία άδεια εκμετάλλευσης του σχεδίου ή υποδείγματός του σε τρίτους. Η εν λόγω άδεια εγγράφεται στο Μητρώο Σχεδίων και Υποδειγμάτων και δημοσιεύεται στο ΕΔΒΙ (άρθρο 19 § 2 ΠΔ 259/1997). Ακόμη, το αποκλειστικό δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας πάνω σε σχέδιο / υπόδειγμα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εμπράγματης ασφαλείας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων καθώς και αντικείμενο κατάσχεσης (άρθρο 26 § 6 ΠΔ 259/1997).

Όπως αναφέρθηκε, κατά την έκδοση πιστοποιητικού για την κατοχύρωση σχεδίου ή υποδείγματος ο ΟΒΙ διεξάγει έλεγχο νομιμότητας και όχι έλεγχο ουσίας (άρθρα 2, 12, 13 και 24 ΠΔ 259/1997). Κατά συνέπεια, η απονομή του σχετικού πιστοποιητικού δεν εγγυάται τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την προστασία του σχεδίου ή υποδείγματος και μπορεί να ανατραπεί με απόφαση αρμοδίου δικαστηρίου (άρθρο 16 § 1β ΠΔ 259/1997). Εντούτοις, σε περίπτωση δικαστικής διένεξης με τρίτους χρήστες του ιδίου ή παρόμοιου σχεδίου ή υποδείγματος ο κάτοχος του πιστοποιητικού κατοχύρωσης διαθέτει τα εξής πλεονεκτήματα : (α) η κατοχή πιστοποιητικού κατοχύρωσης νομιμοποιεί τόσο τη χρήση από τον κάτοχο όσο και την διεξαγωγή ενεργειών για τον αποκλεισμό τρίτων, όπως εξωδικαστικές επιστολές και προσφυγή στη δικαιοσύνη, (β) η κατοχή αποδεικνύει τη χρήση από τον κάτοχο του επίδικου σχεδίου ή υποδείγματος τουλάχιστον από την ημερομηνία καταχώρησης και (γ) το βάρος απόδειξης για την ακυρότητα του πιστοποιητικού κατοχύρωσης φέρουν οι αντίδικοι τρίτοι.

Με βάση το ισχύον δίκαιο είναι δυνατή η κατοχύρωση βιομηχανικών σχεδίων / υποδειγμάτων και σε ενωσιακό αλλά και διεθνές επίπεδο. Το πλεονέκτημα σε σχέση με τις διαδικασίες αυτές είναι το ότι ο αιτών μπορεί να κατοχυρώσει το σχετικό δικαίωμά του ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κράτη μέλη του  Διακανονισμού της Χάγης του Παγκοσμίου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ).

Νομική Προστασία με Βάση το Π.Δ. 259/1997
Ενα σχέδιο ή υπόδειγμα είναι επιδεκτικό προστασίας με βάση το ΠΔ 259/1997, εφόσον είναι νέο και έχει ατομικό χαρακτήρα (άρθρο 12 § 1 ΠΔ 259/1997). Τα σχέδια και υποδείγματα προστατεύονται αρκεί να είναι επιδεκτικά βιομηχανικής εφαρμογής και δεν απαιτείται να χρησιμοποιούνται στην πραγματικότητα, για να χρήζουν προστασίας.

