Το Δικαίωμα Αποζημίωσης Πελατείας στις Εμπορικές Συναλλαγές

Ως αποζημίωση πελατείας ορίζεται η εύλογη (δίκαιη) εκείνη αποζημίωση, την οποία δικαιούται ο εμπορικός αντιπρόσωπος μετά τη λήξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, εάν και εφόσον συνέβαλε στη διεύρυνση της σταθερής πελατείας ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους ήδη υφιστάμενους πελάτες του πρώην εντολέα του (Βλ. Μάλου 2014 : 17).

Το δικαίωμα σε αποζημίωση πελατείας αποτελεί ιδιόρρυθμη αξίωση, που έχει χαρακτήρα αμοιβής –και όχι κατ’ ουσίαν αποζημίωσης- του αντιπροσώπου, για την γέννηση της οποίας δεν απαιτείται αντισυμβατική ή παράνομη συμπεριφορά από την πλευρά της οφειλέτιδας αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης.

Ουσιαστικά, με την άσκηση του δικαιώματος ο αντιπρόσωπος αμείβεται για την επιπρόσθετη αξία, την οποία εισέφερε στην αντιπροσωπευόμενη επιχείρηση, χωρίς να έχει λάβει πλήρες αντάλλαγμα, εισφέροντας νέους (σταθερούς) πελάτες και προάγοντας τις υποθέσεις με ήδη υφιστάμενους πελάτες.

Ορισμοί
Σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι η διαρκής, αμφοτεροβαρής ενοχή, με την οποία μία ανεξάρτητη επιχείρηση (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), που καλείται εμπορικός αντιπρόσωπος, αναλαμβάνει έναντι αμοιβής τη με σταθερό και διαρκή τρόπο επιμέλεια των υποθέσεων μίας άλλης επιχείρησης (φυσικού ή νομικού προσώπου), που καλείται κύριος της υπόθεσης ή αντιπροσωπευόμενος (άρθρο 1 § 2 του ΠΔ 219/1991). Στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ο εμπορικός αντιπρόσωπος συναλλάσσεται είτε ως πληρεξούσιος του αντιπροσωπευόμενου, συνάπτοντας εμπορικές πράξεις στο όνομα και για λογαριασμό του δεύτερου, είτε ως ανεξάρτητος διαμεσολαβητής διαπραγματευόμενος για λογαριασμό του εντολέα του την πώληση ή την αγορά προϊόντων / υπηρεσιών.

Σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) είναι η σύμβαση διαρκούς συνεργασίας μεταξύ δύο ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, βάσει της οποίας η μια επιχείρηση (δικαιοπάροχος ή δότης – franchisor) παραχωρεί στην άλλη (δικαιοδόχο ή λήπτρια – franchisee), για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του λεγόμενου «συνόλου» ή «πακέτου» δικαιοχρήσεως, με σκοπό την πώληση συγκεκριμένου τύπου προϊόντων ή υπηρεσιών σε τελικούς χρήστες. Στη σύμβαση δικαιόχρησης ο δικαιοδόχος συναλλάσσεται με τρίτους πάντα στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του κίνδυνο.

Σύμβαση αποκλειστικής διανομής είναι η ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, βάσει της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικά για μία ορισμένη περιοχή στον άλλο (διανομέα) τα εμπορεύματα που έχουν συμφωνηθεί, τα οποία στην συνέχεια ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής δε ρυθμίζεται ειδικώς στον νόμο και, συνεπώς, διέπεται από τις γενικές διατάξεις της σύμβασης εντολής (713 επ. ΑΚ). Βασική διαφορά μεταξύ της σύμβασης δικαιόχρησης και της σύμβασης αποκλειστικής διανομής είναι το γεγονός ότι στη δεύτερη ο αποκλειστικός διανομέας έχει πιο «χαλαρή» σχέση με τον αποκλειστικό του προμηθευτή, αφού δεν λαμβάνει πολλές από τις συνήθεις υπηρεσίες, που προβλέπονται στα πακέτα δικαιόχρησης, όπως λόγου χάρη άδειες χρήσης τεχνογνωσίας και άλλων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ή υπηρεσίες εκπαίδευσης και παροχής εξοπλισμού, ενώ κατά κανόνα δεν καταβάλλει χρηματικά ποσά για το δικαίωμα εισόδου στο σύστημα διανομής και ποσά για διαρκή δικαιώματα.

