Η Ευθύνη των Τραπεζών από την Παροχή Επενδυτικών Υπηρεσιών

Οι επενδύσεις είναι μία οικονομική δραστηριότητα, που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την περιουσία του επενδυτή. Ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης εκατομμύρια ιδιώτες και επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο απώλεσαν τεράστια κεφάλαια από επενδύσεις, που αποδείχθηκαν εξαιρετικά ριψοκίνδυνες και επισφαλείς. Το φαινόμενο αυτό χτύπησε και την Ελλάδα, φέρνοντας στην επικαιρότητα τις ευθύνες τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων σε σχέση με τις ζημιές που υπέστησαν επενδυτές – πελάτες τους.

Η Ενωσιακή και Ελληνική νομοθεσία δημιουργεί ένα δίχτυ προστασίας γύρω από τους ιδιώτες – επενδυτές, προβλέποντας εκτεταμένες υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών και υπηρεσιών. Τέτοιες προβλέψεις υποχρεώνουν τις τράπεζες να επιβάλλουν στους πελάτες τους μία χρηστή διαχείριση της περιουσίας τους και να επενδύουν μόνο σε προϊόντα που είναι κατάλληλα για το επενδυτικό τους προφίλ. Υποχρεώνουν τις τράπεζες να παρέχουν ένα βέλτιστο επίπεδο υπηρεσιών. Απαγορεύουν πρακτικές των τραπεζών, που δύνανται να δημιουργούν συγκρούσεις συμφερόντων με τους επενδυτές – πελάτες τους, όπως σχήματα μπόνους των τραπεζικών στελεχών, που δημιουργούν οικονομικά κίνητρα για την κινητοποίηση του πελάτη για επένδυση σε όλο και πιο ριψοκίνδυνα επενδυτικά προϊόντα. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών από τις τράπεζες δημιουργεί δικαιώματα στους επενδυτές – πελάτες για την απόκατάσταση τυχόν ζημιών και την αποζημίωσή τους.

Ορισμοί
Σύμφωνα με τον προισχύσαντα Ν. 2396/1996 ως επενδυτικές ορίζονταν, μεταξύ άλλων, οι υπηρεσίες που αφορούσαν τη λήψη και διαβίβαση και εκτέλεση για λογαριασμό επενδυτών εντολών για κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων και τη διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων πελατών, στα πλαίσια εντολής τους, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν χρηματοπιστωτικά μέσα (άρθρο 2 Ν. 2396/1996).

Με τον Ν. 3606/2007, που κατάργησε τον Ν. 2396/2006, ο ορισμός των επενδυτικών υπηρεσιών διευρύνθηκε, συμπεριλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, ρητά τη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών προς κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα, την εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων, τη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών στο πλαίσιο εντολής τους, τα οποία (χαρτοφυλάκια) περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, και την παροχή προσωπικών επενδυτικών συμβουλών σε πελάτη είτε μετά από αίτηση του, είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές του σε χρηματοπιστωτικά μέσα (άρθρο 4 Ν. 3606/2007, ΦΕΚ 195/Α/1997).

Ως υπόχρεα πρόσωπα του νομικού πλαισίου για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και ως υποκείμενα της καθ΄ οιονδήποτε τρόπο κατ΄ επάγγελμα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και της άσκησης επενδυτικών δραστηριοτήτων αναφέρονται ρητά, μεταξύ άλλων, και τα πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 8 Ν. 3606/2007).

Εισαγωγή στην Ευθύνη Παρόχων Επενδυτικών Υπηρεσιών με Βάση τον Ν. 3606/2007
Μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ν. 3606/2007 οι επενδυτικές υπηρεσίες ρυθμίζονταν κατά βάση από τον Νόμο 2396/1996 (ΦΕΚ 73/Α/30-04-1996) «Επενδυτικές Υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των ΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων και άϋλες μετοχές», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Μαϊου 1993 σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (Οδηγία γνωστή ως ISD-Investment Services Directive). Ρυθμίζονταν επίσης με τις ειδικότερες διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος προέβλεπε συγκεκριμένες υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ απέναντι στους επενδυτές – πελάτες τους. Τόσο ο Ν. 2396/1996 όσο και ο ΚΔΕΠΕΥ καταργήθηκαν με το άρθρο 85 του Ν.3606/2007.

Από το 2007 ως σήμερα ο βασικός νόμος για τη ρύθμιση των επενδυτικών υπηρεσιών είναι ο Ν. 3606/2007 (ΦΕΚ 195/Α/17-08-2007) «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις», με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2000/12/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου» της 21ης Απριλίου 2004 (“Οδηγία MIFID”).

Στην περίπτωση, κατά την οποία ένας πελάτης αιτείται την παροχή από τράπεζα επενδυτικών υπηρεσιών, η παραγομένη σχέση συνιστά σύμβαση – πλαίσιο για την παροχή πάσης φύσεως μελλοντικών επενδυτικών υπηρεσιών (βλ. Ψυχομάνη Σ., Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 8-9/2010, σ. 863 επ.). Η δε ύπαρξη σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών συνεπάγεται την κατάρτιση σύμβασης μεταξύ της διαμεσολαβούσας τράπεζας και του πελάτη της, έστω και άτυπης, με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα (βλ. Βελέντζα Γ., Δίκαιο Τραπεζών και Τραπεζικών Συμβάσεων, έκδοση 3η, σελ. 1125, Τριανταφυλλάκη Γ., Η ευθύνη των ΕΠΕΥ έναντι των επενδυτών για παράλειψη πληροφόρησης ή παροχή εσφαλμένων συμβουλών, ΧρΙΔ 2001, 23, Γεωργιάδη Γ., Οι υποχρεώσεις της Τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ 2008, 869, Αλεξανδρίδου Ε., Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010, 136).