Νέο θεωρείται ένα σχέδιο ή υπόδειγμα εάν, μέχρι τον χρόνο της κατάθεσης της αίτησης για καταχώριση ή, εφόσον διεκδικείται προτεραιότητα, μέχρι την ημερομηνία προτεραιότητας, δεν έχει διατεθεί στο κοινό κανένα πανομοιότυπο σχέδιο ή υπόδειγμα. Πανομοιότυπα θεωρούνται τα σχέδια ή υποδείγματα των οποίων τα χαρακτηριστικά διαφέρουν μόνον ως προς επουσιώδεις λεπτομέρειες (άρθρο 12 § 2 ΠΔ 259/1997). Η έννοια του «νέου» εξετάζεται με τη διαδικασία της συγκρίσεως (ΑΠ 1134/2005 Νόμος, ΕφΠειρ 220/2004 ΔΕΕ 2004,748, ΕλλΔνη 47,1456, ΠΠρΘεσ 42143/2007 ΕλλΔνη 2008,308, ΠΠρΘεσ 3509/2001 αδημ., Λιακόπουλος, Βιομηχανική Ιδιοκτησία Εκδ. Ε΄ σελ. 278). Τότε μόνον θεωρείται ότι το εξεταζόμενο σχέδιο ή υπόδειγμα δεν είναι νέο, όταν είναι πανομοιότυπο, δηλαδή απολύτως όμοιο με κάποιο προγενέστερο. Αυτό έχει ως συνέπεια να θεωρούνται ότι δεν είναι νέα και επομένως, να αποκλείονται από την προστασία του ΠΔ 259/1997 μόνον εκείνα τα σχέδια και τα υποδείγματα, τα οποία αποτελούν πιστή αντιγραφή γνωστών ήδη σχεδίων και υποδειγμάτων ή διαφέρουν από τα τελευταία μόνον ως προς επουσιώδεις λεπτομέρειες τους. Επομένως, το «νέο» είναι επιεικής και εύκολη στην εφαρμογή της ουσιαστική προϋπόθεση προστασίας, αφού, αφενός αποκλείει μόνο τα σχέδια ή υποδείγματα που είναι αντιγραφές προηγουμένων σχεδίων ή υποδειγμάτων και αφετέρου διαπιστώνεται χωρίς κρίση με αξιολογικά στοιχεία.

Ενόψει του ότι, κατά τα ανωτέρω, «νέα» δεν είναι μόνο τα ήδη γνωστά σχέδια και υποδείγματα, ανακύπτει η ανάγκη οριοθετήσεως των γνωστών, κατά την έννοια του νόμου, σχεδίων και υποδειγμάτων. Το άρθρο 13 του ΠΔ 259/1997 ορίζει ότι το σχέδιο ή υπόδειγμα θεωρείται ότι έχει καταστεί προσιτό στο κοινό (άρα δεν είναι «νέο») αν έχει δημοσιευθεί μετά από καταχώριση ή με άλλο τρόπο έχει εκτεθεί, κυκλοφορήσει στο εμπόριο ή γνωστοποιηθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, εκτός αν τα γεγονότα αυτά (δημοσίευση, έκθεση, κυκλοφορία, γνωστοποίηση) ήταν λογικώς αδύνατο να γίνουν γνωστά, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στους κύκλους που ειδικεύονται στον οικείο κλάδο και ασκούν δραστηριότητες εντός της Κοινότητας, πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως για καταχώριση στον ΟΒΙ, ή, εφόσον διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητος. Δηλαδή δεν θεωρούνται νέα, όσα σχέδια ή υποδείγματα είναι ήδη γνωστά στους σχεδιαστές, παραγωγούς και εμπόρους της σχετικής αγοράς, οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες εντός της ευρύτερης περιοχής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αναφορικά δε με το χρόνο και το μέσο γνωστοποιήσεως του προγενεστέρου σχεδίου ή υποδείγματος, δεν υφίστανται ιδιαίτεροι περιορισμοί, με την έννοια ότι την ουσιαστική προϋπόθεση του «νέου» αναιρούν τα προϋπάρχοντα σχέδια και υποδείγματα, τα οποία έγιναν γνωστά στο παρελθόν με οποιοδήποτε μέσο. Συνεπώς δεν είναι «νέα», σύμφωνα με την έννοια του νόμου, και εκείνα τα σχέδια ή υποδείγματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν στον ειδικό τύπο ή παρουσιάσθηκαν σε κλαδικές εκθέσεις κατά το απώτερο παρελθόν.

Επιπλέον, ένα σχέδιο ή υπόδειγμα έχει ατομικό χαρακτήρα, αν η όλη εντύπωση που προκαλεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφέρει από εκείνη που προκαλείται στον ίδιο χρήστη από οποιοδήπατε άλλο σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο έχει καταστεί προσιτό στο κοινό πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για καταχώριση ή, εφόσον διεκδικείται προτεραιότητα, πριν από την ημερομηνία της προτεραιότητας (άρθρο 12 § 3 ΠΔ 259/1997). Επομένως τα σχέδια και υποδείγματα προστατεύονται ως τέτοια, όταν διαθέτουν ένα ατομικό χαρακτήρα που συντελεί στην επαρκή διαφοροποίηση των προϊόντων στα οποία εφαρμόζονται από αντίστοιχα προϊόντα, ο οποίος ατομικός χαρακτήρας έχει ως αποτέλεσμα την ελκυστικότητα του αγοραστικού κοινού και την αύξηση του κύκλου πωλήσεων του επιχειρηματία. Κατά την εκτίμηση της ατομικότητας λαμβάνεται υπόψη και ο βαθμός της ελευθερίας του δημιουργού του σχεδίου ή υποδείγματος κατά την εκπόνηση του σχεδίου ή υποδείγματος (άρθρο 12 § 5 ΠΔ 259/1997).

