Η Έννοια της Πρωτοτυπίας στο Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας

Το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας παρέχει προστασία στους πνευματικούς δημιουργούς σε σχέση με τα πνευματικά τους έργα. Πιο αναλυτικά, οι πνευματικοί δημιουργοί, με την δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ’ αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα) (άρθρο 1 § 1 του Ν 2121/1993).

Εντούτοις, το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας δεν παρέχει προστασία σε σχέση με όλα τα πνευματικά έργα. Οι ιδέες δεν προστατεύονται, παρά μόνο η συγκεκριμένη μορφή που λαμβάνουν ενσωματωμένες σε πνευματικά έργα. Επιπλέον, για να απολαμβάνει προστασίας, ένα πνευματικό έργο πρέπει να είναι πρωτότυπο.

Ορισμοί
Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, οι μουσικές συνθέσεις, με κείμενο ή χωρίς, τα θεατρικά έργα, με μουσική ή χωρίς, οι φωτογραφίες, τα έργα των εφαρμοσμένων τεχνών, οι εικονογραφήσεις, οι χάρτες, τα τρισδιάστατα έργα που αναφέρονται στη γεωγραφία, την τοπογραφία, την αρχιτεκτονική ή την επιστήμη (άρθρο 2 § 1 του Ν 2121/1993). Η απαρίθμηση των έργων στον νόμο είναι ενδεικτική και δεν αποκλείει την προστασία και άλλων πνευματικών δημιουργημάτων, πέραν όσων ρητώς προβλέπονται.

Από τον παραπάνω ορισμό συνάγεται ότι με τις διατάξεις του Ν. 2121/1993 προστατεύεται κάθε έργο, το οποίο (α) αποτελεί δημιούργημα ανθρώπινου πνεύματος, (β) δίνει μορφή σε μια ιδέα, και (γ) είναι πρωτότυπο. Εφόσον πληρεί τις παραπάνω προϋποθέσεις, το έργο προστατεύεται ανεξάρτητα από την αισθητική ή καλλιτεχνική του αξία, το αν είναι παράνομο ή ανήθικο και από τον προορισμό του (άρθρο 2 §4 Ν 2121/1993).

Προστασία της Μορφής έναντι της Ιδέας
Ουσιώδες κριτήριο για τον διαχωρισμό των στοιχείων ενός πνευματικού έργου, που προστατεύονται, από τα στοιχεία τα οποία δεν προστατεύονται, αποτελεί η διάκριση της ιδέας, που βρίσκεται πίσω από ένα έργο, από την μορφή που παίρνει το έργο αυτό. Έτσι, σε αντίθεση με την μορφή οι ιδέες δεν δύνανται να καταστούν αντικείμενο προστασίας του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας (ΠρΑθ 5480/1935, ΕφΑθ 1410/1959, ΠΠρΑθ 5606/1963, ΠρΑθ 2178/1964, ΠΠρΑθ 710/1971).

Πιο συγκεκριμένα, η προστασία της μορφής έναντι της ιδέας θεμελιώνεται με την αναφορά του άρθρου 2 § 1 Ν 2121/1993 στην έννοια της «μορφής» ως προστατευόμενου στοιχείου του έργου. Επιπλέον, ως προς τα προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή ο νόμος προβλέπει ρητώς πως η προστασία παρέχεται σε κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και δεν εκτείνεται στις ιδέες και στις αρχές, στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο του προγράμματος, περιλαμβανομένων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του (άρθρο 2 § 3 Ν 2121/1993, άρθρο 1 § 2 Οδηγίας 2009/24/ΕΚ και άρθρο 4 της WIPO Copyright Treaty).

Η προστασία της μορφής έναντι της ιδέας από το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας αναγνωρίζεται και σε διεθνές επίπεδο. Το άρθρο 9 § 2 της Συμφωνίας TRIPS προβλέπει ρητά ότι η πνευματική ιδιοκτησία καλύπτει τις δημιουργίες, αλλά όχι τις ιδέες, τις διαδικασίες, τις μεθόδους λειτουργίας ή τις μαθηματικές έννοιες αυτές καθαυτές (Ν 2290/1995, ΦΕΚ 28/Α/1995). Η παραπάνω πρόβλεψη επαναλαμβάνεται σχεδόν αυτούσια στο άρθρο 2 § 1 της Σύμβασης της Βέρνης (Ν. 100/1975)  και στο άρθρο 2 της WIPO Internet Treaty (Ν. 3184/2003, ΦΕΚ 228/A/26-09-2003).

Σκοπός του κανόνα δικαίου, που θεμελιώνει την προστασία της μορφής έναντι της ιδέας, είναι αφενός η διατήρηση της ελεύθερης πρόσβαση των πνευματικών δημιουργών στις ιδέες, προκειμένου μέσω αυτής να καθίσταται δυνατή η δημιουργία νέων πνευματικών έργων, και αφετέρου η δυνατότητα για την εκμετάλλευση μόνο της συγκεκριμένη μορφή, που δίνει κάθε δημιουργός σε μία ιδέα μέσω του έργου του. Κατά συνέπεια, η ιδέα αναγνωρίζεται από τον νόμο ως κοινό κτήμα, δηλαδή ως res communis,  και δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο ιδιωτικών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, παρά μόνο αν πάρει κάποια μορφή. Έτσι, δεν μπορούν λόγου χάρη να περιφραχθούν με ιδιωτικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας οι επιστημονικές εφευρέσεις και θεωρίες ή οι μαθηματικοί αριθμοί και τύποι.