Νομικό Πλαίσιο
Στην Ελληνική νομοθεσία η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ρυθμίζεται από το άρθρο 9 του ΠΔ 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων», με το οποίο ενσωματώνεται στην Ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 86/653/ΕΟΚ. Η εν λόγω Κοινοτική Οδηγία έχει θεσπιστεί, μεταξύ άλλων, με σκοπό την εξασφάλιση ενός υψηλότερου επιπέδου προστασίας για τους εμπορικούς αντιπροσώπους στις σχέσεις τους με τους εντολείς τους, αναγνωρίζοντας έτσι ότι στη σύμβαση αντιπροσωπείας οι αντπρόσωποι είναι το αδύναμο και άξιο προστασίας μέρος έναντι των αντιπροσωπευόμενων.

Σημειώνεται ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπίας πρέπει να είναι έγγραφη (άρθρο 8 § 1 α’ του ΠΔ 219/1991). Ο έγγραφος τύπος της σύμβασης είναι αποδεικτικός και όχι συστατικός. Επιπλέον, κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο μέρος, αφού το ζητήσει, ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της συμβάσεως, καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της. Δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα (άρθρο 8 § 1 α’ του ΠΔ 219/1991).

Το Δικαίωμα Αποζημίωσης Πελατείας
Σύμφωνα με το άρθρο 9 § 1 α’ του ΠΔ 219/1991 ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση, εάν κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, εφόσον, με βάση όλες τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τις υποθέσεις με τους ίδιους πελάτες, σε συνδυασμό και με την τυχόν ρήτρα μη ανταγωνισμού, παρίσταται ως δίκαιη η καταβολή της αποζημίωσης.

Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, που προσομοιάζει με την αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος με στοιχεία παράλληλα και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Η χορήγηση της αποζημίωσης πελατείας δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας, την οποία υπέστη, όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρο 9 1 γ’ του ΠΔ 291/1). Τέτοια περαιτέρω ζημία μπορεί να είναι η ζημία του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας λύσης της σχετικής σύμβασης από «αναπόσβεστες» επενδύσεις του προηγούμενου διαστήματος (βλ. Μαρίνου, ΧρΙΔ 2011 : 155) ή και λόγω αθεμίτου ανταγωνισμού (ΑΠ 704/2007, ΔΕΕ 2007 :970, ΑΠ 1554/2008, ΝοΒ 2009 : 109). Σε μία τέτοια περίπτωση οι δύο αξιώσεις του εμπορικού αντιπροσώπου [αποζημίωση πελατείας, αποζημίωση για περαιτέρω ζημιά] λειτουργούν σωρευτικά (ΑΠ 1783/2008, ΕφΑθ 961/2008).

Το δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας γεννάται επίσης και όταν ή σύμβαση λύεται λόγω θανάτου του εμπορικού αντιπροσώπου (άρθρο 9 § 1 δ’ του ΠΔ 219/1991). Παραίτηση από το δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας και ανόρθωσης περαιτέρω ζημίας είτε με σύμβαση είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο δεν χωρεί πριν από την λήξη της σύμβασης (άρθρο 9 § 4 του ΠΔ 219/1991). Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε συμφωνία πριν από τη λήξη της σύμβασης, με βάση την οποία χειροτερεύει, άμεσα ή έμμεσα, η εκ του νόμου θέση του αντιπροσώπου σε σχέση με το δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας, απαγορεύεται και είναι άκυρη (πχ ρήτρα περιορισμού του ύψους της αποζημίωσης).

Προϋποθέσεις του Δικαιώματος
Από τις διατάξεις του άρθρου 9 § 1 α’ του ΠΔ 219/1991 προκύπτει ότι για την θεμελίωση του δικαιώματος αποζημίωσης πελατείας πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις :

  • Η λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.
  • Η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης.
  • Η διατήρηση και μετά την λύση της σύμβασης ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, και
  • Η καταβολή της αποζημίωσης να είναι δίκαιη με βάση όλες τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.