Σε περίπτωση προσβολής, παρούσας ή απειλουμένης, του καταχωρημένου σχεδίου ή υποδείγματος ο κάτοχός του σχετικού πιστοποιητικού καταχώρησης δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον. Ο δικαιούχος προστατεύεται και έναντι μη πανομοιότυπων του δικού του σχεδίων ή υποδειγμάτων, που όμως δεν προκαλούν στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση (άρθρο 17 § 1 Ν. 1733/1987). Η άρση της προσβολής μπορεί να περιλαμβάνει κατ` αίτηση του κατόχου ενδεικτικά : α) την απόσυρση από το εμπόριο των εμπορευμάτων που κρίθηκε ότι προσβάλλουν δικαίωμα του παρόντος νόμου και, εφόσον απαιτείται, των υλικών που κυρίως χρησίμευσαν στη δημιουργία ή την κατασκευή των εν λόγω εμπορευμάτων, β) την οριστική απομάκρυνση αυτών από το εμπόριο ή γ) την καταστροφή αυτών. Η εκτέλεση των μέτρων του δεύτερου εδαφίου γίνεται με δαπάνες του παραβάτη, εκτός εάν συνηγορούν ειδικοί λόγοι για το αντίθετο (άρθρο 28 § 1 ΠΔ 259/1997).

Επιπλέον, σε περίπτωση υπαιτίου προσβολής του καταχωρημένου σχεδίου ή υποδείγματος ο ζημιωθείς κάτοχός του δικαιούται να απαιτήσει εκλεκτικώς την αποκατάσταση της ζημίας ή την απόδοση της ωφελείας από την αθέμιτη εκμετάλλευση της ευρεσιτεχνίας ή την πληρωμή του ποσού ανάλογου προς το τίμημα άδειας εκμεταλλεύσεως (άρθρο 17 § 2 Ν. 1733/1987), τα ίδια δε δικαιώματα παρέχονται και σ’ εκείνον που έχει καταθέσει αίτηση καταχωρίσεως, μόνο που στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης έως ότου εκδοθεί το σχετικό πιστοποιητικό (άρθρο 17 § 2 Ν. 1733/1987). Οι πιο πάνω απαιτήσεις παραγράφονται ύστερα από πέντε έτη αφότου ο κάτοχος  του  πιστοποιητικού καταχώρησης έλαβε γνώση είτε της προσβολής είτε της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου και οπωσδήποτε ύστερα από την πάροδο είκοσι ετών από την προσβολή (άρθρο 17 § 4 Ν. 1733/1987).

Νομική Προστασία με Βάση τον Ν. 2121/1993
Για τα σχέδια / υποδείγματα στην Ελληνική έννομη τάξη καθιερώνεται το σύστημα της συρροής υπό όρους διάφορων καθεστώτων προστασίας. Έτσι, αν ένα σχέδιο ή υπόδειγμα ανταποκρίνεται και στα κριτήρια του πνευματικού έργου (άρθρο 30 ΠΔ 259/1977), δύναται παράλληλα να προστατευθεί και με τις διατάξεις του Ν 2121/1993. Στην περίπτωση αυτή το σχέδιο / υπόδειγμα, που αποτελεί ταυτόχρονα και πνευματικό έργο, προστατεύεται με βάση τον Ν. 2121/1993 από τη δημιουργία του χωρίς να απαιτείται καταχώρηση ή άλλου είδους διατύπωση δημοσιότητας.