Στην περίπτωση που το έργο δύναται να έχει μόνο μία έκφραση ή όπου η λειτουργία ενός πνευματικού δημιουργήματος επιβάλλει μία και μόνο μορφή σε αυτό, τότε η μορφή με το περιεχόμενο (ιδέα) μπορεί να ταυτίζονται. Στην περίπτωση αυτή, είτε δεν υπάρχει έδαφος ανάπτυξης δημιουργικής πρωτοτυπίας λόγω αδυναμίας απόκλισης, είτε το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας αρνείται να προστατέψει την ιδέα ενός έργου της πνευματικής ιδιοκτησίας (ΕφΑθ 2969/2012, ΕφΑθ 4793/2009, ΕφΑθ 80/2008, ΕφΑθ 2932/2006, ΕφΛαρ 82/2010).

Η Νομική Έννοια της Πρωτοτυπίας
Κατ’ αρχάς, η έννοια της «πρωτοτυπίας» στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να συγχέεται με την έννοια του «νέου», η οποία συνιστά προϋπόθεση προστασίας στο δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Επιπλέον, η έννοια της «πρωτοτυπίας» δεν προσδιορίζεται ρητά στον νόμο, με αποτέλεσμα το περιεχόμενό της να έχει διαμορφωθεί από την θεωρία και την νομολογία.

Στις Αγγλοσαξωνικές έννομες τάξεις το επίπεδο πρωτοτυπίας, που απαιτείται ώστε ένα έργο να υπόκειται σε αποκλειστικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, είναι ιδιαίτερα χαμηλό, καθώς επαρκεί ότι το υπό κρίση έργο δεν αποτελεί αντιγραφή ενός άλλου (“what is worth copying, is worth protecting, Κοτσίρης / Σταματούδη, 2009, σελ. 32). Στις έννομες τάξεις της ηπειρωτικής Ευρώπης το επίπεδο πρωτοτυπίας, που απαιτείται, είναι σαφώς υψηλότερο, εστιάζοντας στην ανάγκη να αποτυπώνεται η προσωπικότητα του δημιουργού στο έργο του. Η Ελληνική θεωρία και νομολογία ακολουθεί την παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης. Στα πλαίσια αυτά, εκλαμβάνει την πρωτοτυπία ενός πνευματικού έργου ως αποτέλεσμα της προσωπικής συμβολής του δημιουργού, χάρη στην οποία το έργο παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη ατομικότητα, έτσι ώστε να διακρίνεται από τα διανοητικά προϊόντα της ανθρώπινης καθημερινότητας (ΜΠρΑθ 7483/2007, ΕφΑθ 2768/2003, ΕφΑθ 448/1981, ΕφΘεσ 3321/1998). Εκείνο που προκαλεί τη μοναδικότητα του έργου είναι η μοναδικότητα της προσωπικότητας του δημιουργού του (ΜΠΑ 9499/1996).

Εντούτοις, στον ειδικότερο προσδιορισμό του περιεχομένου της έννοιας της ατομικότητας οι απόψεις διίστανται. Από την μία, η ατομικότητα προσδιορίζεται ως στατιστική μοναδικότητα του υπό κρίση έργου. Σύμφωνα με τη θεωρία της στατιστικής μοναδικότητας ένα έργο είναι πρωτότυπο όταν, κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες και με τους στόχους, κανένας άλλος δημιουργός, κατά λογική πιθανολόγηση, δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει όμοιο έργο (ΜονΠρωτΑθ 9499/1996). Από την άλλη, η ατομικότητα συνδέεται με ένα ελάχιστο όριο δημιουργικού ύψους, το οποίο υπάρχει όταν ένα έργο να ξεχωρίζει ή διαφοροποιείται από τα έργα της καθημερινότητας, παίρνει δηλαδή κάποια απόσταση δηλαδή από τα ήδη γνωστά ή αυτονόητα (ΑΠ 525/1985, MΠρΑθ 13760/1988, ΜΠρΑθ 2519/1997, ΑΠ 257/2005, 152/2005, 196/2010, ΕφΑθ 3252/2002), διακρίνεται δε από το πλέγμα των διανοητικών προϊόντων της ανθρώπινης καθημερινότητας και απέχει από το καθημερινό και κοινότυπο, από το προϊόν ρουτίνας ή καθημερινότητας (ΕφΑθ 448/1981, ΕφΑθ 3403/1988, ΜΠρΑθ 5538/1986, ΑΠ 113/1989).

Στην πλειοψηφία πάντως των περιπτώσεων η νομολογία συνδυάζει σωρευτικά και τα δύο κριτήρια της στατιστικής μοναδικότητας και του δημιουργικού ύψους, ορίζοντας ως προστατευόμενο έργο το δημιούργημα που έχει μορφή προσιτή στις αισθήσεις, απορρέει από την προσωπικότητα του δημιουργού και χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, δηλ. παρουσιάζει ατομική ιδιομορφία που κρίνεται με το μέτρο της στατιστικής μοναδικότητας ή άλλως παρουσιάζει δημιουργικό ύψος, δηλαδή απόσταση από τα ήδη γνωστά και αυτονόητα» (ΑΠ (ποιν) 2330/2007, ΑΠ 267/1995, ΕφΑθ 3252/2002, ΠΠρΑθ 7518/2000, ΕφΑθ 2768/2003). Κρίνεται δηλαδή πως το ελάχιστο δημιουργικό ύψος δεν αποτελεί παρά άλλη διατύπωση του κριτηρίου της στατιστικής μοναδικότητας και όχι πρόσθετη προϋπόθεση για την ύπαρξη πρωτοτυπίας (ΑΠ 537/2010).

Η μοναδικότητα του έργου μπορεί να αναζητηθεί σε κάποιο από τα γνωρίσματά του (στο θέμα, στη σύλληψη, στην κατάταξη, στη διατύπωση, σε κάποιες λεπτομέρειες) ανάλογα με το είδος και τη φύση του. Δεν αρκεί δε, για να προσδώσει πρωτοτυπία σε ένα έργο το απλό γεγονός ότι δεν είναι αντιγραφή ενός άλλου, ούτε η πρωτοτυπία ταυτίζεται με τον κόπο, την επιμέλεια, την έκταση, τη χρησιμότητά του, τη δαπάνη ή τη χρονική διάρκεια που απαιτήθηκαν για την εκπόνησή του, αλλά θα πρέπει να παρουσιάζει ως σύνολο ή τμήμα του την απαιτούμενη πρωτοτυπία, δηλαδή να είναι στατιστικά μοναδικό. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, ο νόμος προστατεύει το έργο ως άυλο αγαθό (όχι ως υλικό αντικείμενο καθ’ εαυτό που ενσωματώνει το πνευματικό δημιούργημα) και μόνο σε σχέση με τη συγκεκριμένη μορφή που έδωσε σ’ αυτό ο δημιουργός του (ΑΠ 196/2010, ΔiΜΕΕ 2011,508, ΕπισκΕΔ 2011,919, ΑΠ 537/ 2010, ΔiΜΕΕ 2010,381, ΕπισκΕΔ 2010,1047, ΑΠ 152/2005, ΝοΒ 53,1782, ΕφΑθ 2724/2012, ΔΕΕ 2012,1127, ΕφΑθ 2969/2012, ΔΕΕ 2012,756, ΕφΑθ 1036/2011, ΔΕΕ 2011,1144, ΕφΘεσ 1710/2011, ΔiΜΕΕ 2012,74, Μ.-Θ. Μαρίνος, Πνευματική Ιδιοκτησία, Β΄ Έκδοση, αριθμ. 145-157, σελ. 76-83, Δ. Καλλινίκου, Πνευματική Ιδιοκτησία & Συγγενικά Δικαιώματα, Β΄ Έκδοση, αριθμ. 21-23, σελ. 27-31, Λ. Κοτσίρης, Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Γ΄ Έκδοση, σελ. 53επ.).

Έργα Λόγου
Από τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν κριθεί ως πρωτότυπα τα ακόλουθα έργα λόγου :

  1. Άρθρο εφημερίδας, που συντάχθηκε με βάση συνέντευξη (ΕφΑθ 3214/2007).
  2. Έργο μαθηματικών, που προστατεύεται ως προς τη συγκεκριμένη μορφή εκφράσεώς του (ΑΠ 20/2005).
  3. Περιοδικό (ΕφΑθ 80/2008).

Αντίθετα έχουν κριθεί ως μη πρωτότυπα τα ακόλουθα έργα λόγου :

  1. Έργο λόγου με αντικείμενο τις μαθησιακές δυσκολίες, αν και περιείχε πλούσια βιβλιογραφία, θεωρήθηκε ότι δεν παρουσίαζε πρωτοτυπία ούτε στο θέμα, τη σύλληψη, την κατάταξη ή τη διατύπωσή του, ούτε κάποια ιδιαίτερη μέθοδο προσέγγισης του ζητήματος (ΕφΑθ 2969/2012).
  2. Μυθιστόρημα θεωρήθηκε ότι δεν παρουσίαζε πρωτοτυπία, γιατί η κεντρική ιδέα και η πλοκή του είχε αναπτυχθεί σε άλλο μυθιστόρημα (ΕφΑθ 358/2012).
  3. Το σχέδιο, η μακέτα και το στήσιμο τεύχους διαφημιστικού περιοδικού (ΕφΑθ 1036/2011).
  4. Οι απεικονίσεις μίας διαφήμισης (ΜΠΑ 7018/2008).
  5. Η τεχνική επεξεργασία μίας δημιουργικής ιδέας μέσω προγράμματος λογισμικού (ΜΠΑ 3163/2005).

Έργα Εικαστικά – Καλών Τεχνών
Από τα Ελληνικά δικαστήρια έχει κριθεί ως πρωτότυπο έργο γλυπτικής τέχνης μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με περίτεχνες σκαλίσεις και ειδικότερη αποτύπωση συνολικής εικαστικής προσέγγισης (ΕφΙωαν 60/2008). Αντιθέτως, ως πρωτότυπα δεν θεωρήθηκαν κεραμικά σχέδια με λιτές μορφές από την αρχαιότητα μέχρι την σύγχρονη εποχή και με χρωματισμούς χωρίς δημιουργικό ύψος (ΕφΑθ 4091/2010).

Έργα Αρχιτεκτονικά
Από τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν κριθεί ως πρωτότυπα αρχιτεκτονικά έργα τα προσχέδια, τα σκίτσα, οι μακέτες και γενικότερα κάθε είδους έργα, τόσο ως προς την εξωτερική μορφή τους, όσο και ως προς την εσωτερική διαρρύθμιση και διακόσμηση (ΕφΑθ 2864/2007). Από την άλλη κρίθηκε ότι η αρχιτεκτονική μορφή και οι στατικές λύσεις της καλωδιακής κρεμαστής γέφυρας Χαλκίδας δεν έχουν πρωτοτυπία, καθώς αποτελούν αντιγραφή άλλων γεφυρών ανά τον κόσμο (ΑΠ 1248/2003).