Ειδικότερα, ως ωφέλεια επί εμπορικής αντιπροσωπείας νοείται, ό,τι ωφελεί τον αντιπροσωπευόμενο από τη διάρκειά της και διατηρείται απ’ αυτόν μετά τη λύση της σύμβασης. Ως εισφορά νέων πελατών νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου νέων πελατών, δηλαδή πελατών που δεν υπήρχαν προηγουμένως. Ως σημαντική δε προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών μ’ αυτούς (ΑΠ 539/2012, ΑΠ 1129/2011, ΔΕΕ 2012 :259). Αντίστοιχα, διατήρηση των ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπροσωπευόμενο από υποθέσεις με τους νέους ή παλαιούς πελάτες του εμπορικού αντιπροσώπου υπάρχει όχι μόνο όταν επιβιώνουν τυχόν διαρκείς συμβάσεις, που είχε καταρτίσει με τρίτους ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αλλά και όταν από την εκμετάλλευση του γνωστού στον αντιπροσωπευόμενο πελατολογίου του αντιπροσώπου, υπάρχει, για την ίδια περιοχή, εν δυνάμει πελατεία με την προοπτική κέρδους γι’ αυτόν, έστω και αν τα συμβατικά προϊόντα είναι επώνυμα και συνεπώς γνωστά στο καταναλωτικό κοινό, λόγω και των διαφημιστικών ενεργειών του ίδιου του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 139/2006, ΔΕΕ 2006 : 649).

Η καταβολή δίκαιης αποζημίωσης κρίνεται ιδιαίτερα με βάση τις προμήθειες, που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες, που παραμένουν στη σφαίρα επιρροής του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 592/2008, ΔΕΕ 2008 : 1151, ΑΠ 704/2007, ΔΕΕ 2007 : 970, ΕφΑθ 961/2008, ΔΕΕ 2009 : 343).

Λόγοι Έκπτωσης από το Δικαίωμα
Η αποζημίωση πελατείας δεν οφείλεται (άρθρο 9 § 3 του ΠΔ 219/1991) :

α) Όταν η αντιπροσωπευόμενη επιχείρηση καταγγείλει την σύμβαση λόγω υπαιτιότητας του εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο.
β) Όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του.
γ) Όταν μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο, ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.

Ύψος Αποζημίωσης
Η αποζημίωση πελατείας δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου (άρθρο 9 § 1 β’ του ΠΔ 219/1991).

Ως αμοιβή νοείται η προμήθεια, την οποία εισπράττει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τον αντιπροσωπευόμενο, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό του τελευταίου, ενώ ως προμήθεια θεωρείται η μικτή προμήθεια, χωρίς την αφαίρεση των οργανωτικών και διοικητικών δαπανών λειτουργίας της επιχειρήσεως του εμπορικού αντιπροσώπου. Την έννοια της αμοιβής στην σύμβαση αποκλειστικής διανομής, στην οποία ο διανομέας ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του, καταλαμβάνει το κέρδος το οποίο εισπράττει ο τελευταίος από την μεταπώληση του προϊόντος στο όνομα και για λογαριασμό του, και ως τέτοιο θεωρείται, σε περίπτωση ανάλογης εφαρμογής των περί εμπορικής αντιπροσωπείας διατάξεων του ΠΔ 219/1991 και επί συμβάσεως διανομής, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το μικτό κέρδος, ως συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα από την εκτέλεση της συμβάσεως. Στο κέρδος μπορεί να καταλογισθεί και η αμοιβή την οποία εισπράττει ο προμηθευτής ή διανομέας από τις υπηρεσίες που προσφέρει υποχρεωτικά για την εκτέλεση της σύμβασης της εμπορικής αντιπροσωπείας ή διανομής, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές μετά τη λύση της σύμβασης μεταφέρονται στον αντιπροσωπευόμενο και διατηρούνται απ’ αυτόν ως ωφέλεια του τελευταίου, ο οποίος εισπράττει πλέον την αντίστοιχη αμοιβή από τις υπηρεσίες αυτές.

Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της δίκαιης αποζημίωσης πελατείας ανήκει στη διακριτική ευχέρειά του και δεν ελέγχεται αναιρετικά, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, οπότε και δεν νοείται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου (ΑΠ Ολ 16/2013).

Αναλογική Εφαρμογή στις Λοιπές Συμβάσεις Διαμεσολάβησης
Προβλέπεται ρητώς στον νόμο ότι οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991 περί αποζημίωσης πελατείας εφαρμόζονται και στις εμπορικές συμβάσεις αποκλειστικής διανομής, εφόσον ο διανομέας λειτουργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του προμηθευτή του (άρθρο 14 § 4 του Ν. 3557/2007).