Υποχρέωση Διαφύλαξης των Συμφερόντων του Επενδυτή – Πελάτη
Σύμφωνα με το σήμερα ισχύον νομικό καθεστώς, για τις υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν ως ΕΠΕΥ ο Ν. 3606/2007 προβλέπει ότι (άρθρο 25 § 1 του Ν. 3606/2007): “(ο)ι ΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους […]”.

Η διάταξη αυτή εισάγει τη γενική αρχή της διαφύλαξης των συμφερόντων του πελάτη κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Η γενική αυτή αρχή ενσωματώνει στο νομικό πλαίσιο για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών τη γενικότερη πρόβλεψη του άρθρου 288 ΑΚ, με βάση την οποία ο πάροχος τέτοιων υπηρεσιών οφείλει να εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (288 ΑΚ). Λόγω της ιδιαίτερα επικίνδυνης φύσης των επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα αλλά και της ανισομετρίας γνώσεων, εμπειρίας και πληροφόρησης μεταξύ των μερών οι παραπάνω διατάξεις του Ν. 3606/2007 πρέπει να ερμηνεύονται με τέτοιον τρόπο ώστε να θεμελιώνουν αυξημένες υποχρεώσεις του παρόχου επενδυτικών συμβουλών και υπηρεσιών για επιμέλεια και διαφύλαξη των συμφερόντων των επενδυτών – πελατών του. Ειδικότερα, το παράνομο ή μη της συμπεριφοράς του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες αξιολογείται με βάση το μέτρο ασφάλειας των υπηρεσιών που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με βάση την υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας που ο πάροχος οφείλει να τηρεί κατά την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, με τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του επενδυτή – πελάτη (ΕφΘεσ 1126/2004).

Υποχρέωση Ελέγχου Καταλληλότητας / Συμβατότητας Παρεχόμενων Επενδυτικών Υπηρεσιών
Περαιτέρω, ο Ν. 3606/2007 προβλέπει τις ακόλουθες υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ για τον έλεγχο καταλληλότητας / συμβατότητας των επενδυτών – πελατών τους (άρθρο 25) :

[…] 4. Όταν οι ΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας).

5. Όταν οι ΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζη-τούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι` αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή […]”.

Επίσης, η υπ’ αρ. 1//452/01-11-2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τίτλο “Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ)” στα άρθρα 5 και 12 – 14 αυτής εξειδικεύει περαιτέρω την υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ για τον έλεγχο καταλληλότητας / συμβατότητας των πελατών τους ως εξής :

«Άρθρο 5
Ενημέρωση για κατηγοριοποίηση πελάτη

1. Η ΕΠΕΥ ενημερώνει τους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες της ότι προέβη στην κατάταξη τους στην κατηγορία των ιδιωτών ή των επαγγελματιών πελατών ή των επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων.

2. Η ΕΠΕΥ γνωστοποιεί στους πελάτες της, μέσω σταθερού μέσου, το δικαίωμα τους να ζητήσουν την κατάταξη τους σε άλλη κατηγορία πελατών από αυτήν που έχουν ήδη καταταγεί, καθώς και κάθε περιορισμό που αυτό συνεπάγεται όσον αφορά το επίπεδο προστασίας τους.

3. Η ΕΠΕΥ μεταβάλλει την κατάταξη ενός πελάτη, κατόπιν αιτήματος του, ή και με δική της πρωτοβουλία και:

(α) αντιμετωπίζει, ως επαγγελματία ή ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη, ο οποίος κατ` εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 3606/2007 θεωρείται επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος, ή
(β) αντιμετωπίζει, ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη ο οποίος, κατ` εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται επαγγελματίας πελάτης.

4. Η ΕΠΕΥ μπορεί να αντιμετωπίζει επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο ως επαγγελματία πελάτη, ύστερα από αίτημα του να αντιμετωπισθεί ως πελάτης, του οποίου η σχέση με την ΕΠΕΥ υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 25, 27 και 28 του ν. 3606/2007. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει ρητά να αντιμετωπιστεί ως ιδιώτης πελάτης, εφαρμοζομένων των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007.

Άρθρο 12
Αξιολόγηση καταλληλότητας

1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίων λαμβάνει, από τους πελάτες, τις πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσει τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να  σχηματίσει εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή, που προτείνει στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών συμβουλών, ή που καταρτίζει στο πλαίσιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) είναι σύμφωνη με τους επενδυτικούς στόχους του συγκεκριμένου πελάτη,
(β) ο πελάτης έχει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους,
(γ) ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει η προτεινόμενη συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του.

2. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά :

(α) με το χρονικό διάστημα για το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διατηρήσει την επένδυση,
(β) με τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου,
(γ) με το επενδυτικό του προφίλ και
(δ) με τους σκοπούς της επένδυσης.

3. Η πληροφόρηση, αναφορικά με την οικονομική κατάσταση πελάτη, περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, στοιχεία σχετικά :

(α) με την προέλευση και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων,
(β) με τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, των επενδύσεων και των ακινήτων του, και
(γ) με τις τακτικές οικονομικές του υποχρεώσεις.

4. Ο επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσης, για τα προιόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη. Ο επαγγελματίας πελάτης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3606/2007, θεωρείται ότι διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να αναλάβει το βάρος των σχετικών επενδυτικών κινδύνων, σύμφωνα με τους επενδυτικούς του στόχους, όταν η παρεχόμενη επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου, που είναι σύμφωνος με τους επενδυτικούς του στόχους.

5. Σε περίπτωση που η ΕΠΕΥ, δεν λάβει ως προς συγκεκριμένο πελάτη την πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 και εξειδικεύεται τις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου, δεν προβαίνει στην παροχή επενδυτικών συμβουλών προς τον συγκεκριμένο πελάτη ή στη διαχείριση χαρτοφυλακίου του.

Άρθρο 13
Αξιολόγηση συμβατότητας

1. Η ΕΠΕΥ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συμβατότητας μίας επενδυτικής υπηρεσίας για έναν πελάτη της, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, κρίνει αν ο πελάτης αυτός διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχει το επενδυτικό προϊόν ή η επενδυτική υπηρεσία, που του παρέχει η ΕΠΕΥ ή που αιτείται ο πελάτης.

2. Ένας επαγγελματίας πελάτης θεωρείται ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και γνώση, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή τα είδη των συναλλαγών ή προϊόντων, για τα οποία ο πελάτης αυτός έχει ενταχθεί στην κατηγορία του επαγγελματία πελάτη.

Άρθρο 14
Κοινές διατάξεις για την αξιολόγηση καταλληλότητας και συμβατότητας

1. Η πληροφόρηση, αναφορικά με τη γνώση και την πείρα που διαθέτει πελάτης στον τομέα των επενδύσεων, περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τον πελάτη αυτό, το είδος και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί, καθώς και το είδος του προϊόντος ή της συναλλαγής που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί, συμπεριλαμβανομένης της πολυπλοκότητας τους και των κινδύνων που ενέχουν :

(α) τα είδη των επενδυτικών υπηρεσιών, των συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης,
(β) τη φύση, τον όγκο και τη συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και τη χρονική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν,
(γ) το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του πελάτη.

2. Η ΕΠΕΥ δεν ενθαρρύνει τους πελάτες να μην παράσχουν την απαιτούμενη πληροφόρηση της αξιολόγησης της καταλληλότητας και της συμβατότητας, σύμφωνα
με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, όπως εξειδικεύονται στα άρθρα 13 έως 15.

3. Η ΕΠΕΥ δικαιούται να βασίζεται στην πληροφόρηση που της παρέχουν οι πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η πληροφόρηση αυτή είναι καταφανώς παρωχημένη, ανακριβής ή ελλιπής».

Σύμφωνα με τα παραπάνω κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να συλλέγουν πληροφορίες και να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη «το προφίλ» του επενδυτή – πελάτη τους, έχοντας ως κριτήρια το επίπεδο γνώσης του, την εμπειρία του, αλλά και την ηλικία, την περιουσιακή, την οικογενειακή και την επαγγελματική του κατάσταση, επίσης, τους επενδυτικούς του στόχους, όπως και την προθυμία του για διακινδύνευση. Όταν πάλι πρόκειται για παροχή άλλου είδους επενδυτικών υπηρεσιών, πλην της παροχής συμβουλών ή της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να ζητούν πληροφορίες σχετικά με την πείρα και τη γνώση του επενδυτή σε σχέση με το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο, ώστε να μπορέσουν να κρίνουν αν αυτό είναι κατάλληλο για το συγκεκριμένο πελάτη, ασκώντας έτσι και έλεγχο συμβατότητας. Σε περίπτωση που θα κρίνουν ότι το συγκεκριμένο είδος επένδυσης δεν είναι κατάλληλο γι’ αυτόν, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν για την ακαταλληλότητά του. Επιβάλλονται λοιπόν εκτεταμένες υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων σε σχέση με τη χορήγηση, αλλά παράλληλα και σε σχέση με την άντληση πληροφοριών από τον επενδυτή, γι’ αυτό και πρέπει πλέον να συγκεντρώνονται οι πληροφορίες πάντοτε με τη διαδικασία συμπλήρωσης λεπτομερούς ερωτηματολογίου.

Υποχρέωση Πληροφόρησης Επενδυτών – Πελατών
Επιπλέον, ο Ν. 3606/2007 προβλέπει τις εξής υποχρεώσεις πληροφόρησης των παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών απέναντι στους επενδυτές – πελάτες τους (άρθρο 25) :

[…] 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.

3. Οι ΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με :

[…] (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών […]

8. Οι ΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό του και των υπηρεσιών που του παρέχονται”.

Επίσης, η υπ’ αρ. 1//452/01-11-2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τίτλο “Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ)” στα άρθρα 4, 6, 8, 10 αυτής εξειδικεύει περαιτέρω την υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ για την παροχή πληροφόρησης στους πελάτες τους ως εξής :

«Άρθρο 4
Προϋποθέσεις ορθής πληροφόρησης

1. Η ΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνει σε ιδιώτες πελάτες ή τις οποίες διαδίδει με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από ιδιώτες πελάτες, πληρούν τις προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

[…] 3. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι ακριβής και ειδικότερα να μη δίνει έμφαση σε ενδεχόμενα δυνητικά οφέλη από μια επενδυτική υπηρεσία ή από ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χωρίς να επισημαίνει, παράλληλα, με σαφήνεια κάθε σχετικό κίνδυνο. Η πληροφόρηση πρέπει να είναι επαρκής και να παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανή η κατανόηση της από το μέσο μέλος της ομάδας των προσώπων στην οποία απευθύνεται και από κάθε άλλο πιθανό αποδέκτη της. Η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις.

[…] 7. Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις:

α) η πληροφόρηση δεν πρέπει να βασίζεται ή να αναφέρεται σε προσομοίωση προηγουμένων επιδόσεων,
(β) η πληροφόρηση πρέπει να βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα,
(γ) σε περίπτωση που η πληροφόρηση βασίζεται σε μεικτή απόδοση, πρέπει να γνωστοποιούνται αναλυτικά οι επιβαρύνσεις από προμήθειες, αμοιβές ή άλλες χρεώσεις και
(δ) η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

Άρθρο 6
Γενικοί όροι για την πληροφόρηση των πελατών

1. Η ΕΠΕΥ παρέχει σε ιδιώτες πελάτες, σε εύθετο χρόνο, είτε πριν από τη σύναψη σύμβασης παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών, είτε πριν από την παροχή σε αυτούς των υπηρεσιών αυτών, όποιο από τα ανωτέρω προηγείται χρονικά, τους όρους της σύμβασης και τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 7 και αφορούν την εν λόγω σύμβαση και τις εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.

[…] 5. Η ΕΠΕΥ, σε εύθετο χρόνο, γνωστοποιεί στους πελάτες κάθε ουσιώδη μεταβολή των πληροφοριών που τους έχει παράσχει, κατ` εφαρμογή των άρθρων 7 έως 10 και αφορούν την παρεχόμενη από την ΕΠΕΥ υπηρεσία. Η γνωστοποίηση γίνεται μέσω σταθερού μέσου, στην περίπτωση που η σχετική πληροφόρηση είχε παρασχεθεί μέσω σταθερού μέσου.

 Άρθρο 8
Πληροφόρηση για χρηματοπιστωτικά μέσα

1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων που ενέχουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου και τους συγκεκριμένους κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει εμπεριστατωμένες επενδυτικές αποφάσεις.

2. Η περιγραφή των κινδύνων περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, επεξηγώντας τη μόχλευση που παρέχει και τις συνέπειες της, καθώς και τον κίνδυνο απώλειας του συνόλου της επένδυσης,
(β) τη μεταβλητότητα της τιμής του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και οποιουσδήποτε υφιστάμενους στην αγορά, στην οποία το μέσο αυτό αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, περιορισμούς,
(γ) το γεγονός ότι ο επενδυτής, εκτός από το κόστος απόκτησης των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών επί
των συγκεκριμένων μέσων, οικονομικές δεσμεύσεις καθώς και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων,
(δ) το περιθώριο ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που, ενδεχομένως, απαιτείται για τη διενέργεια συναλλαγών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων […]

Άρθρο 10
Πληροφόρηση για χρεώσεις

1. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους ιδιώτες πελάτες πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις σχετικές χρεώσεις, αναφέροντας :

(α) τη συνολική τιμή που θα καταβληθεί από τον πελάτη σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο ή την επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία, περιλαμβανομένων όλων των συναφών αμοιβών, προμηθειών, χρεώσεων και δαπανών, καθώς και όλων των φόρων που καταβάλλονται μέσω της ΕΠΕΥ ή, εάν δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς η τιμή, τη βάση υπολογισμού της συνολικής τιμής, ούτως ώστε ο πελάτης να είναι σε θέση να την επαληθεύσει και
(β) τον τρόπο καταβολής ή άλλες διατυπώσεις.

2. Οι προμήθειες που χρεώνει η ΕΠΕΥ, σε κάθε περίπτωση, αναλύονται χωριστά […]».

Υποχρέωση Βέλτιστης Εκτέλεσης Επενδυτικών Υπηρεσιών
Σχετικά με την υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ για την εκτέλεση των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους το άρθρο 27 του Ν. 3606/2007 ορίζει ότι :

1. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο, ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την  εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη  την τιμή, το κόστος, την ταχύτητα, την πιθανότητα εκτέλεσης και  διακανονισμού, τον όγκο, τη φύση και οποι ονδήποτε άλλον παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση που υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ εκτελεί την εντολή σύμ φωνα με αυτές τις οδηγίες.

2. Οι ΑΕΠΕΥ καταρτίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1. Οι ΑΕΠΕΥ πρέπει, ιδίως, να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3. Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, στοιχεία σχετικά με τους διάφορους τόπους διαπραγμάτευσης όπου η ΑΕΠΕΥ εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή του τόπου διαπραγμάτευσης. Η πολιτική περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους όπου η ΑΕΠΕΥ μπορεί συστηματικά να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες τους κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν και λαμβάνουν την προηγούμενη συναίνεση των πελατών τους σχετικά με την εν λόγω πολιτική.

4. Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών εκτός οργανωμένων αγορών ή ΠΜΔ, οι ΑΕΠΕΥ ενημερώνουν σχετικά τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες τους. Οι ΑΕΠΕΥ εξασφαλίζουν εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών τους προτού εκτελέσουν εντολές πελατών εκτός οργανωμένων αγορών ή ΠΜΔ. Οι ΑΕΠΕΥ μπορούν να εξασφαλίζουν την εν λόγω συναίνεση με τη μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές.

5. Οι ΑΕΠΕΥ παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε να εντοπίζουν και να διορθώνουν, όπου χρειάζεται, τυχόν ελλείψεις. Ειδικότερα, οι ΑΕΠΕΥ εξετάζουν τακτικά κατά πόσον οι τόποι διαπραγμάτευσης, που προβλέπονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών, επιτυγχάνουν το βέλτιστο αποτέλεσμα για τους πελάτες τους και να τροποποιούν αναλόγως τις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν. Οι ΑΕΠΕΥ πληροφορούν τους πελάτες τους για κάθε ουσιαστική αλλαγή των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών […]”.

