Διαχειριστές Ιστοσελίδων : Νομική Ευθύνη για τη Φιλοξενία Παράνομου Περιεχομένου

Οι ιστότοποι [websites] είναι τα “παράθυρα” του παγκόσμιου ιστού. Mέσω αυτών μία πληροφορία, που αναρτάται στο διαδίκτυο, καθίσταται προσβάσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενο. Με την έλευση του παγκόσμιου ιστού δεύτερης γενιάς [web 2.0], όπως έχει καθιερωθεί να αποκαλείται το σημερινό πιο διαδραστικό διαδίκτυο, ως πιο δημοφιλείς παγκοσμίως αναδείχθηκαν οι ιστότοποι, που δίνουν τη δυνατότητα στους χρήστες τους να αναρτούν δικό τους περιεχόμενο, είτε πρόκειται για έργα λόγου, ήχου ή εικόνας, είτε για κινηματογραφικά έργα και έργα πολυμέσων [λ.χ. facebook, twitter, youtube, wikipedia, μπλογκς]. Οι νέες βελτιωμένες δυνατότητες αμφίδρομης διαδικτυακής επικοινωνίας έχουν έτσι οδηγήσει σε μία έκρηξη της ποσότητας της διακινούμενης πληροφορίας, με τεράστια κοινωνικά οφέλη για τις προσωπικές ελευθερίες, τον πολιτισμό, την πολιτική και την οικονομία. Η διατήρηση και διεύρυνση των δυνατοτήτων του διαδικτύου για την ανθρώπινη επικοινωνία δε μπορεί παρά να συνιστά σκοπό δημοσίου συμφέροντος.

Εντούτοις, η δυνατότητα του οποιουδήποτε χρήστη να αναρτά και να καθιστά προσβάσιμο μέσω ιστοτόπων το περιεχόμενο της επιλογής του έχει διευκολύνει όχι μόνο τις κοινωνικά ωφέλιμες αλλά και τις κοινωνικά επιζήμιες χρήσεις του διαδικτύου. Σε τέτοιες περιπτώσεις κατάχρησης το δημόσιο συμφέρον της ελεύθερης ροής της πληροφορίας έρχεται σε σύγκρουση με την αναγκαιότητα καταπολέμησης του ηλεκτρονικού εγκλήματος και προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων από τις αντικοινωνικές χρήσεις του διαδικτύου. Λόγω της νευραλγικής τους θέσης ως μεσαζόντων του διαδικτύου και παρόχων των σχετικών υπηρεσιών, στις οποίες στηρίζεται ο παγκόσμιος ιστός δεύτερης γενιάς, οι διαχειριστές ιστοτόπων αποτελούν τελικά τους φορείς, επί των οποίων λαμβάνει χώρα η δικαιοπολιτική άρση της σύγκρουσης ανάμεσα στους παραπάνω σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Στα πλαίσια αυτά η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προβεί σε μία εξισορρόπηση ανάμεσα στους παραπάνω αντιτιθέμενους σκοπούς, αναγνωρίζοντας ήδη από το 2000 ένα ιδιότυπο καθεστώς νομικής ασυλίας για τους διαχειριστές ιστοτόπων σε σχέση με περιεχόμενο τρίτων, το οποίο φιλοξενούν. Η ασυλία αυτή δεν είναι απόλυτη αλλά υπό όρους υποχωρεί, θεμελιώνοντας για τους διαχειριστές ιστοτόπων υποχρεώσεις αλλά, ενίοτε, και νομικές ευθύνες.

Ορισμοί
Ως προς την ευθύνη τους για το διαδικτυακό περιεχόμενο τρίτων, που φιλοξενούν, οι διαχειριστές ιστοτόπων και ιστολογίων χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας (άρθρο 1 § β του ΠΔ 131/2003) και, συγκεκριμένα, ως μεσάζοντες της κοινωνίας της πληροφορίας, που προβαίνουν σε φιλοξενία πληροφοριών (άρθρα 11 και 13 του ΠΔ 131/2003).

Ως υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ορίζονται οι υπηρεσίες που συνήθως παρέχονται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα, εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών (άρθρο 2 § 2 του ΠΔ 39/2001 σε ενσωμάτωση της Οδηγίας 98/34/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 98/48/ΕΚ). Τέτοιες είναι και οι κάθε είδους υπηρεσίες, που παρέχονται μέσω ιστοτόπων σε χρήστες.

Νομικό Πλαίσιο
Η ευθύνη των μεσαζόντων της κοινωνίας της πληροφορίας σε σχέση με το μεταδιδόμενο, αποθηκευόμενο ή φιλοξενούμενο διαδικτυακό περιεχόμενο ρυθμίζεται στα άρθρα 11 – 14 του ΠΔ 131/2003, με το οποίο ενσωματώθηκαν στην Ελληνική έννομη τάξη οι σχετικές διατάξεις της Οδηγίας 2000/31/ΕΚ για το ηλεκτρονικό εμπόριο.

Το παραπάνω Προεδρικό Διάταγμα διαχωρίζει τους μεσάζοντες της κοινωνίας της πληροφορίας ανάλογα με τις υπηρεσίες, που αυτοί παρέχουν, προβλέποντας για κάθε κατηγορία μεσαζόντων διαφορετικές υποχρεώσεις και ευθύνες. Έτσι, κατατάσσει τους διαχειριστές ιστοτόπων και ιστολογίων ως προς την ευθύνη τους για το διαδικτυακό περιεχόμενο τρίτων ως φορείς παροχής φιλοξενίας πληροφοριών και καθορίζει την ευθύνη τους στα άρθρα 13 και 14 αυτού.

Η Δημιουργία Ιστοτόπων και Ιστολογίων ως Δικαίωμα στην ΚτΠ
Κατ’ αρχάς, η δημιουργία και διαχείριση ιστοτόπων και ιστολογίων καθώς και η δημοσίευση έργων λόγου και τέχνης στο διαδίκτυο αποτελούν νόμιμα δικαιώματα, και πιο συγκεκριμένα, αναγνωρίζονται και προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως εκφάνσεις των ακόλουθων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών :

  • Της ελευθερίας έκφρασης, που περιλαμβάνει το δικαίωμα της διαμόρφωσης, της κατοχής, της έκφρασης, της διάδοσης, της λήψης ή ακόμα και της αποσιώπησης μίας γνώμης και θεμελιώνει αξίωση με αρνητικό περιεχόμενο για αποχή της κρατικής εξουσίας από επεμβάσεις στην παρεμπόδιση της άσκησης της ελευθερίας αυτής (14 παρ. 1 Σ, 10 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 19 παρ. 2 ΔΣΑΠΔ, 11 ΧΘΔΕΕ).
  • Της ελευθερίας πληροφόρησης στην ενεργητική της μορφή, δηλαδή του δικαιώματος του πληροφορείν, που θεμελιώνει αξίωση με αρνητικό περιεχόμενο για αποχή της κρατικής εξουσίας από επεμβάσεις στην παρεμπόδιση της άσκησης της ελευθερίας αυτής, λειτουργώντας όμως και ως πολιτικό δικαίωμα με ενεργητικό περιεχόμενο, καθώς διευκολύνει το σχηματισμό της πολιτικής βούλησης και εγγυάται τη συνειδητή συμμετοχή των πολιτών στον έλεγχο της εξουσίας (5Α παρ. 1 Σ).
  • Του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, το οποίο περιλαμβάνει την αξίωση πρόσβασης τόσο στην υλικοτεχνική υποδομή της κοινωνίας της πληροφορίας όσο και στην ίδια την πληροφορία που διακινείται ηλεκτρονικά και το οποίο θεμελιώνει την υποχρέωση αποχής του κράτους από ενέργειες που περιορίζουν την απρόσκοπτη πρόσβαση και συμμετοχή των ατόμων στα αγαθά και τις εφαρμογές της κοινωνίας της πληροφορίας, ενώ από την άλλη δεσμεύει το κράτος σε θετικές ενέργειες με σκοπό την κατ’ αρχήν ισότιμη πρόσβαση όλων σε αυτήν (5Α § 2 Σ). Όπως έχει άλλωστε κριθεί και από τον ειδικό εισηγητή των Ηνωμένων Εθνών για την ελευθερία της έκφρασης, η πρόσβαση στις πληροφορίες μέσω διαδικτύου είναι ουσιώδης σε μια δημοκρατική κοινωνία (Report of the Special Rapporteur on the promotion and protection of the right to freedom of opinion and expression, UN Doc. A/66/290 της 10ης Αυγούστου 2011, σημείο 87).
  • Της επιχειρηματικής ελευθερίας η οποία ισχύει και για φορείς όπως οι διαχειριστές εμπορικών ιστοτόπων δυνάμει του άρθρου 16 του Χάρτη (βλ. ΔικΕΕ, Απόφαση Promusicae, C-275/06, σκέψη 68, Απόφαση Scarlet Extended, C-70/10, σκέψεις 45 – 46).