Απαραίτητη όμως προϋπόθεση, για να χαρακτηριστεί ένα σχέδιο ή υπόδειγμα ως πνευματικό έργο, είναι αυτό να είναι πρωτότυπο (άρθρο 2 § 1 Ν. 2121/1993). Η έννοια της πρωτοτυπίας του Ν. 2121/1993 είναι διάφορη της έννοιας της ατομικότητας του ΠΔ 259/1997, καθώς για την πρώτη δεν αρκεί η απλή διαφοροποίηση δύο σχετικών προϊόντων αλλά πρέπει περαιτέρω το έργο να αποτυπώνει την ταυτότητα και την προσωπικότητα του δημιουργού του, απαιτείται δηλαδή ιδιαίτερο δημιουργικό ύψος και στατιστική μοναδικότητα. Έτσι, πνευματικό δημιούργημα είναι προϊόν του ανθρωπίνου πνεύματος, το οποίο, έχει μορφή προσιτή στις αισθήσεις και λόγω της ιδιαιτερότητας του, διαφέρει από όσα προϋπάρχουν στο περιεχόμενο ή τη μορφή του, ως προς τη συγκεκριμένη, δηλαδή, οργανική σύνδεση και συνθετική διαμόρφωση των επί μέρους στοιχείων του και ως προς τη συγκεκριμένη εκφραστική εφαρμογή της σχετικής αφετηριακής ιδέας του δημιουργού. Πρωτοτυπία είναι η ιδιαίτερη ατομικότητα του έργου, που οφείλεται στην προσωπική συμβολή του δημιουργού. Κρίσιμο στοιχείο και, συνεπώς, βασικό κριτήριο της πρωτοτυπίας, η έννοια της οποίας δεν προσδιορίζεται γενικά από το νόμο αλλά έχει διαμορφωθεί από τη θεωρία και τη νομολογία,  είναι η κρίση, ότι κάτω από παρόμοιες συνθήκες και με τους ίδιους στόχους, κανένας άλλος δημιουργός, κατά λογική πιθανολόγηση, δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει έργο όμοιο, ή ότι παρουσιάζει μία ατομική ιδιομορφία ή ένα ελάχιστο όριο «δημιουργικού ύψους», έτσι ώστε να ξεχωρίζει και να διαφοροποιείται από τα έργα της καθημερινότητας ή από άλλα παρεμφερή γνωστά έργα. Η μοναδικότητα αυτή μπορεί να αν αναζητηθεί σε κάποιο από τα γνωρίσματα του έργου (στο θέμα, στη σύλληψη, στην κατάταξη, στη διατύπωση, σε κάποιες λεπτομέρειες) ανάλογα με το είδος και τη φύση του (ΕφΑθ 4091/2010, ΕφΑθ 5863/2008, ΕφΠειρ 281/2005 Νόμος). Δεν αρκεί, όμως, για να προσδώσει πρωτοτυπία σε ένα έργο, το απλό γεγονός, ότι αυτό δεν είναι αντιγραφή (ακόμη και με κάποιες παραλλαγές) ενός άλλου, ούτε η πρωτοτυπία ταυτίζεται με τον κόπο, την επιμέλεια, την έκταση, τη χρησιμότητά του, τη δαπάνη ή τη χρονική διάρκεια που απαιτήθηκαν για την εκπόνησή του, αλλά θα πρέπει να παρουσιάζει (ως σύνολο ή τμήμα του) την απαιτουμένη πρωτοτυπία, δηλαδή να είναι, στατιστικά, μοναδικό.

Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο νόμος προστατεύει το σχέδιο / υπόδειγμα ως άϋλο αγαθό (όχι ως υλικό αντικείμενο καθ’ εαυτό που ενσωματώνει το πνευματικό δημιούργημα) και μόνο σε σχέση με τη συγκεκριμένη μορφή που έδωσε σ’ αυτό ο δημιουργός του (ΑΠ 537/2010, ΑΠ 936/2006 και ΑΠ 152/2005 Νόμος, ΑΠ 1248/2003 ΕλλΔνη 46,452, ΕφΑθ 4091/2010 Νόμος, ΕφΑθ 885/2009 ΔΕΕ 2009,707, ΕφΑθ 4172/2008 ΔΕΕ 2009,190, ΕφΑθ 80/2008 Αρμ 2008,1852, ΕφΠειρ 281/2005 ό.π., ΕφΑθ 2768/2003 ΝοΒ 2004,51, ΕφΑθ 3252/2002 ΔΕΕ 2003,293, Γ. Κουμάντου , Πνευματική Ιδιοκτησία, σελ. 20,21 και 98 επ., Μ. Μαρίνου, Η προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων ΕλλΔνη 35,1441 επ.).

Κατά τις διατάξεις λοιπόν των άρθρων 64 και 65 του Ν. 2121/1993, σε περίπτωση προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας σχέδιου / υποδείγματος, ο δικαιούχος αυτού μπορεί να αξιώσει την αναγνώριση του δικαιώματός του, αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, ενώ αν συντρέχει επείγουσα περίπτωση και πιθανολογείται η προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας, το Μονομελές Πρωτοδικείο διατάσσει είτε τη συντηρητική κατάσχεση των αντικειμένων που κατέχονται από τον καθ’ ου και αποτελούν μέσο τέλεσης ή προϊόν ή απόδειξη της προσβολής, είτε την αναλυτική απογραφή των αντικειμένων αυτών, περιλαμβανομένης και της φωτογράφησης τους.