Επίσης, η υπ’ αρ. 1//452/01-11-2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τίτλο “Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ)” στα άρθρα 21 – 23 αυτής εξειδικεύει περαιτέρω την υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ για τη βέλτιστη εκτέλεση των εντολών των πελατών τους ως εξής :

Άρθρο 21
1. Η ΕΠΕΥ, κατά την εκτέλεση εντολών πελατών και προκειμένου να προσδιορίσει τη σχετική βαρύτητα των παραγόντων της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 3606/2007 λαμβάνει υπόψη της τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) τα χαρακτηριστικά του πελάτη, περιλαμβανομένης της κατηγοριοποίησης του ως ιδιώτη ή επαγγελματία πελάτη,
(β) τα χαρακτηριστικά της εντολής του πελάτη,
(γ) τα χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν το αντικείμενο της εντολής,
(δ) τα χαρακτηριστικά των τόπων εκτέλεσης στους οποίους μπορεί να σταλεί προς εκτέλεση η εντολή.

2. Η ΕΠΕΥ εκπληρώνει την υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 27 του ν. 3606/2007, να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη της, στο μέτρο που εκτελεί μια εντολή ή μια συγκεκριμένη συνιστώσα της εντολής ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, που αφορούν την εντολή αυτή ή τη συγκεκριμένη συνιστώσα της.

3. Σε περίπτωση εκτέλεσης από μία ΕΠΕΥ εντολής για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα προσδιορίζεται βάσει του συνολικού τιμήματος, το οποίο αντιπροσωπεύει την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και τις χρεώσεις που σχετίζονται με την εκτέλεση, οι οποίες περιλαμβάνουν όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και τα οποία συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, περιλαμβανομένων των τελών του τόπου εκτέλεσης, των τελών εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλων των λοιπών αμοιβών που καταβάλλονται σε τρίτους οι οποίοι συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής αυτής. […]

Άρθρο 22
1. Η ΕΠΕΥ λαμβάνει τα μέτρα που προβλέπονται σε αυτό το άρθρο, στο  πλαίσιο
της συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα των  πελατών, όταν:

(α) κατά τη διαχείριση χαρτοφυλακίων, δίνει εντολές σε τρίτους για την  εκτέλεση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα για λογαριασμό πελατών και
(β) κατά την λήψη και διαβίβαση εντολών, διαβιβάζει σε τρίτους εντολές των πελατών για εκτέλεση.

2. Η ΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007. Η σχετική βαρύτητα των παραγόντων αυτών προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 21 και, ως προς τους ιδιώτες πελάτες, σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 21. Η ΕΠΕΥ θεωρείται ότι εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, χωρίς να απαιτείται να λάβει πρόσθετα μέτρα, εφόσον ακολουθεί συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, όταν δίνει ή όταν διαβιβάζει εντολές για εκτέλεση σε τρίτο.

3. Η ΕΠΕΥ θεσπίζει και εφαρμόζει πολιτική, που της επιτρέπει να συμμορφώνεται με την υποχρέωση της παραγράφου 2. Η πολιτική αυτή προσδιορίζει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους τρίτους στους οποίους διαβιβάζει η ΕΠΕΥ τις εντολές προς εκτέλεση. Ο τρίτος, που προσδιορίζεται στην πολιτική της ΕΠΕΥ, πρέπει να διαθέτει εκείνες τις προδιαγραφές ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε η ΕΠΕΥ να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει, βάσει του παρόντος άρθρου, όταν διαβιβάζει εντολές προς εκτέλεση στον τρίτο αυτό. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους πελάτες της τις απαραίτητες πληροφορίες, σχετικά με την πολιτική που θεσπίζει σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

4. Η ΕΠΕΥ ελέγχει σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα της πολιτικής, που έχει θεσπίσει, κατ` εφαρμογή της παραγράφου 3 και, ιδίως, την ποιότητα εκτέλεσης από τους τρίτους που προσδιορίζονται στην πολιτική αυτή και, όπου κρίνει σκόπιμο, διορθώνει τυχόν αδυναμίες. Η ΕΠΕΥ επανεξετάζει, κάθε χρόνο, την πολιτική της. Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται, επίσης, κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή, η οποία επηρεάζει την ικανότητα της ΕΠΕΥ να συνεχίσει να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες.

5. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται, στην περίπτωση που η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την επενδυτική υπηρεσία της διαχείρισης χαρτοφυλακίων ή της λήψης και διαβίβασης εντολών, εκτελεί η ίδια τις εντολές πελατών ή τις αποφάσεις για διαπραγμάτευση για λογαριασμό των χαρτοφυλακίων των πελατών της. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 27 του ν. 3606/2007 […]

Άρθρο 23
[…] 2. Η ΕΠΕΥ παρέχει στους ιδιώτες πελάτες, μέσω σταθερού μέσου ή μέσω του διαδικτυακού της τόπου, πριν από την παροχή της υπηρεσίας, τα παρακάτω στοιχεία, ως προς την πολιτική εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζει:

(α) παρουσίαση της σχετικής βαρύτητας που αποδίδει η ΕΠΕΥ στους παράγοντες της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 3606/2007, σε συνάρτηση με τα κριτήρια βέλτιστης εκτέλεσης της παραγράφου 1 του άρθρου 21 ή παρουσίαση της μεθόδου, με την οποία η ΕΠΕΥ προσδιορίζει τη σχετική βαρύτητα των παραγόντων αυτών,
(β) τον κατάλογο με τους τόπους εκτέλεσης, στους οποίους βασίζεται κυρίως η ΕΠΕΥ προκειμένου να εκπληρώνει την υποχρέωση της να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνει, σε σταθερή βάση, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών,
(γ) σαφή και εμφανή προειδοποίηση ότι τυχόν συγκεκριμένες οδηγίες από τον πελάτη της ενδέχεται να εμποδίσουν την ΕΠΕΥ να λάβει τα μέτρα που προβλέπονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών, προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών ως προς τα στοιχεία που καλύπτονται από τις οδηγίες του πελάτη […]”.

Η υποχρέωση των παρόχων για βέλτιστη εκτέλεση κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών  παράγει έννομες συνέπειες ιδιωτικού δικαίου στις συμβατικές τους σχέσεις με τους επενδυτές – πελάτες (βλ. Τριανταφυλλάκη, Η προστασία του επενδυτή ως καταναλωτή από κατάχρηση αγοράς (χειραγώγηση), ΔΕΕ 2008,521 επ., 524, βλ. επίσης Καραγκουνίδη, ΕπισκΕΔ 2009,330, 341). Χαρακτηριστική είναι και η αιτιολογική σκέψη 68 του προοιμίου της Οδηγίας MiFiD, η οποία αναφέρει σχετικά ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν πρέπει να ενθαρρύνουν τους πελάτες τους να δίνουν σε αυτές οδηγίες για εκτέλεση εντολών με συγκεκριμένο τρόπο, όταν είναι εύλογο να γνωρίζουν ότι οι εν λόγω οδηγίες θα τις εμπόδιζαν να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό γι’ αυτούς αποτέλεσμα.

Υποχρέωση για την Αποφυγή Σύγκρουσης Συμφερόντων
Ο Ν. 3606/2007 προβλέπει τις ακόλουθες ειδικές υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ απέναντι στους επενδυτές – πελάτες τους σε σχέση με την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων (άρθρο 13):

1. Οι ΑΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό των συγκρούσεων συμφερόντων :

(α) μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και πελατών τους, ή
(β) μεταξύ πελατών τους.

2. Εάν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν διασφαλίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό την αποφυγή διακινδύνευσης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύση της σύγκρουσης συμφερόντων και τις πηγές της σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβει την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών προς τον πελάτη […]”.

Επίσης, η υπ’ αρ. 1//452/01-11-2007 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τίτλο “Κανόνες Συμπεριφοράς Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ)” στο άρθρο 27 αυτής εξειδικεύει περαιτέρω την υποχρέωση των ΑΕΠΕΥ για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων ως εξής :

«1. Η ΕΠΕΥ δεν ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων ενός πελάτη, εάν, στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας, καταβάλλει ή λαμβάνει οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια, ή παρέχει ή δέχεται οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος.

2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται προκειμένου για: […] (γ) τις εύλογες αμοιβές που διευκολύνουν ή είναι αναγκαίες για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών, όπως ενδεικτικά τα έξοδα φύλαξης, τα έξοδα διακανονισμού, τα έξοδα μετατροπής συναλλάγματος, τα τέλη ή οι πόροι εποπτικών αρχών και οι δικηγορικές αμοιβές, οι οποίες από τη φύση τους δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων με την υποχρέωση της ΕΠΕΥ να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών, εφαρμοζόμενης σε κάθε περίπτωση της παραγράφου 3 του άρθρου 25 του ν. 3606/2007 […]»

Ευθύνη Παρόχων Επενδυτικών Υπηρεσιών με Βάση τον Ν. 2251/1994
Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 στοιχ. A΄ του Ν 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους.

Στην έννοια του καταναλωτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, εμπίπτει κάθε πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, οι συμβάσεις, που συνάπτονται για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος (ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 48/2007,305).

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι με βάση τον Ν. 2251/1994 προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμά του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι δεν έχουν επαγγελματικού επιπέδου γνώση και εμπειρία της σχετικής αγοράς, είναι αυτονόητη (ΕφΛαρ 806/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011,461, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009,819).

Ο νόμος 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον οποιονδήποτε «προμηθευτή» – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» -και του ιδιώτη επενδυτή-, ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως -με τελολογική ερμηνεία τους- αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω υποχρεώσεως εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ Ν 2251/1994). Σύμφωνα, εξάλλου, και με το άρθρο 8 παρ. 1 του ιδίου νόμου «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (βλ. Ψυχομάνη Σ., Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 8-9/2010, σ. 863 επ.).

Σύμφωνα με το άρθρο 8 §  1 του Ν. 2251/1994 «(ο) παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψη του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» .

Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι :1) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, 2) παράνομη πράξη ή παράλειψη και υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, 3) το παράνομο, ήτοι η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες, θα πρέπει ν` ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του 4) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης (άρθρα 297, 298 ΑΚ) και 5) αιτιώδης  συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας (ΑΠ 589/2001, ΕλλΔ/νη 43/419).

Ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του, διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (ΟλΑΠ 18/1999 ΕλλΔ/νη 40/1290). Για τη θεμελίωση της υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας ε) η ελευθερία δράσης που αφήνει στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν.

Ειδικότερα, ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες αξιολογείται με βάση το μέτρο ασφάλειας των υπηρεσιών που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με βάση την  υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας που ο πάροχος οφείλει να τηρεί κατά το νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, με τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα (ΕφΘεσ 1126/2004).  Το επίπεδο πρόνοιας και ασφάλειας κατά την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών εξειδικεύεται περαιτέρω με βάση τις ειδικότερες διατάξεις του Ν. 3606/2007 περί βέλτιστης εκτέλεσης των επενδυτικών υπηρεσιών (best execution).