Η δημιουργία και διαχείριση ιστοτόπων και ιστολογίων δύναται επίσης να ασκείται και ανώνυμα / ψευδώνυμα. Η ελευθερία της ανώνυμης / ψευδώνυμης διαδικτυακής έκφρασης κρίνεται άξια προστασίας, καθώς η υποχρεωτικά επώνυμη έκφραση ενδέχεται να επηρεάζει αρνητικά το περιεχόμενο του μηνύματος καθώς και να οδηγεί σε περιορισμό της πολυμορφίας του δημοσίου διαλόγου εξαιτίας πιθανών δυσμενών συνεπειών στο πρόσωπο του εκφέροντος γνώμη. Η προστασία από το κράτος της ανώνυμης / ψευδώνυμης έκφρασης θεμελιώνεται επίσης στην θεσμική εγγύηση της ελεύθερης και πλουραλιστικής πληροφόρησης, η οποία δύναται να περιοριστεί σημαντικά, αν η ενάσκηση της ελευθερίας έκφρασης καταστεί υποχρεωτικά επώνυμη. Περαιτέρω, η ανώνυμη χρήση του διαδικτύου αποτελεί σήμερα ένα από τα μέσα άμυνας του πολίτη από τις επιθέσεις στην ιδιωτική του ζωή (βλ. και Σύσταση R (99) του Συμβουλίου της Ευρώπης). Κατά συνέπεια, η προστασία του δικαιώματος στην ανώνυμη / ψευδώνυμη δημιουργία και διαχείριση ιστοτόπων και ιστολογίων είναι σημαντικό μέσο για την αυτοπροστασία του ατόμου από την παρακολούθησή του και, τελικά, την προσβολή του εννόμου του αγαθού στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό.

Οι ελευθερίες της δημιουργίας και διαχείρισης ιστοτόπων και ιστολογίων και της δημοσίευσης έργων λόγου και τέχνης στο διαδίκτυο δεν θεμελιώνουν μόνο αξιώσεις των χρηστών του διαδικτύου απέναντι στο κράτος αλλά τριτενεργούν και αναπτύσσουν οριζόντιο αποτέλεσμα στις σχέσεις μεταξύ χρηστών του διαδικτύου και διαχειριστών ιστοτόπων, οι οποίες από τη φύση τους διακρίνονται από έντονο χαρακτήρα εξουσίασης και, συνεπώς, αποτελούν σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες τέτοιες ελευθερίες προσιδιάζουν (Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Öztürk κατά Τουρκίας της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, αριθ. προσφυγής 22479/93, Recueil des arrêts et décisions 1999-VI, § 49). Συνεπώς, για το περιεχόμενο, που φιλοξενούν, οι διαχειριστές ιστοτόπων δεν ευθύνονται μόνο απέναντι στο κράτος αλλά, κυρίως, απέναντι στους χρήστες – πελάτες τους.

Οι Περιορισμοί του Δικαιώματος στη Δημιουργία και Διαχείριση Ιστοσελίδων
Το δικαίωμα στη δημιουργία και διαχείριση ιστοτόπων και ιστολογίων δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα αλλά υπόκειται σε περιορισμούς. Έτσι, τελεί υπό την γενική επιφύλαξη υπέρ του νόμου και οριοθετείται ρητώς από περιορισμούς, που θεσπίζονται με τυπικό νόμο, δικαιολογούνται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων, και είναι απολύτως αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Συνεπώς, το δικαίωμα στη δημιουργία και διαχείριση ιστοτόπων και ιστολογίων δε μπορεί παρά να βρίσκει τα όρια του, στις περιπτώσεις που το φιλοξενούμενο σε ιστότοπους και ιστολόγια διαδικτυακό περιεχόμενο, έστω και αν έχει αναρτηθεί από τρίτα πρόσωπα, προσβάλλει παρανόμως θεμελιώδη δικαιώματα και συμφέροντα τρίτων, όπως, μεταξύ άλλων, :

  1. Δικαιώματα πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας τρίτων (Ν. 2121/1993, άρθρα 121 – 196 Ν. 4072/2012 κτλ).
  2. Την τιμή και την υπόληψη τρίτων, όπως συμβαίνει όταν μέσω του φιλοξενούμενου περιεχομένου τελούνται εγκλήματα κατά της τιμής (361 επ. ΠΚ).
  3. Την ανηλικότητα, όπως συμβαίνει όταν μέσω του φιλοξενούμενου περιεχομένου τελούνται εγκλήματα παιδικής πορνογραφίας (348Α ΠΚ).
  4. Τη δημόσια αιδώ, όπως συμβαίνει όταν μέσω του φιλοξενούμενου περιεχομένου τελούνται εγκλήματα περί ασέμνων (άρθρα 29 και 30 Ν. 5060/1931).
  5. Ποινικά αδικήματα έκφρασης ρατσιστικών απόψεων και δημόσιας υποκίνησης ρατσιστικής βίας (Ν. 927/1979).

Στις παραπάνω περιπτώσεις το ΠΔ 131/2003 προβλέπει τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις καθώς και την νομική ευθύνη των διαχειριστών ιστοτόπων σε σχέση με το φιλοξενούμενο παράνομο περιεχόμενο. Βασικές επιλογές του νομοθέτη είναι αφενός η θεμελίωση της απουσίας μίας γενικής υποχρέωσης των διαχειριστών ιστοτόπων να ελέγχουν το περιεχόμενο, που φιλοξενούν, και αφετέρου η γέννηση υποχρεώσεων και ευθυνών όχι προκαταβολικά αλλά μόνο με χρονική αφετηρία τη λήψη γνώσης από αυτούς του παράνομου χαρακτήρα του φιλοξενούμενου περιεχομένου.

Έτσι, έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ ότι το δικαίωμα διαχειριστή ιστοτόπου στην ελευθερία της έκφρασης δεν περιορίζεται υπέρμετρα ούτε με τρόπο μη αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία, σε περίπτωση που αναγνωρίζεται ευθύνη του τελευταίου για σχόλια που έχουν γραφτεί από τρίτα μέρη στον ιστότοπο, του οποίου έχει τη διαχείριση. Το δε γεγονός ότι οι πραγματικοί συντάκτες των σχολίων ήταν κατ’ αρχήν υπεύθυνοι δεν αίρει τον νόμιμο στόχο του καταλογισμού ευθύνης στον διαχειριστή του ιστοτόπου για κάθε βλάβη της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων (ΕΔΔΑ, απόφ. της 10.10.2013, υπόθ. Delfi AS κατά Εσθονίας προσφ. Νο 64569/2009).

Απουσία Γενικής Υποχρέωσης Ελέγχου & Αφαίρεση Φιλοξενούμενου Περιεχομένου με Διοικητική / Δικαστική Απόφαση
Οι διαχειριστές ιστοτόπων και ιστολογίων δεν έχουν γενική υποχρέωση ελέγχου του περιεχομένου τρίτων, που φιλοξενούν. Επιπλέον, δεν έχουν γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι τέτοιο περιεχόμενο είναι παράνομο (άρθρο 14 § 1 του ΠΔ 131/2003).

Εντούτοις, τυχόν έλλειψη ευθύνης των διαχειριστών ιστοτόπων για το φιλοξενούμενο παράνομο περιεχόμενο δεν αναιρεί τη δυνατότητα κάθε προσβαλλόμενου τρίτου να επιβάλλει δικαστικά ή διοικητικά σε αυτούς την παύση ή την πρόληψη της προσβολής, που προκύπτει από το φιλοξενούμενο παράνομο περιεχόμενο (άρθρο 14 § 3 του ΠΔ 131/2003, σκέψη 45 Οδηγίας 2000/31/ΕΚ). Επιπρόσθετα, κατόπιν αίτησης του ζημιωθέντα το Μονομελές Πρωτοδικείο μπορεί να διατάσσει οποιοδήποτε πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο. Στην περίπτωση αυτή χορηγείται υποχρεωτικώς και προσωρινή διαταγή κατά το άρθρο 691 § 2 του ΚΠολΔ (άρθρο 17 του ΠΔ 131/2003, ΜΠΑ 11339/2012).

Σχετικώς, στον Ν. 2121/1993 για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας προβλέπεται ότι οι δικαιούχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν το δικαίωμα να ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά διαμεσολαβητών, οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιούνται από τρίτους για την προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων (άρθρο 64 Α Ν. 2121/1993, άρθρα 8 § 3 Οδηγίας 2001/29/ΕΕ και 11 § 3 Οδηγίας 2004/48/ΕΕ, σκέψη 59 Οδηγίας 2001/29/ΕΕ). Στην έννοια του διαμεσολαβητή έχει κριθεί ότι εμπίπτουν και οι μεσάζοντες του διαδικτύου (Βλ. ΔικΕΕ,C-70/10, σκέψη 30).

Τα διατασσόμενα ασφαλιστικά μέτρα δύνανται να είναι όχι μόνο κατασταλτικά αλλά και προληπτικά της προσβολής (άρθρο 64 § 3 Ν. 2121/1993, βλ. και ΔικΕΕ,C-324/09, L’Oréal κ.λπ., σκέψη 131). Παρ’ όλα αυτά, τυχόν αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, που λαμβάνονται με βάση το άρθρο 64 Α Ν. 2121/1993, δεν επιτρέπεται να θίγουν τις διατάξεις των άρθρων 11 και 14 του ΠΔ 131/2003, όπως λόγου χάρη υποχρεώνοντας παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο σε γενικευμένη επιτήρηση των πληροφοριών που μεταδίδονται μέσω του δικτύου τους (σκέψη 16 Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, άρθρο 2 § 3 α’ Οδηγίας 2004/48/ΕΕ).

Ως προς την ερμηνεία της απουσίας γενικής υποχρέωσης ελέγχου των μεσαζόντων του διαδικτύου το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΔικΕΕ] έχει κρίνει πως διοικητικώς ή δικαστικώς επιβαλλόμενα μέτρα που υποχρεώνουν τέτοιους φορείς για τη μέσω συστημάτων πληροφορικής διακοπή πρόσβασης σε διαδικτυακό περιεχόμενο είναι παράνομα στις ακόλουθες περιπτώσεις  :

  • Εφόσον ο μεσάζοντας του διαδικτύου θέτει σε λειτουργία με αποκλειστικά δικά του έξοδα συστήματα πληροφορικής που είναι περίπλοκα, δαπανηρά και θα λειτουργούν σε μόνιμη βάση, καθώς έτσι προσβάλλεται κατάφωρα η επιχειρηματική ελευθερία του εμπλεκόμενου ΠΠΔ (βλ. ΔικΕΕ,Απόφαση Promusicae, C-275/06, σκέψη 68, Απόφαση Scarlet Extended, C-70/10, σκέψη 48). Αλλά και συγκεκριμένο μέτρο αποκλεισμού απαγορεύεται, εφόσον συνδέεται με σημαντική δαπάνη, ακόμη και αν συνεπάγεται ηπιότερη προσβολή, αφού θίγει με ανεπίτρεπτο τρόπο το πεδίο προστασίας της επιχειρηματικής ελευθερίας (βλ. ΔικΕΕ,Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Pedro Cruz Villalon, της 26ης Νοεμβρίου 2013, Υπόθεση C 314/12, UPC Telekabel Wien GmbH κατά Constantin Film Verleih GmbH et al, σκέψη 95).
  • Εφόσον το διατασσόμενο μέτρο δεν επιτυγχάνει επαρκή και αποτελεσματική διάκριση μεταξύ παράνομου και νόμιμου περιεχομένου, με συνέπεια η λειτουργία τέτοιων συστημάτων να έχει ως αποτέλεσμα – ακόμη και πιθανολογούμενο – τον αποκλεισμό των επικοινωνιών νόμιμου περιεχομένου, αφού έτσι θίγεται με ανεπίτρεπτο τρόπο η ελευθερία πληροφόρησης των πολιτών (βλ. ΔικΕΕ,Απόφαση Promusicae, C-275/06, σκέψη 68, Απόφαση Scarlet Extended, C-70/10, σκέψη 52).
  • Το διατασσόμενο μέτρο συνεπάγεται τη σε συστηματική βάση επεξεργασία του περιεχομένου των μηνυμάτων καθώς και τη συλλογή και την αναγνώριση των διευθύνσεων IP όσων χρηστών αποστέλλουν μηνύματα, αφού τέτοιο μέτρο δεν εναρμονίζεται με το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού των πολιτών (βλ. ΔικΕΕ,Απόφαση Promusicae, C-275/06, σκέψη 68, Απόφαση Scarlet Extended, C-70/10, σκέψη 51).

Σχετικώς έχει κρίνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε δεύτερο μάλιστα βαθμό, ότι οι Οδηγίες 2000/31/ΕΚ, 2001/29/ΕΚ, 2004/48/ΕΚ, 95/46/ΕΚ και 2002/58/ΕΚ είναι αντίθετες προς την επιβολή υποχρεώσεως σε μεσάζοντα του διαδικτύου να θέσει σε λειτουργία σύστημα χρήσεως φίλτρου για το σύνολο των φιλοξενούμενων πληροφοριών, όσον αφορά το σύνολο αδιακρίτως της πελατείας του, προληπτικώς, με δικά του αποκλειστικώς έξοδα και χωρίς χρονικό περιορισμό, ικανό να εντοπίσει παράνομο περιεχόμενο (π.χ. ηλεκτρονικά αρχεία που περιέχουν μουσικά, κινηματογραφικά ή οπτικοακουστικά έργα) με σκοπό να μπλοκάρει την πρόσβαση του κοινού σε αυτό (βλ. ΔικΕΕ,C-70/10, SCARLET v SABAM).