Φωτογραφίες
Το Ενωσιακό δίκαιο χαρακτηρίζει ως πρωτότυπη κάθε φωτογραφία που είναι αποτέλεσμα προσωπικής πνευματικής εργασίας του δημιουργού της (άρθρο 6 Οδηγίας 93/98/ΕΚ, ΔΕΕ υπόθ. C-145/2010, απόφ. της 7.3.2013, Eva-Maria Painer v. Standard VerlagsGmbH and others ). Αντιστοίχως, με τροποποίηση του Ν. 2121/1993 ο όρος «φωτογραφικά έργα» αντικαταστάθηκε από τον όρο «φωτογραφίες», αποκόπτοντας την σύνδεση της προστασίας των φωτογραφιών από την έννοια «έργο». Στο ίδιο μήκος κύματος, η Ελληνική νομολογία περιορίζεται στο είδος αυτό δημιουργίας στην διερεύνηση της στατιστικής μοναδικότητας, δημιουργώντας ένα οιονεί «τεκμήριο πρωτοτυπίας» (ΑΠ 152/2005, ΠΠΡόδου 92/2006).

Ως κριτήρια πρωτοτυπίας σε φωτογραφίες έχουν νομολογηθεί η επιλογή του φωτογραφιζόμενου αντικειμένου ή προσώπου, η ώρα, η γωνία φωτογράφησης, ο φωτισμός, η σχέση φωτογραφιζομένων αντικειμένων με τον περιβάλλοντα χώρο, τα χρώματα και οι αντιθέσεις τους, η στάση και το γενικότερο «στήσιμο» της φωτογραφίας τα πιθανά ντεκόρ, τα φίλτρα, τη διαδικασία μετά το πάτημα του κομβίου της φωτογραφικής μηχανής, (ρετούς, διάφορες τεχνικές εμφάνισης, εκτύπωσης κ.λπ.) (ΕφΑθ 2724/2012, ΠΠΑ 5821/2010, ΕφΑθ 3252/2002).

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι φωτογραφίες, που δημιουργήθηκαν κατόπιν συγκεκριμένης σκηνοθεσίας, δηλαδή, κατόπιν παρεμβάσεων του φωτογράφου, όπως τοποθέτηση ανθρώπων, ζώων και αντικειμένων στο χώρο, σε στάση, ύφος και φωτισμό που αυτός επιλέγει, αποτελούν πάντοτε πρωτότυπα πνευματικά έργα. Όταν μάλιστα έχει συνεργαστεί και σκηνοθέτης, η φωτογραφία αποτελεί σύνθετο έργο με αυτοτελείς συμβολές του φωτογράφου και του σκηνοθέτη, καθεμία από τις οποίες μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής εκμετάλλευσης.

Από τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν κριθεί ως πρωτότυπες οι ακόλουθες φωτογραφίες :

  1. Οι απλές φωτογραφίες, αρκεί να ενσωματώνουν άμεση απεικόνιση του αντικειμένου τους, όπως συμβαίνει με τις καλλιτεχνικές τουριστικές φωτογραφήσεις (ΕιρΧαλκ 163/2004).
  2. Φωτογραφίες της καθημερινότητας λαϊκού καλλιτέχνη, που λήφθηκαν με συμβατική μηχανή παλαιού τύπου (ΠΠΑ 6119/2009).
  3. Φωτογραφία γνωστού μουσικοσυνθέτη σε δημιουργικό οίστρο (ΕφΑθ 2211/2010),
  4. Φωτογραφίες μπασκετμπολίστα με καλλιτεχνική σύλληψή των φωτοσκιάσεων και των εκφράσεων (ΕφΘες 1031/2008).
  5. Φωτογραφίες προσώπου που παραχώρησε συνέντευξη σε έντυπο (ΕφΑθ 3252/2002).
  6. Η απλή φωτογραφική αποτύπωση μέρους σώματος (ΑΠ 152/2005).

Πρωτογενής δημιουργός της φωτογραφίας είναι πάντα ο λήπτης της πρωτότυπης φωτογραφίας χωρίς καμία άλλη διατύπωση (ΜΠθες 40026/2006). Για να είναι όμως ορισμένη μία αγωγή ή αίτηση με αντικείμενο την παροχή έννομης προστασίας σε φωτογραφίες, πρέπει να εκτίθεται σ’ αυτήν το ακριβές αντικείμενο κάθε φωτογραφίας και ο τρόπος επιλογής και παρουσίασής του, που το καθιστούν πρωτότυπο (ΕφΑθ 4040/2001).

Έργα Ηλεκτρονικών υπολογιστών
Η εκπόνηση προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή έχει χαρακτηριστεί από τα Ελληνικά δικαστήρια ως μία αξιόλογη διανοητική εργασία, καθώς απαιτεί αναλυτική και συνθετική ικανότητα, φαντασία και κρίση για τη σωστή επιλογή μεθόδων και ορθά κριτήρια επιλογής δεδομένων. Ως εκ τούτου, από τα Ελληνικά δικαστήρια γίνεται δεκτό ότι στα έργα ηλεκτρονικού υπολογιστή η κάθε επί μέρους συμβολή θεωρείται επιμέρους διακριτό προστατευόμενο πνευματικό έργο, όπως τα διαδοχικά στάδια εκπόνησης του προγράμματος Η/Υ, δηλαδή η ανάλυση του προβλήματος, η επίλυσή του και η κωδικοποίησή του, που παρέχει εντολές για τον ηλεκτρονικό υπολογιστή (ΠΠΑ 2182/2006).

Ακόμη και μεικτό έργο Η/Υ και μουσικής, που αφορά στην σύνθεση μουσικής με τη χρήση λογισμικού και την ενσωμάτωσή του σε μουσική κάρτα με την ένδειξη «αυτόματο συνοδευτικό στυλ αρμονίας», έχει κριθεί ως πρωτότυπο (ΠΠΑ 30766/1996).

Από την άλλη, έχει κριθεί ότι δεν αποτελούν πρωτότυπα πνευματικά έργα εργασίες όπως η βοήθεια σε καθαρώς υλική βάση, η επιλογή του κατάλληλου αφηρημένου λογαρίθμου ή μόνη η συμβολή στην κωδικοποίηση προγράμματος (ΜΠΠατρ 2885/2008).

Παιχνίδια
Οι απλές ιδέες για παιχνίδια δεν συνιστούν πρωτότυπα πνευματικά έργα. Εντούτοις, μπορεί να προστατεύεται η συγκεκριμένη περιγραφή ή εικαστική παράσταση κανόνων παιχνιδιού, εφόσον έχει μορφοποιηθεί και εμφανίζει πρωτοτυπία. Έτσι, ένα παιχνίδι ερωταποκρίσεων με πολλαπλές επιλογές θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτότυπο, αν η επιλογή των ερωτήσεων και γενικά η οργάνωση του παιχνιδιού είναι αποτέλεσμα της προσωπικής συμβολής του δημιουργού.

Από τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν κριθεί ως πρωτότυπα τα ακόλουθα παιχνίδια :

  1. Παιχνίδι με ιδιάζοντα μηχανισμό επίθεσης και άμυνας παικτών, που απαιτεί τη σωστή πρόβλεψη της τοποθέτησης των πιονιών του αντιπάλου και εικασία της ταυτότητας του αμυνομένου, χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν μία αισθητή διαφορά με τους τρόπους κίνησης των πιονιών σε άλλα παιγνίδια (ΕφΑθ 4865/2007).
  2. Παιχνίδι με πλαστικούς συναρμολογούμενους κύβους με συγκεκριμένες διαστάσεις, ατομικότητα και δική τους μορφή (σχήμα, σχέδιο, εμφάνιση χαρακτηριστικών, ιδιορρυθμίες υποδοχών συναρμολόγησης) (ΜΠΑ 17390/1990).

Αντίθετα, λαχείο χαρακτηρίστηκε ως μη πρωτότυπο, γιατί είχε κανόνες ή καινοτομίες τόσο απλές, που θα επέτρεπαν κατά λογική πιθανολόγηση σε οποιονδήποτε τρίτο να δημιουργήσει όμοιο έργο. Επιπλέον, κρίθηκε ότι στερείται ελάχιστου δημιουργικού ύψους που να το διατηρεί σε κάποια απόσταση από τα ήδη γνωστά και αυτονόητα έργα (ΑΠ 537/2010).

Οπτικοακουστικά Έργα και Σενάρια
Τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν κρίνει ως πρωτότυπο πνευματικό έργο μία διαφημιστική ταινία, επειδή είχε ιδιαίτερη λήψη εικόνων και πλάνα, εντυπωσιακά γραφικά, ψηφιακές απεικονίσεις, πρωτότυπη μουσική επένδυση και σύλληψη, σκηνοθεσία και, γενικότερα, ατομικότητα στην όλη δημιουργία της ταινίας (ΜΠΘεσ 24610/2004). Αντιστοίχως, κρίθηκε ως πρωτότυπο πνευματικό έργο ο χαρακτήρας υπερήρωα (ΜΠΑ 3455/1997), η μορφή και η ονομασία του (ΜΠΑ 1154/1997).

Τα σενάρια οπτικοακουστικών έργων δύνανται να απολαμβάνουν πρωτογενή προστασία δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ως επιμέρους καλλιτεχνική συμβολή επί του συνολικού οπτικοακουστικού έργου (άρθρο 34 § 2 του Ν 2121/1993). Εντούτοις, πρέπει να γίνει μία κομβική διάκριση ανάμεσα στο συγκεκριμένο σενάριο και την κεντρική δομή – πλοκή (treatment ή bible ή filmexpose).

Εφόσον μορφοποιεί μία ιδέα σεναρίου με πρωτότυπο τρόπο, το συγκεκριμένο σενάριο συνιστά προστατευόμενο πνευματικό έργο λόγου. Έχει κριθεί ότι δεν έχουν πρωτοτυπία στοιχεία της καθημερινότητας και της κοινής θεματολογίας που αναφέρονται σε περιεχόμενα, πλοκές, αλληλουχία καταστάσεων διαλόγους ή καταστάσεις που απαντώνται, σε πολλές άλλες γνωστές και άγνωστες παρόμοιες τηλεοπτικές σειρές, προβαλλόμενες από τους διάφορους σταθμούς και δεν αποτελούν εσωτερικά πρωτότυπα στοιχεία απολαυόντα προστασίας, αλλά κοινότυπα στοιχεία διαπλοκής πάσης φύσεως σχέσεων (οικογενειακών ερωτικών, επαγγελματικών, ταξικών κ.λπ.), χωρίς καμία πρωτοτυπία δημιουργικής σύλληψης, γιατί τελούν, χωρίς ουσιαστικές παραλλαγές, στο σύνολό τους, υπό το πρίσμα των ίδιων εκδοχών (π.χ. εξώγαμα τέκνα, καυγάδες, ερωτικά πάθη, ερωτικές αντιζηλίες, συγκρούσεις γονέων και τέκνων, ερωτικά τρίγωνα πολλές φορές και συγγενών εξ αγχιστείας ώριμης ηλικίας ατόμων με πολύ νεώτερα άτομα, εκμετάλλευση των σχέσεων αυτών για ιδιοτελείς σκοπούς εκ μέρους των νεώτερων ατόμων, διαζύγια, εκβιασμοί, αδικήματα επιβουλής ζωής κ.λπ.) (ΑΠ 196/2010).