Δικαιολογητικός λόγος της παρεχόμενης στο κοινό προστασίας βρίσκεται, κατά τη θεωρία, στην αρχή της «ασύμμετρης κατανομής των πληροφοριών» (βλ. Καραγκουνίδη Α., Το αντικείμενο προστασίας της κρατικής παρέμβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές και η αστική ευθύνη των εποπτικών αρχών για πλημμελή άσκηση του εποπτικού έργου τους, ΧρΙΔ 2006,751 επ.). Σύμφωνα με την τελευταία, οι χρηματοπιστωτικές αγορές λειτουργούν κατά τεκμήριο υπό συνθήκες κινδύνου και αβεβαιότητας. Πράγματι, το αντικείμενο συναλλαγής του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι τα λεγόμενα «αγαθά εμπιστοσύνης». Σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει με τα κοινά καταναλωτικά αγαθά η διαφορετική φύση των αγαθών του χρηματοπιστωτικού τομέα αναπόφευκτα οδηγεί σε sui generis καταναλωτικές σχέσεις, καθώς ο έλεγχος και η επαλήθευση της ποιότητας και της απόδοσής τους καθίστανται εξόχως δυσχερείς και οι κίνδυνοι που εγκυμονούν εμφανίζονται απρόβλεπτοι για τις δυνάμεις και τις γνώσεις του αντισυμβαλλομένου του πιστωτικού ιδρύματος. Με άλλα λόγια, οι ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο αποταμιευτής ή ο επενδυτής τραπεζικού ιδρύματος για να διαμορφώσει την απόφασή του είναι κατά τεκμήριο συγκεντρωμένες στην πλευρά του ίδιου του πιστωτικού ιδρύματος.

Έτσι, αν, στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών εκδηλωθεί συμπεριφορά του προμηθευτή – παρόχου μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια (ΑΠ 535/2012). Σημειώνεται ότι για αξιώσεις, που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων του Ν. 2251/1994 ισχύει η γενική εικοσαετής παραγραφή (249 ΑΚ)

Περαιτέρω, ως εμπορική πρακτική νοείται μεταξύ άλλων, «κάθε πράξη, παράλειψη, τρόπος συμπεριφοράς ή εκπροσώπησης, εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης και του marketing ενός εμπορεύματος, άμεσα συνδεόμενη με την προώθηση, πώληση ή προμήθεια ενός προϊόντος σε καταναλωτές» (βλ. ΔΕΕ, απόφαση από 23.4.2009, συνεκδ. υπόθ. C-261/2007 και C-299/2007, σκέψη 49). Οι πράξεις και οι παραλείψεις κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών  προφανώς αποτελούν εμπορικές πρακτικές με αυτή την έννοια.

Το άρθρο 9γ του Ν. 2251/1994 προβλέπει ότι :

1. Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που υιοθετούνται πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή που σχετίζεται με συγκεκριμένο προϊόν.

2. Μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη, όταν είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνει ουσιωδώς ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή, στον οποίο φθάνει ή στον οποίο απευθύνεται το προϊόν ή του μέσου μέλους της ομάδας, όταν μια εμπορική πρακτική απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη ομάδα καταναλωτών […]“.

Περαιτέρω, το άρθρο 9ε του Ν. 2251/1994 ορίζει ως παραπλανητικές παραλείψεις, μεταξύ άλλων, τις εξής εμπορικές πρακτικές :

1. Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε […]

4. Στην περίπτωση της πρόσκλησης για αγορά, θεωρούνται ουσιώδεις οι ακόλουθες πληροφορίες, αν δεν είναι ήδη προφανείς από το συγκεκριμένο πλαίσιο : (α) τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, στο βαθμό που ενδείκνυνται σε σχέση με το μέσο και το προϊόν […]”.

Οι παραλείψεις στην πληροφόρηση γύρω από το είδος και τον βαθμό διακινδύνευσης των προτεινόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων αποτελούν ειδικότερα «παραπλανητικές παραλείψεις» με την έννοια του άρθρου 9ε του Ν. 2251/1994 (βλ. Βλ. σχετ. Δελούκα- Ιγγλέση, ΔικΠροστΚαταναλωτή (επιμ. Αλεξανδρίδου), 2008, άρθρα 9, 9α-9θ, αριθ. 161 επ., Βασιλόπουλο, Δίκαιο προστασίας καταναλωτών, (επιμ. Δούβλη-Μπώλου), 2008, Ι, σελ. 640 επ.). Τέτοιες παραλείψεις αποτελούν εμπορικές πρακτικές με αθέμιτο χαρακτήρα, καθώς επηρεάζουν κατά ανεπίτρεπτο τρόπο τις προθέσεις του επενδυτή – καταναλωτή και τον οδηγούν να αποφασίζει τη σύναψη συναλλαγών, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε.

Σε περίπτωση που λάβει χώρα αθέμιτη εμπορική πρακτική στα πλαίσια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ο επενδυτής – καταναλωτής μπορεί να εγείρει αγωγή κατά του προμηθευτή – παρόχου τέτοιων υπηρεσιών για την κάλυψη της ζημίας, που υπέστη (άρθρο 9 θ του Ν 2251/1994).

Ευθύνη Παρόχων Επενδυτικών Υπηρεσιών με Βάση τις Γενικές Διατάξεις του Αστικού Κώδικα
Σύμφωνα με τις διατάξεις του γενικού ενοχικού δικαίου ενοχικό δικαίωμα είναι εκείνο κατά το οποίο με βάση τη δικαιοπραξία ή το νόμο ο δανειστής έχει την εξουσία να αξιώσει από τον οφειλέτη ορισμένη παροχή, είτε πρόκειται για πράξη ή παράλειψη είτε για ανοχή (287 ΑΚ). Επομένως, οι συμβατικές υποχρεώσεις του δανειστή απέναντι στον οφειλέτη δύνανται να στηρίζονται πέρα από τη σύμβαση και σε αναγκαστικού δικαίου ειδικές διατάξεις νόμων, οι οποίες ρυθμίζουν ευθέως την σχετική έννομη σχέση ανεξάρτητα από τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών. Περαιτέρω, ανήκει στις γενικές αναγκαστικού δικαίου διατάξεις και η ενοχική υποχρέωση του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (288 ΑΚ).

Στα πλαίσια σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ο πάροχος τέτοιων υπηρεσιών φέρει τόσο τις υποχρεώσεις, που απορρέουν ευθέως από τη σύμβαση, όσο και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις γενικότερες περί καλής πίστεως διατάξεις των άρθρων 174, 200, 281 και 288 ΑΚ ως προς τις συμβατικές δεσμεύσεις, καθώς είναι αναγκαστικού χαρακτήρα (βλ. Ψυχομάνη Σ., Ευθύνη τραπεζών και εποπτικών αρχών έναντι επενδυτών και καταθετών, ΝοΒ 57/2009, σ. 2316). Έτσι, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να εκπληρώνει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΚ 288). Οφείλει ιδίως να απέχει ενεργειών ή παραλείψεων, που θα μπορούσαν να βλάψουν άμεσα ή έμμεσα τα συμφέροντα του επενδυτή – πελάτη.

Σε περίπτωση που ο πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών αθετεί τις υποχρεώσεις του αυτές από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των στελεχών του, τότε ευθύνεται σε αποζημίωση του επενδυτή – πελάτη, που περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του τελευταίου (θετική ζημία), καθώς  και  τυχόν διαφυγόν κέρδος (298 και 330 ΑΚ). Σημειώνεται ότι για αξιώσεις, που απορρέουν από τις παραπάνω γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα ισχύει η γενική εικοσαετής παραγραφή (249 ΑΚ)

Όλες τις ως άνω υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν, ούτως ή άλλως, από τις γενικές διατάξεις, συγκεκριμενοποιεί σε σχέση με τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ο νόμος 3606/2007 (βλ. Ψυχομάνη Σ., Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 8-9/2010, σ. 863 επ.), προηγουμένως δε οι ταυτόσημου περιεχομένου διατάξεις του ισχύσαντα ΚΔΕΠΕΥ (βλ. Γεωργιάδη Γ., Οι υποχρεώσεις της Τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ 2008, 873).

Η Αδικοπρακτική Ευθύνη από την Παροχή Επενδυτικών Υπηρεσιών
Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι  προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι οι εξής : (1) ανθρώπινη συμπεριφορά που μπορεί να συνίσταται σε θετική ενέργεια (πράξη) ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας, (2) η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη, (3) υπαιτιότητα (πταίσμα) του δράστη, που εκδηλώνεται είτε με τη μορφή του δόλου είτε με τη μορφή της αμέλειας, (4) επέλευση ζημίας και (5) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας.

Παράνομη, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 535/2012).  Εξ άλλου, καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου. Βάσει αυτής, αλλά και από το όλο πνεύμα των κανόνων που ρυθμίζουν τις συναλλαγές, ιδρύεται υποχρέωση του παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών να προστατεύει τα συμφέροντα των επενδυτών – πελατών της, των οποίων αναδέχθηκε τη διαχείριση, και να τους ενημερώνει καταλλήλως. Έτσι, η παράλειψη παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών να προβαίνει σε τέτοιες ενημερώσεις, όταν αυτές είναι αναγκαίες, συνιστά παράλειψη οφειλόμενης κατά την καλή πίστη ενέργειας, η οποία ανάγεται σε αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως (ΑΠ 821/2004, ΔΕΕ 2/2006).

Περαιτέρω, η παράβαση των κανόνων δεοντολογίας στοιχειοθετεί αδικοπρακτική ευθύνη (ανεξάρτητη ή συρρέουσα με τη σύμβαση) υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, καθόσον πρόκειται για παραβίαση ενός τιθέμενου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ταγμένου στην προστασία της περιουσίας τρίτων (βλ. ΠολΠρΣπάρτης 24/ 2006, ΔΕΕ 2006, σελ. 404-407).

Η υπαίτια παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του Ν 3606/2007 υποχρεώσεων -και προηγουμένως των ιδίου περιεχομένου διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ- συνιστά «παρανομία» με την έννοια της ΑΚ 914. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση για ευθύνη από αδικοπραξία (βλ. Ψυχομάνη Σ., Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 8-9/2010, σ. 863 επ.).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 919 ΑΚ ορίζεται ότι “(ό)ποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Συνεπώς, ευθύνη πιστωτικού ιδρύματος με βάση το άρθρο 919 ΑΚ από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών υφίσταται, εφόσον υπάρχει (α) αντίθεση συμπεριφοράς στα χρηστά ήθη και β) πρόθεση επαγωγής ζημίας, αρκούντος και του ενδεχόμενου δόλου. Συνεπώς, ο πάροχος επενδυτικών υπηρεσιών δεν είναι αναγκαίο να επιδιώκει την επαγωγή ζημίας, αλλά αρκεί να προβλέπει από τη συμπεριφορά του ότι μπορεί να προκληθεί ζημία στην περιουσία του επενδυτή – πελάτη και παρόλο αυτά να προβαίνει στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, αποδεχόμενος το ενδεχόμενο αυτό. Δεν απαιτείται γνώση ή πρόβλεψη της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του τρόπου επέλευσης της. Αρκεί ο ζημιώσας να διαβλέπει τουλάχιστον το είδος της (περιουσιακή ζημία) και τη γενική κατεύθυνση της.

Νομική Συμβουλή : Αν έχετε απωλέσει χρήματα από επενδυτικές υπηρεσίες, τυχόν παράβαση οποιασδήποτε από τις παραπάνω υποχρεώσεις από την τράπεζα, που σας παρείχε τις σχετικές υπηρεσίες, σας δίνει το δικαίωμα σε αποκατάσταση της περιουσιακής σας ζημίας και σε χρηματική ικανοποίηση για τυχόν ηθική βλάβη.