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η επιβολή γενικής απαγορεύσεως σε διαχειριστές ιστοτόπων να καθιστούν δυνατή την πρόσβαση των πελατών τους σε συγκεκριμένο παράνομο περιεχόμενο δεν επιτρέπεται με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο. Τέτοιο μη επιτρεπόμενο μέτρο θα υφίστατο εάν δικαστήριο επέβαλε σε διαχειριστή ιστοτόπου να προβαίνει σε δραστήρια αναζήτηση παράνομου περιεχομένου ή να εφαρμόζει φίλτρα επί του συνόλου των δεδομένων που φιλοξενεί, προκειμένου να εντοπίζει παράνομο περιεχόμενο και να αποκλείει την πρόσβαση σε αυτό (βλ. ΔικΕΕ,Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Pedro Cruz Villalon, της 26ης Νοεμβρίου 2013, Υπόθεση C 314/12, UPC Telekabel Wien GmbH κατά Constantin Film Verleih GmbH et al, σκέψη 78). Αντίθετα, απόφαση επιβολής σε διαχειριστή ιστοτόπου συγκεκριμένου μέτρου αποκλεισμού για συγκεκριμένο περιεχόμενο συνάδει με την υποχρέωση στάθμισης των υπό σύγκρουση θεμελιωδών δικαιωμάτων και μπορεί νομίμως να ληφθεί από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές ή δικαστήρια (βλ. ΔικΕΕ,Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Pedro Cruz Villalon, της 26ης Νοεμβρίου 2013, Υπόθεση C 314/12, UPC Telekabel Wien GmbH κατά Constantin Film Verleih GmbH et al).

Υποχρέωση Ενημέρωσης και Συνεργασίας με τις Αρμόδιες Δημόσιες Αρχές
Δίχως να παραβιάζουν τις διατάξεις περί προστασίας του απορρήτου ή προσωπικών δεδομένων, εφόσον υποπίπτει στην αντίληψή τους, οι διαχειριστές ιστοτόπων και ιστολογίων έχουν την θετική υποχρέωση να ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες κρατικές αρχές ακόμη και για υπόνοιες παράνομου περιεχομένου και να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές κατόπιν αίτησής τους πληροφορίες που διευκολύνουν τον εντοπισμό των χρηστών αυτών (άρθρο 14 § 2 του ΠΔ 131/2003).

Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Ενωσιακή νομοθεσία θεμελιώνει το δικαίωμα των χρηστών στην ανώνυμη / ψευδώνυμη διαδικτυακή επικοινωνία. Έτσι, προβλέπεται ότι ο διαχειριστής ιστοτόπου οφείλει να καθιστά δυνατή τη χρήση και πληρωμή των υπηρεσιών του ανωνύμως ή με ψευδώνυμο (άρθρο 5 παρ. 5 Ν. 3471/2006 σε ενσωμάτωση της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ). Επιπλέον, η χρήση διαδικτυακού ψευδωνύμου αναγνωρίζεται εμμέσως ως δικαίωμα και προστατεύεται όπως το όνομα με βάση το άρθρο 58 του Αστικού Κώδικα.

Για την αποφυγή λοιπόν του ρυθμιστικού βάρους της παραπάνω υποχρέωσης και δεδομένου του δικαιώματος των χρηστών στην ανώνυμη επικοινωνία οι διαχειριστές ιστοτόπων μπορούν να μη διατηρούν προσωπικά δεδομένα των χρηστών τους, όπως λόγου χάρη διευθύνσεις IP, ή να τα διατηρούν για όσο χρονικό διάστημα είναι απολύτως αναγκαίο για την παροχή της σχετικής υπηρεσίας και μετά να τα διαγράφουν. Αν λοιπόν δε διατηρούν πληροφορίες που διευκολύνουν τον εντοπισμό χρηστών – πελατών τους, οι διαχειριστές ιστοτόπων θα πράττουν εντός της νομιμότητας, αν σε σχετικά αιτήματα αρμόδιων δημοσίων αρχών απαντούν ότι δε διαθέτουν τέτοιες πληροφορίες.

Νομική Ευθύνη Διαχειριστών Ιστοσελίδων για τη Φιλοξενία Παράνομου Περιεχομένου
Οι διαχειριστές ιστοτόπων και ιστολογίων δε φέρουν καμία απολύτως ευθύνη, αστική, ποινική ή διοικητική, για το φιλοξενούμενο στις ιστοσελίδες τους περιεχόμενο τρίτων, παρά μόνο στις περιπτώσεις που (άρθρο 13 § 1 και 2 του ΠΔ 131/2003) :

  1. Ο χρήστης, που αναρτά παράνομο περιεχόμενο, ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχό του διαχειριστή του ιστοτόπου, ή
  2. Ο διαχειριστής του ιστοτόπου γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομο περιεχόμενο και ότι, σε ο,τιδήποτε αφορά αξιώσεις αποζημιώσεως, γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει το παράνομο περιεχόμενο, ή
  3. Ο διαχειριστής του ιστοτόπου, μόλις αντιληφθεί ότι φιλοξενεί περιεχόμενο που είναι παράνομο, δεν το αποσύρει ταχέως ή δεν καθιστά ταχέως αδύνατη τη διαδικτυακή πρόσβαση σε αυτό.

Με τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικά καθιερώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση μία διαδικασία εξωδικαστικής λήψης γνώσης και αφαίρεσης διαδικτυακού περιεχομένου [notice and take down], όχι όμως χωρίς αυτή να παρουσιάζει προβλήματα. Με βάση τη διαδικασία αυτή η αποστολή από τον προσβαλλόμενο ή οποιονδήποτε τρίτο ειδοποίησης προς διαχειριστή ιστοτόπου για τον παράνομο χαρακτήρα φιλοξενούμενου περιεχομένου γεννά υποχρέωση του τελευταίου για την ταχεία αφαίρεση του περιεχομένου αυτού. Πλεονέκτημα της παραπάνω διαδικασίας αποτελεί το γεγονός ότι παρέχει έναν τρόπο ταχείας αφαίρεση παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο καθώς και ότι διατηρεί τους διαχειριστές ιστοτόπων σε πλήρη νομική ασυλία πριν τη λήψη της σχετικής ενημέρωσης, επιρρίπτοντας έτσι με σαφή βούληση του νομοθέτη το βάρος της θετικής αναζήτησης και ειδοποίησης για την ύπαρξη παράνομου περιεχομένου στους προσβαλλόμενους τρίτους. Εντούτοις, μειονέκτημα της διαδικασίας είναι το ότι δημιουργεί μία τάση προς την προληπτική λογοκρισία ή την εκ των υστέρων αφαίρεση νομίμου περιεχομένου, αφού υπό τον φόβο της γέννησης ευθυνών δημιουργεί ισχυρά κίνητρα στους διαχειριστές ιστοτόπων, σε περίπτωση αστήρικτων καταγγελιών, αντί να κρίνουν αυτές με αντικειμενικό τρόπο, να προτιμούν να αφαιρούν ακόμη και απολύτως νόμιμο περιεχόμενο.

Αν το παράνομο περιεχόμενο δεν αφαιρείται ή δεν αφαιρείται ταχέως, τότε ο διαχειριστής του σχετικού ιστοτόπου καθίσταται αστικώς και ποινικώς υπεύθυνος για τη σχετική παράβαση, οφείλοντας αφενός αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη στον ζημιωθέντα τρίτο και φέροντας αφετέρου την ευθύνη του απλού ή, ορθότερα, του άμεσου συνεργού σε περίπτωση τέλεσης ποινικού αδικήματος.

Νομική Συμβουλή : Αν διαχειρίζεστε κάποιον ιστότοπο με δυναμικό περιεχόμενο, φροντίστε να έχετε κατάλληλους όρους χρήσης καθώς και μία διαδικασία λήψης γνώσης και αφαίρεσης παράνομου περιεχομένου. Σε περίπτωση που δεχτείτε καταγγελία για φιλοξενία παράνομου περιεχομένου, να προβείτε άμεσα σε έλεγχο της ορθότητας της καταγγελίας και στη συνέχεια σε διακοπή πρόσβασης σε αυτό.

Περισσότερα
Οδηγία 2000/31/ΕΚ.
ΠΔ 131/2003 για το ηλεκτρονικό εμπόριο.