Αντίθετα, η κεντρική δομή – πλοκή ενδέχεται να προστατεύεται με το δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, μόνο στο μέτρο που αποτελεί συγκεκριμένη και ιδιαίτερη μορφοποίηση μίας ιδέας σεναρίου, αφού οι ιδέες αυτές καθεαυτές δεν προστατεύονται. Για να θεωρηθεί ότι η κεντρική δομή – πλοκή μίας τηλεοπτικής σειράς αποτελεί πνευματικό έργο θα πρέπει να αποδεικνύεται η προσωπική δημιουργική συμβολή του δημιουργού, δηλαδή αυτή να αποτελεί φορέα των συναισθημάτων και των νοημάτων του δημιουργού και να απέχει σαφώς από οτιδήποτε κοινότυπο και προϊόν ρουτίνας. Έτσι, έχει κριθεί πως ιδέες τηλεοπτικού σεναρίου, που δεν συνεισφέρουν κάτι πρωτότυπο σε σχέση με τη θεματολογία άλλων όμοιων τηλεοπτικών σειρών, δεν προστατεύονται (ΕφΑθ 2932/2006).

Έργα Εφαρμοσμένων Έργων
Με την ΕφΑθ 2398/2008 κρίθηκε πως το σχέδιο κοσμήματος σε σχήμα λιβελούλας ήταν πρωτότυπο, επειδή λόγω της αισθητικής του αποτύπωνε την προσωπική σφραγίδα του δημιουργού του.  Τα Ελληνικά δικαστήρια έχουν επίσης κρίνει ως πρωτότυπα πνευματικά έργα τον σχεδιασμό βαλίτσας εξαιτίας της ατομικότητας του διασχηματισμού της (ΜΠΑ 2519/1997) καθώς και γυψινα επιτραπέζια φωτιστικά (ΕφΠειρ 281/2005).

Αντιθέτως, με την ΕφΑθ 4091/2010 κρίθηκε ότι σχέδια κεραμικών φωτιστικών δεν είναι πρωτότυπα πνευματικά δημιουργήματα και δεν προστατεύονται ως έργα εφαρμοσμένων τεχνών, γιατί δεν έχουν το ελάχιστο δημιουργικό ύψους που να τα ανυψώνει πάνω από το καθημερινό, σύνηθες και κοινό επίπεδο και να τα διαφοροποιεί από άλλα ομοειδή έργα (βλ. και ΑΠ 1239/2011). Στο ίδιο μήκος κύματος κρίθηκε από την ΕφΑθ 1445/2006 ότι δαχτυλίδι δεν προστατεύεται ως έργο πνευματικής ιδιοκτησίας, γιατί δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία και μοναδικότητα. Περαιτέρω, με την ΑΠ 446/1999 κρίθηκε ως ανεπαρκής η αιτιολογία εφετειακής απόφασης, που χαρακτήριζε ως πνευματικά δημιουργήματα σχέδια παντελονιών τζην (βλ. και ΕφΘεσ 2015/2010, ΜΠρΑθ 7118/2001). Αντιστοίχως, κρίθηκε ότι δεν έχει στοιχεία πρωτοτυπίας σχέδιο σκαμπό (ΠΠρΠειρ 4627/2012). σχέδιο κοσμήματος (ΜΠρΑθ 9799/2000), σχέδιο κύβων, συρταριέρων, κυψελών και κουτιών (ΜΠρΑθ 6489/1999), σχέδια / στάμπες πάνω σε ενδύματα (ΕφΑθ 3269/2014), σχέδια ρούχων (ΕφΑθ 4519/2010) και σχέδιο κατασκευής καλουπιών μπαταριών (ΜΠρΚιλ 266/1999). Τέλος, δεν έχει αναγνωριστεί η ύπαρξη στοιχείου πρωτοτυπίας σε επινόηση τρόπου αφαίρεσης κλωστών και ξεΰφανσης υφάσματος για τη δημιουργία εργόχειρου (ΕφΛαρ 82/2010).

Θέματα Δικονομικά και Ουσίας
Από τη διάταξη του άρθρου 65 § 2 του Ν 2121/1993, σε συνδυασμό με τις γενικές αδικοπρακτικές διατάξεις του ΑΚ που εφαρμόζονται συμπληρωματικά, όπου η πιο πάνω ειδική διάταξη σε σχέση με το άρθρο 914 ΑΚ αφήνει κενά και στο βαθμό που δεν είναι ασυμβίβαστες με το νομοθετικό πνεύμα που διέπει τις διατάξεις των άρθρων 63 επ. του εν λόγω νόμου (π.χ. στο θέμα της παραγραφής (937 ΑΚ) ή της κοινής αδικοπραξίας (926 ΑΚ) ή της ευθύνης των οργάνων νομικού προσώπου που το αντιπροσωπεύουν (71 ΑΚ) ή του προστηθέντος (922 ΑΚ) (ΑΠ 872/2009, ΕλλΔνη 2009,1007, ΧρΙΔ 2010,298, ΕφΑθ 2724/2012, ο.α., ΕφΑθ 3058/2005, ΔΕΕ 2005,1179, ΕφΑθ 1388/2000, ΕλλΔνη 41,1408, ΕφΘεσ 2165/2011, ΔΕΕ 2012,656, Μ.-Θ. Μαρίνος, ο.α., αριθμ. 661, σελ. 333-334, Δ. Καλλινίκου, ο.α., αριθμ. 225, σελ. 302), προκύπτει ότι κάθε πράξη που επεμβαίνει στις εξουσίες (ηθικές και περιουσιακές) και γίνεται χωρίς την άδεια του δημιουργού ή χωρίς τη συναίνεσή του συνιστά αντικειμενικά παράνομη πράξη, οπότε, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί ουσιαστικοί όροι του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή η υπαιτιότητα, κατά τους όρους του άρθρου 330 ΑΚ, κατά την οποία απαιτείται δόλος ή αμέλεια του υπόχρεου, η ύπαρξη ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης πράξης και ζημίας, γεννιέται αξίωση προς αποζημίωση και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Προς διευκόλυνση της απόδειξης της ζημίας του δικαιούχου και του προσδιορισμού της πλήρους αποζημίωσης καθορίζεται, με το άρθρο 65 § 2 εδ. β΄ του Ν 2121/1993 ένα ελάχιστο όριο αποζημίωσης, που είναι το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά το νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμετάλλευσης που έκανε χωρίς άδεια ο υπόχρεος. Για τον υπολογισμό της συνηθισμένης αμοιβής θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο προσβολέας υπέχει θέση ενός συμβατικού, νόμιμου (απλού) αδειούχου κατά το άρθρο 13 του Ν 2121/1993 (ΑΠ 1030/2010, ΔiΜΕΕ 2010,376, ΑΠ 872/2009, ο.α., ΑΠ 1493/2009, ΧρΙΔ 2010,568, ΕφΑθ 2724/2012, ο.α., ΕφΘεσ 1710/2011, ΔΕΕ 2012,656, Μ.-Θ. Μαρίνος, ο.α., αριθμ. 688-690, σελ. 347-349, Δ. Καλλινίκου, ο.α., αριθμ. 226, σελ. 304).

