Σχετική Ακυρότητα Κλητηρίου Θεσπίσματος Λόγω Ελλιπούς Καθορισμού της Κατηγορίας

Από την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου απορρέει η αρχή της δικαίας δίκης (fair trial). Ως δίκαιη δίκη θεωρείται εκείνη που εξασφαλίζει την πλήρη και αποτελεσματική υπεράσπιση των διαδίκων.

Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Σύμφωνα με αυτό “[κ]αθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.” (άρθρο 20 § 1 Σ).

Το Δικαίωμα Πληροφόρησης του Κατηγορουμένου
Ειδικότερη έκφανση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος σε δίκαιη δίκη είναι η αρχή της πληροφόρησης και κατ’ επέκταση η αρχή της ακροάσεως του κατηγορουμένου. Με βάση τις αρχές αυτές θεμελιώνεται το ειδικότερο δικαίωμα πληροφόρησης του κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός να μπορεί να αναπτύξει πλήρως την υπεράσπισή του (Καρρά, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1989, σελ. 68 επ.).

Το δικαίωμα πληροφόρησης του κατηγορουμένου κατοχυρώνεται περαιτέρω ρητά σε διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που έχει κυρώσει η χώρα μας. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προβλέπει ότι : “[ο] κατηγορούμενος έχει δικαίωμα : α) να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας και β) να διαθέτει το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του” (άρθρο 6 § 3 εδ. α΄ και β΄ της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974). Αντιστοίχως, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα προβλέπει ότι : “[κ]άθε πρόσωπo πoυ κατηγoρείται για πoιvικό αδίκημα απoλαύει, σε πλήρη ισότητα, τις ακόλoυθες τoυλάχιστov εγγυήσεις : (α) vα πληρoφoρηθεί, τo συvτoμότερo δυvατό, σε γλώσσα πoυ καταvoεί και λεπτoμερώς, τη φύση και τoυς λόγoυς της κατηγoρίας εvαvτίov τoυ, (β) vα διαθέτει επαρκή χρόvo και ευκoλίες για τηv πρoετoιμασία της υπεράσπισής τoυ και για τηv επικoιvωvία με τo δικηγόρo της επιλoγής τoυ […]”(άρθρο 14 § 3 εδ. α΄ και β΄ του ΔΣΑΠΔ, που κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997).

Το Νόμιμο Περιεχόμενο του Κλητηρίου Θεσπίσματος
Tο κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, καθώς και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου. που την προβλέπει (άρθρο 321 § 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠΔ).

Ακριβής καθορισμός της πράξης υπάρχει, όταν στο κλητήριο θέσπισμα καθορίζονται επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, όπως αυτό τυποποιείται στο νόμο, για να είναι σε θέση ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση της αποδιδόμενης σ’ αυτόν κατηγορίας και να προετοιμάσει ανάλογα την υπεράσπισή του. Συγκεκριμένα, πρέπει να αναφέρονται η εγκληματική συμπεριφορά, το υποκείμενο και οι ιδιαίτερες ιδιότητες αυτού, όπου απαιτούνται, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, οι περιστάσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς, η υπαιτιότητα και οι τυχόν εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου (Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2012 : 396, Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2011: 604). Ο προσδιορισμός δεν απαιτείται να προσεγγίζει τη μορφή μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ούτε στον νόμο ούτε και συνάγεται από τη φύση του κλητηρίου θεσπίσματος ως εισαγωγικού της δίκης εγγράφου. Συμπερασματικά, τα στοιχεία που απαιτούνται για την νομική αρτιότητα του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να είναι τόσο επαρκή όσο χρειάζεται για να λαμβάνει ο κατηγορούμενος σαφή και λεπτομερειακή γνώση της σε βάρος του κατηγορίας (Βλ. Ανδρουλάκη Ν., ό.π., σελ. 396, Παπανδρέου, σε Μαργαρίτη Λ., Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠΔ, ό.π., σελ 1400. Βλ. όμως και Καρρά (ό.π., σελ. 604), σύμφωνα με τον οποίο το κλητήριο θέσπισμα συνιστά διάταξη, με την έννοια του άρθρου 138 ΚΠΔ και κατά συνέπεια θα πρέπει να αιτιολογείται κατά τις επιταγές του άρθρου 139 ΚΠΔ).

Συνέπειες Έλλειψης Νομίμου Περιεχομένου Κλητηρίου Θεσπίσματος
Αν δεν περιέχεται στο κλητήριο θέσπισμα ο ακριβής καθορισμός της πράξης, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, τότε η έλλειψη αυτή επιφέρει τη σχετική ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καθώς και της κλήτευσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (άρθρο 321 § 4 ΚΠΔ). Η πρόταση της ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος ασκείται από τον κατηγορούμενο με σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρο 174 § 2 εδ. α΄ ΚΠΔ). Αν η σχετική ένσταση απορριφθεί, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να την προτείνει σε δεύτερο και τρίτο βαθμό, επαναφέροντάς την με αντίστοιχους λόγους εφέσεως και αναιρέσεως (άρθρο 173 § 1 ΚΠΔ).

Επειδή ακριβώς είναι σχετική, η εν λόγω ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της, με απώτατο όριο προβολής των παραπάνω αντιρρήσεων την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρο 174 § 2 εδ. α΄ ΚΠΔ). Στην περίπτωση που η ακυρότητα δεν προταθεί από τον κατηγορούμενο, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατόν να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου (άρθρο 174 § 2 εδ. β΄ ΚΠΔ).

Ενδεικτική Νομολογία
Με βάση τα παραπάνω έχει κριθεί ότι είναι άκυρο το κλητήριο θέσπισμα, στο οποίο δεν περιέχονται επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία πληρούν την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της μη απόδοσης ΦΠΑ και δη το στοιχείο του «σκοπού αποφυγής πληρωμής του ΦΠΑ» καθώς και η ιδιότητα με την οποία ο κατηγορούμενος όφειλε να προβεί στην ανωτέρω απόδοση, καθόσον αναφέρεται ως νόμιμος εκπρόσωπος επιχείρησης, άνευ περαιτέρω στοιχείων της τελευταίας (ΑΠ 1678/2008, ΤρΠλημΚω 584/2013).