Νομική Προστασία με Βάση το Ν.Δ. 146/1914
Παράλληλα, προστασία σε σχέδια / υποδείγματα δύναται να παρασχεθεί και με τις διατάξεις του ν.δ. 146/1914, ιδίως όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προστασίας με το ΠΔ 259/1997 και τον Ν 2121/1993.

Έτσι, τα βιομηχανικά σχέδια ή υποδείγματα, για τα οποία δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό καταχωρήσεως και δεν αποτελούν πρωτότυπα πνευματικά έργα, μπορούν να προστατευθούν και με βάση τη γενική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν 146/1914, που ορίζει ότι : «Απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γινομένη πράξις, αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθή προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας». Κατά δε το άρθρο 13 § 1 και 4 του ίδιου νόμου, «όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τίνος, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ή εντύπου τίνος κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμία ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμησις των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τινός».

Ο διασχηματισμός κατά την έννοια του άρθρου 13 § 4 του παραπάνω νόμου περιλαμβάνει τα εξωτερικά στοιχεία διαμορφώσεως και κυρίως το χρώμα ή συνδυασμούς χρωμάτων, τη συσκευασία ή το περικάλυμμα του εμπορεύματος και κάθε διακριτικό στοιχείο που έχει επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνώρισμα του εμπορεύματος, είναι δε ικανό να διακρίνει τούτο από άλλα όμοια ή ομοειδή εμπορεύματα άλλης προελεύσεως (βλ. ΑΠ 1803/2007 ΕΕμπΔ 2008,377, ΑΠ 241/1991 ΕλλΔνη 34,560, ΕΕμπΔ 33,320, ΑΠ 310/1990 ΕλλΔνη 32,72, ΕφΠειρ 408/2009 Νόμος, Λ. Κοτσίρη ΝοΒ 37,719). Ο ιδιαίτερος διασχηματισμός και η διακόσμηση των προϊόντων για να τύχουν προστασίας δε σημαίνει ότι απαιτείται αυτά να έχουν τις ιδιότητες του νέου και του πρωτότυπου με την έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας (ΕφΑθ 3746/2001, ΠΠρΑθ 6778/2004 Νόμος), αλλά αρκεί ο ελάχιστος εκείνος βαθμός ιδιοτυπίας, ο οποίος επιτρέπει κάθε φορά να διακρίνεται από το διασχηματισμό ότι ορισμένο προϊόν προέρχεται από ορισμένη επιχείρηση.

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ν.δ. 146/1914 προκύπτει ότι για την προστασία των σχεδίων και υποδειγμάτων με τις διατάξεις του αθέμιτου ανταγωνισμού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις :

Η πράξη χρήσης σχεδίου ή υποδείγματος από τρίτον να έγινε κατά τις εμπορικές συναλλαγές με σκοπό ανταγωνισμού.
Η πράξη να αντίκειται στα χρηστά ήθη, δηλαδή να προσκρούει στην αντίληψη κάθε ανθρώπου που σκέπτεται δίκαια και ορθά ή να γίνεται χρήση μεθόδων και μέσων αντιθέτων προς την ομαλή ορθότητα των συναλλαγών, έστω και αν η πράξη, επιφανειακά ή μεμονωμένα θεωρούμενη, φαίνεται θεμιτή και νομικά άψογη.
Από την πράξη του τρίτου να υφίσταται κίνδυνος να προκληθεί σύγχυση στο συναλλακτικό κοινό.
Η χρήση από τον αιτούμενο δικαστική προστασία να είναι χρονικά πρότερη αυτής του τρίτου (prior in tempore potior injure).