Από τις διατάξεις των άρθρων 111 § 2, 118 αρ. 4 και 216 § Ια του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση. Η αναγραφή στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 481/2012, ΕΠολΔ 2012,641, ΑΠ 250/2011, ΕΕμπΔ 2011,591, ΔΕΕ 2011,1052, ΑΠ 1042/2009, ΕΕμπΔ 2010,46, ΕΠολΔ 2010,444). Η έλλειψη ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά καθιστά την αγωγή αόριστη και απαράδεκτη, συνιστά δε έλλειψη προδικασίας που εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1739/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 778/2011, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 362/2010, ΝοΒ 2010,2250, ΑΠ 878/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 407/2009, ΤΝΠ Νόμος). Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 357/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 359/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1185/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1147/2003, ΕλλΔνη 2005,388, ΑΠ 1056/2002, ΕλλΔνη 45,84). Ποια είναι ακριβώς τα γεγονότα, που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής και που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψη της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το προβαλλόμενο αίτημα (ΑΠ 220/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1356/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1570/2006, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 412/1986, ΕλλΔνη 28,440, ΕφΘεσ 2472/1995, ΕλλΔνη 38,1161, ΕφΠειρ 984/1993, ΕλλΔνη 35,1710).

Από τη συνδυασμένη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση προσβολής της πνευματικής ιδιοκτησίας με αντιγραφή, τροποποίηση, διασκευή ή προσαρμογή του έργου, ο δικαιούχος υπσχρεούται, για το ορισμένο της αγωγής, να επικαλεσθεί το γεγονός ότι είναι φορέας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, εξειδικεύοντας τα συγκεκριμένα περιστατικά που κατά τη θεωρία της στατιστικής μοναδικότητας καθιστούν το έργο πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, την ταυτότητα ή ουσιαστική ομοιότητα μεταξύ του πρωτότυπου έργου και του προσβάλλοντος έργου, την πράξη προσβολής των ηθικών ή περιουσιακών εξουσιών και σε περίπτωση που ζητά αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκτός από την υπαιτιότητα του προσβάλλοντος (εάν η αγωγή θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 65 § 2 του Ν 2121/1993), το μέγεθος της ζημίας (ΑΠ 1493/2009, ΔiΜΕΕ 2010,72, ΧρΙΔ 2010,568, ΕφΑθ 2889/2010, ΔΕΕ 2010,1291, ΕφΑθ 6234/2007, ΕλλΔνη 2008,589, ΕφΑθ 4040/2001, ΔΕΕ 2002,58, ΕφΘεσ 1710/2011, ο.α., ΕφΘεσ 2165/2011, ο.α., ΔiΜΕΕ 2012,68, ΠΠρΑθ 895/2012, ΧρΙΔ 2012,621, ΠΠρΑθ 958/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΑθ 2182/2006, ΔΕΕ 2006,1020, ΠΠΘεσ 22651/2007, Αρμ 2008,1650, ΠΠρΘεσ 18201/1998, ΕλλΔνη 1999,458, ΠΠρΡοδ 92/2006, ΤΝΠ Νόμος). Επιπροσθέτως, εάν ενάγεται νομικό πρόσωπο με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρο 65 § 2 του Ν 2121/1993, σε συνδυασμό με 914 ΑΚ), ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί τις προϋποθέσεις ευθύνης του κατά τα άρθρα 71 και 922 ΑΚ προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, διευκρινίζοντας την ιδιότητα του φυσικού προσώπου σε παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του οποίου οφείλεται η ζημία του και εντεύθεν η προκαλούμενη ηθική του βλάβη και τις συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του νομικού προσώπου ή των προστηθέντων, οι οποίες συνιστούν την υπαιτιότητα αυτών ως αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 60/2003, ΝοΒ 2003,1627, ΕλλΔνη 2003,709, ΑΠ 1036/1999, ΕλλΔνη 40,1515, ΕφΑθ 5632/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 328/006, ΕΝαυτΔ 2006,392, ΕφΠειρ 161/2004, ΕΝαυτΔ 2004,3, ΕφΠειρ 162/2004, ΕΝαυτΔ 2004,32, ΠειρΝομ 2004,323, ΠΠρΑθ 1306/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΠΠρΡεθ 96/2005, DELEGE 2006,83, ΠΠρΛαρ 589/2001, Δικογραφία 2002,100).

