Η Άρση της Αυτοτέλειας της Ανώνυμης Εταιρείας

Είναι συχνό το φαινόμενο στις εμπορικές συναλλαγές ορισμένοι επιχειρηματίες να οχυρώνονται πίσω από ανώνυμες εταιρείες, για να αποφεύγουν προσωπικά τους χρέη. Είναι ευρέως γνωστό ότι η ανώνυμη εταιρεία αποτελεί προνομιακή μορφή επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, αφού για τα χρέη της ΑΕ δεν ευθύνονται οι μέτοχοι με την προσωπική τους περιουσία. Η μη ευθύνη των μετόχων της ΑΕ στηρίζεται στη θεμελιώδη αρχή της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων. Επιδέχεται όμως εξαιρέσεις, όταν προκύπτουν φαινόμενα κατάχρησης.

Η αρχή της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων επινοήθηκε με σκοπό τη χρηστή διαχείριση των επιχειρηματικών κινδύνων και, κατ’ επέκταση, την ενθάρρυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Βάσει αυτής είναι δυνατή η ανάληψη επιχειρηματικού ρίσκου μέχρι κάποιο ποσό, χωρίς το φυσικό πρόσωπο – επιχειρηματίας να ευθύνεται έναντι τρίτων με το σύνολο της περιουσίας του. Ειδικώς η ανώνυμη εταιρεία είναι μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας, δηλαδή νομικού προσώπου με σωματειακή οργάνωση, στην οποία η αρχή της αυτοτέλειας, όπως περιγράφεται παραπάνω, βρίσκει την πιο αυστηρή της εφαρμογή.

Εντούτοις, η αρχή της αυτοτέλειας δεν είναι απόλυτη αλλά κάμπτεται κατ’ εξαίρεση, όταν αυτός ο διαχωρισμός, που δημιουργεί αυτοτελή νομικά κέντρα βουλήσεων και συμφερόντων, μπορεί κατά τις περιστάσεις να μην είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε ευθέως με βάση ειδική διάταξη (π.χ. άρθρα 23α §§ 5, 6 και 83 § 2 ν. 2190/ 1920), είτε κατά την καλή πίστη (281, 288, 200 ΑΚ), επειδή η ενάσκησή της αντίκειται στους σκοπούς του νόμου, για τους οποίους θεσπίστηκε. Στις περιπτώσεις αυτές, ως κύρωση, επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης, προβάλλει η άρση ή κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου και η ταύτιση νομικού προσώπου και μελών. Στα πλαίσια αυτά έχει κατ’ εξαίρεση κριθεί από την νομολογία των Ελληνικών δικαστηρίων ότι οι κύριοι μέτοχοι ανωνύμων εταιρειών δύνανται υπό προϋποθέσεις να θεωρηθούν συνυπεύθυνοι και με το σύνολο της περιουσίας τους για πράξεις ή παραλείψεις, που αποδίδονται στις ανώνυμες αυτές εταιρείες (ΜΠΑ 5689/2011, ΑΠ 1910/2009).

Νομικό Πλαίσιο
Η αρχή της αυτοτέλειας ή του χωρισμού (trennungsprinzip) αποτελεί γενική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων, με βάση την οποία αναγνωρίζεται στα τελευταία αυτοτελής νομική προσωπικότητα έναντι των μελών τους. Σύμφωνα με την αρχή αυτή το νομικό πρόσωπο αφενός εκλαμβάνεται ως αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αφετέρου διακρίνεται από τα φυσικά πρόσωπα, που το συγκροτούν, ως κάτι ξεχωριστό απ’ αυτά (βλ. Ρήγα, ΝοΒ 2014 : 5).

Η αναγνώριση από τον νόμο αυτοτελούς προσωπικότητας στα νομικά πρόσωπα συνεπάγεται ότι τα τελευταία είναι αυτοτελή υποκείμενα δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 70 ΑΚ οι δικαιοπραξίες που το όργανο διοίκησης νομικού προσώπου επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Έτσι, τα νομικά πρόσωπα αναγνωρίζονται από τον νόμο ως αυτοτελή υποκείμενα δικαίου, που υφίστανται και δρουν ανεξάρτητα από τα μέλη τους, έχουν ικανότητα δικαίου (62 ΑΚ), ικανότητα προς δικαιοπραξία και αδικοπραξία (70, 71 ΑΚ), ικανότητα διαδίκου (62 § α ΚΠολΔ), ικανότητα παράστασης στο δικαστήριο (63 § 1β ΚΠολΔ), ικανότητα σε αναγκαστική εκτέλεση (ΚΠολΔ 904 επ.), ικανότητα σε πτώχευση (ΠτΚ 2 επ.), ικανότητα σε υπαγωγή σε διαδικασία εξυγίανσης (ΠτΚ 99 επ.) και, τελικά, περιουσιακή αυτοτέλεια έναντι των μελών τους.

Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του (ΑΠ 2/2013). Κατά συνέπεια, τα νομικά πρόσωπα, κυρίως εκείνα που έχουν σωματειακή οργάνωση, είναι κατ’ αρχάς αποκλειστικοί φορείς των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη δραστηριότητά τους, ενώ η περιουσία τους δεν συγχέεται, τουλάχιστον a priori, με αυτή των μελών τους (ΜΠΑ 5689/2011).

Η Αυτοτέλεια της Ανώνυμης Εταιρείας
Η αυτοτέλεια της ανώνυμης εταιρείας στηρίζεται τόσο στις γενικές διατάξεις του ΑΚ για τα νομικά πρόσωπα (61 επ. ΑΚ) όσο και στο άρθρο 1 του κ.ν. 2190/1920. Το άρθρο 70 ΑΚ ορίζει ότι «δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο». Το άρθρο 1 του κ. ν. 2190/1920 ορίζει ότι «η ανώνυμη εταιρεία είναι κεφαλαιουχική εταιρεία με νομική προσωπικότητα, για τα χρέη της οποίας ευθύνεται μόνο η ίδια με την περιουσία της».

Με βάση το παραπάνω άρθρο καθιερώνεται ως βασική αρχή του δικαίου της ανώνυμης εταιρείας η αυτοτέλεια αυτής έναντι των μετόχων της ως νομικού προσώπου με ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας. Από τη θεμελιώδη αυτή αρχή απορρέει και η έλλειψη προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης του μετόχου για τα εταιρικά χρέη, με βάση την οποία η ανώνυμη διαφοροποιείται από τις προσωπικές εταιρείες.

Η άρση της αυτοτέλειας της ανώνυμης εταιρείας και η ταύτιση ΑΕ και των μετόχων αυτής λαμβάνει χώρα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας της ανώνυμης εταιρείας ή για την καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων νόμου (174, 281, 288, 200 ΑΚ). Ωστόσο, κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (Ολ ΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική, ΕΠΕ ή ΙΚΕ, βλ. άρθρ. 1 § 3 κ.ν. 2190/1920, 41 § 2 ν. 959/1979, 43α Ν. 3190/1955), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της (ΑΠ 2/2013). Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας ανώνυμης εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η ανώνυμη εταιρεία.

Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης (ΑΠ 2/2013).

Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν να ιδρύσουν μία ανώνυμη εταιρεία, για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, τα οποία προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, και γι’ αυτό δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά στους ίδιους της ευθύνης, που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας.

Η Άρση της Αυτοτέλειας της Ανώνυμης Εταιρείας
Εντούτοις, η αρχή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης της ανώνυμης εταιρείας [ΑΕ] έναντι των μετόχων της υποχωρεί, όταν η χρήση της ανώνυμης εταιρείας γίνεται προς επίτευξη σκοπών διαφορετικών από εκείνους, για την πραγμάτωση των οποίων έχει προορισθεί από την έννομη τάξη να επιδιώκει. Τέτοια χρήση συνιστά η απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της ανώνυμης εταιρείας. Η καταχρηστική αυτή συμπεριφορά δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο, εντάσσεται όμως στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, ώστε οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος.

Για την άρση της αυτοτέλειας της ανώνυμης εταιρίας απαραίτητη προϋπόθεση είναι κατ’ αρχάς η συγκέντρωση των ουσιωδών εξουσιών διαχείρισης και εκπροσώπησης στο εντέλει συνυπεύθυνο φυσικό πρόσωπο, είτε εξαιτίας της μονομετοχικής σύνθεσης της ΑΕ είτε δια της κυριαρχίας ενός βασικού μετόχου είτε και λόγω της ιδιότητας του φυσικού προσώπου (που είναι ο μοναδικός μέτοχος ή κάτοχος του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστή (ΑΠ Ολ 5/1996, ΕλΔ 37/1046). Απαιτείται όμως επιπλέον και η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών τα οποία καταδεικνύουν βούληση του φυσικού αυτού προσώπου για την καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα (Καραβάς, Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου, Α`, 1962, παρ. 131 επ., Παμπούκης, Συνέπειες της εμπορικότητας, 1986, παρ. 44II, Αθ. Λιακόπουλος, ό.π., σελ. 173, Ν. Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, εκδ. 2η, παρ. 32, σ. 166, ΠΠρΠειρ 1742/2001). Τέτοια κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας ΑΕ υπάρχει

(α) όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα, για να καταστρατηγήσει τον νόμο, δηλαδή για να προκαλέσει δολίως ζημιά σε τρίτο ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (ΑΠ Ολ 2/2013, ΑΠ 330/2010, ΧρΙδΔ 2011. 207 ΑΠ 1910/2009, ΕφΑΔ 2010. 913 με παρατηρήσεις Κ. Ρήγα, ΠολΠρΠειρ 1673/2003, ΔΕΕ 2003/791, ΕΕμπΔ 2004/80, 535, ΠΠρΠειρ 4208/1999 ΝοΒ 2000, 82, ΠολΠρΠειρ 2400/2010, ΔΕΕ 2011/59).

(β) όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για δόλια πρόκληση βλάβης σε τρίτον [ ΕφΠειρ 225/2010 ό.π., ΜΠρΘεσ 8458/2013 ό.π.].

(γ) όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για αποφυγή εκπλήρωσης των εταιρικών και ατομικών υποχρεώσεων [ΕφΠειρ 369/2010 ΕΕμπΔ 2012,115, ΜΠρΘεσ 8458/2013 ό.π.].

Έχουν κριθεί νομολογιακά ως συγκεκριμένες συμπεριφορές κατάχρησης της αυτοτέλειας ΑΕ οι παρακάτω:

  • Σύγχυση της περιουσίας της ΑΕ με την ατομική με αποτέλεσμα την αθέμιτη μεταφορά των κινδύνων της επιχειρηματικής δραστηριότητας στους δανειστές – Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν ο μοναδικός ή κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος ή και νόμιμος εκπρόσωπός της χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως. Τούτο συμβαίνει κυρίως στην περίπτωση, που αυτός μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία ή μετρητά της ΑΕ  στην ατομική του περιουσία είτε απευθείας είτε μέσω παρένθετων προσώπων (ΑΠ Ολ. 2/2013, ΑΠ 1910/2009, ΕφΑΔ 2010 : 913, ΑΠ 9/2009, ΔΕΕ 2009 : 800, ΕφΠειρ 369/2010, ΕΝΔ 2011 : 319, Λ. Γεωργακόπουλος, Το δίκαιο των εταιριών, τομ. 3ος, 1974, σελ. 547).
  • Υποκεφαλαιοδότηση ή ανεπαρκής χρηματοδότηση της ΑΕ – Ανεπαρκώς χρηματοδοτημένη ή υποκεφαλαιοδοτημένη είναι η ΑΕ, της οποίας το κεφάλαιο είναι προφανώς δυσανάλογο σε σχέση με τις υποχρεώσεις της κατά τους κανόνες της οικονομικής επιστήμης, τα δι-δάγματα της κοινής πείρας και τα συναλλακτικά ήθη. Η ανεπαρκής χρηματοδότηση της ΑΕ τυγχάνει καταχρηστική, όταν γίνεται από την πλευρά του μοναδικού ή κυρίαρχου μέτοχου ή εταίρου για την καταστρατήγηση του νόμου, δηλαδή για τη δόλια πρόκληση ζημίας σε τρίτους ή/και την αποφυγή της εκπλήρωσης υποχρεώσεών έναντι τρίτων (ΑΠ Ολ. 2/2013, Δ. Τζουγανάτος, Νεότερες αντιλήψεις για την ευθύνη των μετόχων ΑΕ, σε 18ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, Τάσεις και προοπτικές του δικαίου της Ανώνυμης Εταιρίας, σελ.180).
  • Εικονικότητα ή Χρήση του Νομικού Προσώπου ως Παρένθετου – Υπό αυτή την έννοια εικονική θεωρείται μία ΑΕ, που δε διαθέτει ξεχωριστή εσωτερική οργάνωση (λ.χ. ανυπαρξία Δ.Σ. και Γ.Σ. ή ίδια επαγγελματική εγκατάσταση) [ΜΠρΞανθ 145/2014 Nomos, ΜΠρΠειρ 543/1998 ΕΕμπΔ 1998,310], καλύπτει δε αθέμιτες επιδιώξεις του μοναδικού ή κυρίαρχου μέτοχου ή εταίρου ή και νομίμου εκπροσώπου της (καταστρατήγηση του νόμου, δόλια πρόκληση ζημίας σε τρίτους ή/και αποφυγή εκπληρώσεως υποχρεώσεων). Απαιτείται λοιπόν ο παραπάνω μέτοχος ή εταίρος να συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία αλλά για δικό του αποκλειστικά όφελος (ΑΠ 1910/2009 ΕΕμπΔ 61 970, ΕφΠειρ 574/2004 ΔΕΕ 2004.1162, ΕφΠειρ 346/2004 ΕΝΔ 32.194, ΑΠ 2/2013, ΕφΠειρ 1605/1988 ΕΝΔ 1989,514, ΠΠρΠειρ 4208/1999 ΝοΒ 2000,82, ΠΠρΘεσ 10399/1999 ΕΕμπΔ 1999,496, ΠΠρΑθ 739/1998 ΕΕμπΔ 1998,795, ΠΠρΠειρ 834/1998 ΕΝΔ 17,302, ΜΠρΠειρ 4543/1998 ΔΕΕ 1999,414). Ωστόσο, για να υπάρξει καταστρατήγηση πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της φαινόμενης καταστάσεως, στην οποία (συναλλαγή) δεν θα προέβαινε, εάν γνώριζε την πραγματικότητα (ΑΠ 101/1990 ΕΕμπΔ 1990,483, ΑΠ 623/1970 ΝοΒ 19,309).
  • Η παράλληλη διεξαγωγή ομοειδών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε εταιρική και ατομική βάση (π.χ. ίδιο ή παρόμοιο σήμα και γενικότερα ταυτόσημα ή ομοιάζοντα διακριτικά γνωρίσματα),
  • Η συνολική συμπεριφορά του προσώπου προς τα έξω, η οποία αποκρούει την ύπαρξη εταιρείας – Τέτοια είναι η συμπεριφορά του εταίρου που δημιουργεί την αντικειμενική εντύπωση της προσωπικής του ευθύνης ή η χρησιμοποίηση της εταιρείας ως alter ego του μετόχου με βάση τις αντιλήψεις των τρίτων.

Δικαστική Προστασία
Η άρση της αυτοτέλειας ΑΕ αποτελεί παρεμπίπτον ζήτημα, που κρίνεται δικαστικά, κατόπιν αιτήματος δανειστή της ΑΕ για την αναγνώριση εις ολόκληρον ευθύνης του μοναδικού ή κυρίαρχου μετόχου ΑΕ για χρέος αυτής. Για το ορισμένο μίας τέτοιας αγωγής απαιτείται να εκτίθενται με μνεία συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών κατά τρόπο σαφή, πλήρη και συνοπτικό τα εξής (ΑΠ 149/2013) :

  1. Ο χαρακτήρας της επίμαχης ΑΕ ως μονοπρόσωπης ή οιονεί μονοπρόσωπης.
  2. Η εκ μέρους του εναγομένου κατάχρηση του θεσμού της ΑΕ εξαιτίας της προφανούς υπέρβασης της καλής πίστης, δηλαδή της απαιτούμενης στις συναλλαγές ευθύτητας και εντιμότητας, από τις αθέμιτες επιδιώξεις του, οι οποίες συνίστανται κυρίως στην καταστρατήγηση ορισμένης ρυθμίσεως, τη δόλια πρόκληση συγκεκριμένης ζημίας ή/και την αποφυγή της εκπλήρωσης ορισμένης υποχρέωσης, εκ του νόμου ή συμβατικής.
  3. Συγκεκριμένη καταχρηστική συμπεριφορά (π.χ. ανεπαρκής χρηματοδότηση της ΑΕ).

Έννομες Συνέπειες της Άρσης
Η άρση της αυτοτέλειας της ανώνυμης εταιρείας συνιστά άρνηση της προεκτεθείσας αρχής του χωρισμού. Έγκειται πιο συγκεκριμένα στην παραγνώριση της αυτοτέλειας της ανώνυμης εταιρείας έναντι των μετόχων της και στην ταύτισή της κατ’ επέκταση μ’ αυτούς, ούτως ώστε έννομες συνέπειες, που αφορούν αποκλειστικά την εταιρεία να ισχύουν και ως προς τους εταίρους της.

Επομένως, η άρση της αυτοτέλειας της ανώνυμης εταιρείας έχει ως έννομη συνέπεια το ότι τόσο η εταιρεία όσο και ο βασικός μέτοχός της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους. Κατά συνέπεια, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας ή κατ’ άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΑΠ Ολ. 2/2013, ΕφΠειρ 213/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 348/2005 ΠειρΝ 2005/310).

Η εις ολόκληρον ευθύνη του μοναδικού ή του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου με την ΑΕ δύναται να θεμελιώνεται είτε στην αναγνώριση της ενδοσυμβατικής του ευθύνης κατά τα άρθρα 477 και 481 του ΑΚ για χρέη της ΑΕ εξαιτίας αθέμιτης μετάθεσης κινδύνου στην ΑΕ από τη δική του στην πραγματικότητα επιχειρηματική δραστηριότητα, είτε στην αναγνώριση της αδικοπρακτικής του ευθύνης κατά το άρθρο 926 ΑΚ εξαιτίας υπαίτιας πρόκλησης ζημίας σε τρίτον δια της κατάχρησης του θεσμού της ΑΕ (ΑΠ Ολ. 2/2013, βλ. και Ρήγα, ΝοΒ 2014, 25).

Η άρση ή κάμψη της νομικής προσωπικότητας χαρακτηρίζεται προσωρινή και περιορισμένη, καθόσον δεν καταλύει τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά την παραμερίζει μόνο για συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε και ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της προστίθεται ως οφειλέτης που ευθύνεται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον (κατ’ ΑΚ 481 ή 926) με το νομικό πρόσωπο για τις ζημιογόνες συνέπειες προς όφελος του (εταιρικού) δανειστή [ ΑΠ Ολ 2/2013, ό.π., ΑΠ 149/2013 ό.π., ΑΠ 689/2013 ό.π., ΑΠ 330/2010 ΕΕμπΔ 2010,915 ΑΠ 309/2009 ό.π., ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 37,1, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΕμπΔ 2013,696, ΕφΠειρ 586/2012 ΔΕΕ 2013,145, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012,30, ΕφΠειρ 369/2010 ό.π., ΕφΠειρ 225/2010 ό.π., ΕφΑθ 1702/2006 ΔΕΕ 2007,322, ΠΠρΘεσ 7941/2013 ΧρΙΔ 2014,31 ΜΠρΘεσ 15191/2014 ό.π., ΜΠρΑθ 1794/2014 Nomos, ΜΠρΘεσ 9724/2013 ό.π., ΜΠρΘεσ 19300/2013 Αρμ 2014,505, ΜΠρΘεσ 2858/2006 Αρμ 2006,1463].

Νομική Συμβουλή : Αν έχετε ληξιπρόθεσμες χρηματικές απαιτήσεις απέναντι σε ανώνυμη εταιρεία, ελέγξτε με δικηγόρο τυχόν δυνατότητα να στραφείτε και κατά του βασικού της μετόχου, αίροντας την αυτοτέλεια της ΑΕ. Μία τέτοια στρατηγική, μολονότι δύσκολο να γίνει δεκτή από τα δικαστήρια, αυξάνει την πίεση σε κακοπληρωτές επιχειρηματίες, θέτοντας αυτούς υπόλογους και με την προσωπική τους περιουσία.