Στις εμπορικές, βιομηχανικές και γεωργικές συναλλαγές η ύπαρξη ανταγωνιστικής πρόθεσης τεκμαίρεται. Πρόκειται για τεκμήριο πραγματικό – που δεν προβλέπεται μεν από το νόμο αλλά επιβάλλεται από την κοινή αντίληψη – ότι, κατά κανόνα, όπου υπάρχει το στοιχείο της ανταγωνιστικής σχέσεως, εκεί θα υπάρχει και πρόθεση ανταγωνισμού, εναπόκειται δε σε εκείνον που διενεργεί την ανταγωνιστική πράξη να το ανατρέψει. Πράξη τέτοια που εμπίπτει στην παραπάνω ρήτρα, μπορεί να θεωρηθεί η προσέλκυση πελατείας με αθέμιτες μεθόδους (βλ. ΕφΑθ 5369/2010, ΕφΛαρ 134/2008, ΕφΙωαν 147/2008, ΕφΑθ 2150/2006 Νόμος, Α. Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού, έκδ. 2008,88, Ν. Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, έκδ. 1996, σελ. 50). Εξάλλου, ανταγωνιστική ενέργεια που αντίκειται στα χρηστά ήθη κατά το άρθρο 1 του Ν 146/1914 είναι και η πράξη, η οποία είναι αντίθετη στον συνταγματικώς κατοχυρωμένο πυρήνα του οικονομικού συστήματος και στρέφεται κατά της οικονομικής ελευθερίας του καταναλωτή, αναιρώντας τον ελεύθερο σχηματισμό της αγοραστικής του βούλησης, έτσι που να πλήττεται στον πυρήνα της η συνταγματικώς κατοχυρωμένη οικονομική ελευθερία, αφού τίθεται σε διακινδύνευση, εφόσον παρεμποδίζεται ουσιαστικά η άσκησή της (ΕφΛαρ 134/2008 Νόμος, ΕφΘεσ 300/2005 Αρμ 2006,896).

Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει, όταν, ακριβώς λόγω ομοιότητας του σχήματος και της μορφής δύο ομοειδών σχεδίων / υποδειγμάτων, είναι πιθανόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους, όσον αφορά την προέλευση των εμπορευμάτων, την ταυτότητα της επιχείρησης, η ακόμη την ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Βεβαίως εννοείται ότι για να προκληθεί σύγχυση μεταξύ δυο σχεδίων ή υποδειγμάτων, πρέπει αυτά να έχουν κάποιο εξελιγμένο διασχηματισμό και διάπλαση, διαφορετικά συνηθισμένα – κοινότυπα σχήματα δε μπορούν να προστατευθούν αυτοτελώς ακριβώς λόγω έλλειψης διακριτικής δύναμης (βλ. ΑΠ Ολ 2/2008 ΕλλΔνη 49,374, ΑΠ 439/2012, ΑΠ 1477/2011, ΑΠ 1125/2011 Νόμος, ΑΠ 870/2008 ΕΕμπΔ 2009,420, ΑΠ 1529/2008 ΕΕμπΔ 2009,679, ΑΠ 1803/2007 ΕΕμπΔ 2008,377, ΑΠ 2067/2007 ΕΕμπΔ 2008,145, ΑΠ 1388/2004 Νόμος, ΑΠ 1123/2002 ΕΕμπΔ 2002,887, ΑΠ 1780/1999 ΕλλΔνη 41,973, ΑΠ 630/1990 Νόμος, ΑΠ 956/1988 ΕλλΔνη 30,1344, ΑΠ 1409/1980 ΝοΒ 29,695, ΕφΑθ 1617/2010 ό.π., ΕφΑθ 4091/2010, ΕφΛαρ 134/2008, ΕφΑθ 7405/2004 Νόμος, ΠΠρΑθ 477/2005 ΕΕμπΔ 2005,385, ΠΠρΑθ 7518/2000 ΕλλΔνη 2001,1422, Ν. Ρόκας, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Εκδ. 1975 σελ. 28). Χρήση που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση είναι και η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση (ΕφΑθ 2809/1988 ΕλλΔνη 30,158, ΠΠρΑθ 477/2005 ΕΕμπΔ 2005,385). Η ύπαρξη δε κινδύνου σύγχυσης δεν προϋποθέτει σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ομοιότητα των προϊόντων τους, αρκεί να υπάρχει κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων στους οποίους ανήκουν οι αντιμαχόμενες επιχειρήσεις. Ως «κοινό» νοείται ο άπειρος μέσος καταναλωτής ενώ ως «σχετικοί συναλλακτικοί κύκλοι», στους οποίους καθιερώνεται το ιδιαίτερο γνώρισμα κατά την έννοια των παρ. 2 και 3 του άρθρου 13 του Ν 146/1914 δεν νοούνται οι ανταγωνιστές του δικαιούχου του γνωρίσματος αλλά οι μεταπωλητές και οι καταναλωτές και γενικά όλοι εκείνοι των οποίων η οικονομική συμπεριφορά επηρεάζεται από τη δηλούμενη μέσω του διασχηματισμού προέλευση του εμπορεύματος (ΕφΠειρ 408/2009 Νόμος, ΠΠρΘεσ 3509/2001 αδημ.).

Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει σύγκρουση μεταξύ δύο σχεδίων / υποδειγμάτων, όπως όταν δύο επιχειρήσεις θέσουν σε κυκλοφορία εμπόρευμα με τον ίδιο ή παρόμοιο διασχηματισμό και την αυτή ή παρόμοια διακόσμηση, κατά τρόπο που μπορεί να προκληθεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, τότε ισχύει ο κανόνας της χρονικής προτεραιότητας (prior in tempore potior injure), υπό την προφανή έννοια ότι το παλαιότερο κτηθέν διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του νεότερου (ΑΠ 606/2005 ΕΕμπΔ 2005,810, ΕφΑθ 4760/2001 ΔΕΕ 2001,989, ΕφΑθ 3119/1995 ΕΕμπΔ 1995,343). Ερευνάται δηλαδή, ποια από τις δύο επιχειρήσεις χρησιμοποίησε πρώτη τον εν λόγω διασχηματισμό ή τη διακόσμηση του εμπορεύματος και αυτός ο διασχηματισμός ή η διακόσμηση προστατεύεται, με την προϋπόθεση βέβαια, ότι αυτά (διασχηματισμός ή διακόσμηση) είχαν γίνει γνωστά στους κύκλους των συναλλαγών, ενώ δεν προστατεύεται όταν το σχέδιο / υπόδειγμα έχει καταστεί κοινόχρηστο (Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού, σελ. 148). Στην περίπτωση αυτή υπάρχει αξίωση για την παράλειψη της χρησιμοποίησής του από τον άλλο, κατά τα άρθρα 13 και 14 εδ. γ΄ του Ν 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» (ΑΠ 1131/1995 ΕλλΔνη 37,1605, ΑΠ 751/1995 ΝοΒ 49,419).

Κατά τις διατάξεις λοιπόν των άρθρων 1 και 13 του ν.δ. 146/1914, σε περίπτωση αθεμίτου ανταγωνισμού δια της χρήσης σχέδιου / υποδείγματος, ο δικαιούχος αυτού μπορεί να αξιώσει αφενός άρση της παράνομης προσβολής και αφετέρου την παράλειψή της στο μέλλον. Η αξίωση για παράλειψη μπορεί να συνοδεύεται και από αίτημα δημοσιεύσεως του διατακτικού της αποφάσεως (άρθρο 22 παρ. 5 Ν 146/1914), το δε Δικαστήριο, σταθμίζοντας τα συμφέροντα των ανταγωνιστών και του κοινού αφενός και του επαγγελματία που ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό αφετέρου και εφόσον κριθεί ότι το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο προς πληροφόρηση του κοινού, δύναται να παράσχει στο νικώντα διάδικο τη δυνατότητα να προβεί, με δαπάνες του αντιδίκου του, στην κατάλληλη δημοσίευση διά του τύπου ή δι’ άλλου μέσου, της δικαστικής αποφάσεως, καθορίζοντας ταυτοχρόνως και το τμήμα αυτής το οποίο αυτούσιο πρέπει να δημοσιευθεί και το οποίο, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη, είναι το διατακτικό της (ΕφΑθ 2767/1996 ΕλλΔνη 38,651).

Εξάλλου, ο ζημιωθείς δικαιούχος έχει και αξίωση αποζημιώσεως τόσο στην περίπτωση του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, όσο και στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ. ιβ του ίδιου νόμου, στη δεύτερη όμως περίπτωση μόνο αν ο παραβάτης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι διά της καταχρήσεως του ξένου διακριτικού γνωρίσματος μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (βλ. ΑΠ 241/1991 ΕλλΔνη 34,560, ΕφΠατρ 453/2004 Νόμος, ΕΑ 7369/1996 ΔΕΕ 1996,1153, ΠΠρΘεσ 3509/2001 αδημ.).

Τέλος, ο ζημιωθείς δικαιούχος δύναται να αιτηθεί δικαστικά και την αφαίρεση ή, εναλλακτικά, την καταστροφή των σχεδίων / υποδειγμάτων, που αθεμίτως χρησιμοποίησε ο ανταγωνιστής τρίτος, υπό τον όρο ότι αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι έκανε χρήση ξένου σχεδίου / υποδείγματος (άρθρο 15 ν.δ. 146/1914).

Επιδίκαση Χρηματικής Ικανοποίησης για Ηθική Βλάβη (57 – 59, 299, 914, 919, 932 ΑΚ)
Περαιτέρω, αν η πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν 146/1914 αποτελεί ταυτόχρονα και αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, όταν δηλαδή είναι και παράνομη, επειδή αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, αλλά και υπαίτια, επειδή προήλθε από δόλο ή αμέλεια εκείνου που ενήργησε και επιπλέον από την πράξη αυτήν επήλθε κατά τρόπο αιτιώδη ζημία σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται, όπως και στην περίπτωση κατά την οποία η, αντίθετη, ούτως ή άλλως, στα χρηστά ήθη πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού, χωρίς να είναι παράνομη με την ανωτέρω έννοια, προκάλεσε αιτιώδη ζημία σε βάρος εκείνου κατά του οποίου στρέφεται και, παράλληλα, συντρέχει για τη ζημία αυτήν και το στοιχείο της πρόθεσης, έστω με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, οπότε πληρούται το πραγματικό του άρθρου 919 ΑΚ, τότε, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, ο θιγόμενος από την πράξη του αθέμιτου ανταγωνισμού δικαιούται να ζητήσει και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη από την παραπάνω πράξη (ΕφΙωαν 147/2008 Νόμος).

Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, επί αδικοπραξίας, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφού χρηματική ικανοποίηση δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον ή η φήμη τους.

Τις περιπτώσεις, όμως, αυτές με τ’ αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, πρέπει να επικαλείται ειδικά (και στην συνέχεια να αποδεικνύει) το ενάγον νομικό πρόσωπο, ώστε να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (βλ. σχετ. ΑΠ 382/2011, ΕφΑθ 6197/2011, ΕφΑθ 2692/2009 Νόμος).

Επιβολή Χρηματικής Ποινής και Προσωπικής Κράτησης
Σωρευτικά, ο ζημιωθείς δικαιούχος έχει το δικαίωμα να συνοδεύσει το αίτημα άρσης της προσβολής κατά του σχεδίου / υποδειγματός του και παράλειψης αυτής στο μέλλον με τα παρεπόμενα αιτήματα επιβολής χρηματικής ποινής και απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του νομίμου εκπροσώπου της τρίτης αθεμίτως ανταγωνιστικής επιχείρησης (άρθρα 62, 64 § 2 εδ. Α΄, 946 – 947, 1047 § 2  ΚΠολΔ). Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή ο ζημιωθείς δικαιούχος θα πρέπει να ενάγει ονομαστικά και τον εν λόγω νόμιμο εκπρόσωπο, κατά του οποίου απευθύνει τα αιτήματα αυτά (ΑΠ 1134/1990 ΕλλΔνη 33,527, ΑΠ 127/1987, ΕφΙωαν 146/2008 Νόμος, ΕφΑθ 4499/2000 Νόμος, ΕφΑθ 9239/1991 ΕΕΔ 51-59, ΕφΑθ 10521/1988 ΕΔΠ 1988,30. ΕφΑθ 12555/1988 ΝοΒ 37,1223).

Νομική Συμβουλή : Αν η επιχείρησή σας παράγει ορισμένο βιοτεχνικό ή βιομηχανικό προϊόν, το οποίο διακρίνεται στις συναλλαγές λόγω κάποιων ιδιαίτερων εξωτερικών γνωρισμάτων, εξετάστε το ενδεχόμενο κατοχύρωσής του, προκειμένου να προστατευτείτε από απομιμητικές δραστηριότητες.

Περισσότερα
Παγκόσμιος Οργανισμός Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ).

Γραφείο για την Εναρμόνιση στην Εσωτερική Αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας.
ΠΔ 259/1997 (ΦΕΚ 185, Α’).
Ν. 2417/1996 “Κύρωση του Διακανονισμού της Χάγης για τη διεθνή κατάθεση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων (ΦΕΚ 139, Α’).
Νόμος 1733/1987 “Μεταφορά τεχνολογίας, εφευρέσεις, τεχνολογική καινοτομία και σύσταση Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας” (ΦΕΚ Α’ 171).
Ν. 2121/1993 για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ν.Δ. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού.
Οδηγία 98/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την νομική προστασία των σχεδίων.
Κανονισμός 6/2002 της 12ης Δεκεμβρίου 2001 για τα κοινοτικά σχέδια.