Έτσι, όταν ενάγεται νομικό πρόσωπο με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, τούτο θα ευθύνεται είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις, το νομικό πρόσωπο έχει αδικοπρακτική ευθύνη στην περίπτωση πράξης ή παράλειψης που έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, ακόμη και εάν αυτά ενήργησαν καθ’ υπέρβαση αυτών και κατά κατάχρηση της εξουσίας τους. Ως όργανα του νομικού προσώπου νοούνται όχι μόνον τα πρόσωπα που το διοικούν, κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη των αρμοδίων οργάνων είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τους πράξαντες ή παραλείψαντες, ευθύνονται και οι τελευταίοι εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 641/2011, ΧρΙΔ 2012,114, ΑΠ 365/2010, ΕφΑΔ 2010,1219, ΑΠ 1485/2010, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 380/2008, ΧρΙΔ 2008,880, ΑΠ 1738/2008, ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τη ζημία που προκάλεσε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του ο προστηθείς απ’ αυτό σε μια υπηρεσία. Η αντικειμενική αυτή ευθύνη του προστήσαντος γεννιέται, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) όταν υπάρχει σχέση πρόστησης, κατά την οποία γίνεται ανάθεση από κάποιον (προστήσαντα) σε έναν τρίτο (προστηθέντα) ορισμένης υπηρεσίας, που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου, β) όταν υπάρχει ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα σχέση εξάρτησης ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας, όπου η εξάρτηση αυτή έχει την έννοια της εξουσίας του προστήσαντος να ελέγχει τον προστηθέντα ή απλώς να επιβλέπει αυτόν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή μόνο να παρέχει σχετικές οδηγίες σε αυτόν, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του προς τις οποίες ο τελευταίος υποχρεούται να συμμορφώνεται, γ) αδικοπραξία του προστηθέντος, στο πρόσωπο του οποίου απαιτείται να συντρέχει όχι απλώς παράνομη τέλεση αυτής (όπως φαίνεται να συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 922 ΑΚ), αλλά και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ ή άλλων ειδικών διατάξεων και δ) συνάφεια με την υπηρεσία, με την έννοια ότι η ζημία προκλήθηκε από τον προστηθέντα επ’ ευκαιρία της εκτέλεσης της υπηρεσίας του ή κατά κατάχρηση αυτής και κατά παράβαση των οδηγιών που του δόθηκαν, καθώς και από κάθε άλλη πράξη, που προήλθε από τη δυνατότητα την οποία παρέσχε στον προστηθέντα η υπηρεσία του να χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό τα μέσα που του διατέθηκαν, δηλαδή όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της πράξης και γενικά, σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ αυτής (πράξης) και της υπηρεσίας του προστηθέντος υφίσταται στενός αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η πρώτη δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη δεύτερη (ΑΠ 355/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 586/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 687/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 698/2012, ΕΕμπΔ 2013,354, ΑΠ 1351/2012, ΝοΒ 2013,375, ΑΠ 1429/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1718/2012, ΤΝΠ Νόμος).

Περαιτέρω, σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα της αοριστίας σε ό,τι αφορά δικαστικές διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι πρέπει να ενσωματώνονται στο δικόγραφο όλα τα στοιχεία που μπορούν να εξειδικεύσουν τα αιτήματα του ενάγοντος και ιδίως να ταυτοποιήσουν το έργο από το οποίο προκύπτουν οι αξιώσεις. Για παράδειγμα ενσωματώνονται λίστες με εξαντλητική παράθεση των τίτλων και των συντελεστών των μουσικών έργων που τυχόν έχουν παρανόμως αναπαραχθεί ή ακριβή αντίγραφα των φωτογραφιών που έχουν παρανόμως αναπαραχθεί.

Έτσι, αγωγή που αφορούσε προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με λεξικό κρίθηκε αόριστη, επειδή δεν αναφέρθηκαν σε αυτήν τα στοιχεία που καθιστούσαν το αντικείμενο της προστασίας μοναδικό, εξαιτίας κάποιων από τα γνωρίσματά του, π.χ. την επιλογή των λημμάτων, την ερμηνεία τους, τη διατύπωση των παρατηρήσεων και των διαφόρων απόψεων που απαντώνται σχετικά με το καθένα από αυτά, την επιλεκτική παράθεση στοιχείων ετυμολογίας κ.λπ., δεδομένου ότι η επιλογή και η κατάταξη των λημμάτων που γίνεται τυχαία ή με κριτήρια αυτονόητα, όπως η χρονολογική ή αλφαβητική σειρά των περιεχομένων τους δεν ικανοποιεί το κριτήριο της ατομικής ιδιομορφίας ή του ελάχιστου ορίου «δημιουργικού ύφους» που πρέπει αυτό να παρουσιάζει ως πνευματικό δημιούργημα (ΠΠΑ 107/2014).

Αντίστοιχα, κρίθηκε αγωγή που αφορούσε φωτογραφία ως αόριστη, επειδή δεν περιείχε το ακριβές αντικείμενο κάθε φωτογραφίας, καθώς και τον τρόπο επιλογής και παρουσίασης του αντικειμένου που καθιστούν τη φωτογραφία πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα (βλ. και ΕφΑθ 4040/2001 ΔΕΕ 2002,58).

Τέλος, το θέμα αν ένα πνευματικό δημιούργημα είναι πρωτότυπο αποτελεί ζήτημα πραγματικό που υπόκειται σε απόδειξη και για το οποίο αποφαίνονται ανελέγκτως τα δικαστήρια της ουσίας (ΑΠ 1248/2003, 20/2005).

Περισσότερα
Ν. 2121/1993.
Σχετική Νομολογία.