Επιπλέον, τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν υπό προϋποθέσεις δεχθεί την ad hoc αναλογική εφαρμογή του άρθρου 9 του ΠΔ 219/1991 για το δικαίωμα αποζημίωσης πελατείας και σε άλλες διαρκείς συμβάσεις διαμεσολάβησης στο εμπόριο, όπως σε συμβάσεις δικαιόχρησης, πρακτορείας ή παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναλογική εφαρμογή της σχετικής διάταξης είναι η ύπαρξη ομοιότητας (όχι ταυτότητας) καταστάσεων, η ύπαρξη παρόμοιας κατάστασης συμφερόντων και, ενόψει του κατεξοχήν προστατευτικού για τον εμπορικό αντιπρόσωπο χαρακτήρα των περισσοτέρων διατάξεων του ΠΔ 219/1991, η διαπίστωση ανάλογης ανάγκης προστασίας. Τέτοια αναλογία υπάρχει όταν η συμβατική σχέση του προμηθευτή με τον διανομέα ομοιάζει λειτουργικά με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ανάλογα με τον βαθμό ένταξης του τελευταίου στην επιχειρηματική οργάνωση του προμηθευτή και εξάρτησής του από τον τελευταίο (ΟλΑΠ 15/2013, ΝοΒ 2013 : 1561, ΟλΑΠ 16/2013, ΝοΒ 2013 : 1562, ΑΠ 139/2006, ΔΕΕ 2006 : 649, ΕφΑθ 269/2003, ΔΕΕ 2003 : 552, ΕφΑθ 5808/2002, ΔΕΕ 2003 : 1088, ΕφΑθ 119/2002, ΕπισκΕΔ 2002 : 425). Η προϋπόθεση αυτή θεμελιώνεται στις περιπτώσεις της ανάθεσης ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού τομέα, της υποχρέωσης ελαχίστων τζίρων, της απαγόρευσης ανταγωνισμού, της υποχρέωσης παράδοσης στοιχείων πελατών και της εγγύησης πρόσβασης στους πελάτες που προσελκύστηκαν από τον διανομέα.

Δικαστική Προστασία
Η δικαστική απαίτηση της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας ασκείται με τακτική αγωγή ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Το βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων θεμελίωσης του δικαιώματος αποζημίωσης πελατείας στη σχετική δίκη το φέρει ο εμπορικός αντιπρόσωπος. Συνεπώς, ο αντιπρόσωπος θα πρέπει να εισφέρει τα σχετικά πραγματικά περιστατικά, που αποδεικνύουν τις εν λόγω προϋποθέσεις, στο ιστορικό της αγωγής του, ώστε η τελευταία να είναι ορισμένη (338 § 1 ΚΠολΔ). Στα πλαίσια αυτά και προκειμένου η αγωγή του να μην απορριφθεί λόγω αοριστίας, ο αντιπρόσωπος θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει με την αγωγή του ότι :

  1. η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας έχει λυθεί,
  2. έχει εισφέρει νέους σταθερούς πελάτης ή έχει προαγάγει σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες,
  3. η αντιπροσωπευόμενη επιχείρηση μετά τη λύση της μεταξύ τους σύμβασης αντλεί ουσιαστικά οφέλη από τα παραπάνω, και
  4. η καταβολή της αποζημίωσης πελατείας κρίνεται δίκαιη ενόψει των περιστάσεων.

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση αποζημίωσης ή ανόρθωσης ζημίας της προηγουμένης παραγράφου εάν δεν γνωστοποιήσει, εξωδίκως με οποιονδήποτε τρόπο ή δικαστικώς με κατάθεση / επίδοση αγωγής, προς τον αντιπροσωπευόμενο εντός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του (άρθρο 9 § 2 του ΠΔ 219/1991). Η αξίωση αποζημίωσης πελατείας περαιτέρω παραγράφεται μετά το πέρας πενταετίας από τη λύση της σχετικής σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.

Νομική Συμβουλή : Αν είστε εμπορικός αντιπρόσωπος ή franchisee ή διανομέας, μην προβείτε σε παραίτηση του δικαιώματός σας σε αποζημίωση πελατείας σε περίπτωση λύσης ή καταγγελίας της σύμβασης με τον εντολέα, δικαιοπάροχο ή προμηθευτή σας και εντός έτους απευθυνθείτε σε δικηγόρο για τη δικαστική διεκδίκηση σχετικού ποσού.

Περισσότερα
ΠΔ 219/1991 περί εμπορικών αντιπροσώπων.
Οδηγία 86/653/ΕΟΚ για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες).