Δημοσιοποίηση Δεδομένων Κατηγορουμένων από Εισαγγελικές Αρχές για Λόγους Δημοσίου Συμφέροντος

Από το 2007 και έπειτα οι Ελληνικές εισαγγελικές αρχές προβαίνουν συχνά σε έκδοση διατάξεων για τη δημοσιοποίηση δεδομένων κατηγορουμένων με σκοπό την ενεργοποίηση του κοινού και την απόκτηση πληροφοριών (Εγκύκλιος ΑΠ 4/2016) αλλά και για λόγους προστασίας του κοινωνικού συνόλου και πρόληψης / καταστολής του εγκλήματος (άρθρο 2 § β Ν. 2472/1997). Μετά την έκδοση της σχετικής εισαγγελικής διάταξης, τα στοιχεία αναρτώνται στον επίσημο ιστότοπο της Ελληνικής Αστυνομίας (www.astynomia.gr).

Η πιο σοβαρή τέτοια περίπτωση αφορούσε τη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων έντεκα (11) οροθετικών γυναικών. Η δημοσιοποίηση εμπεριείχε τόσο απλά όσο και ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των παραπάνω προσώπων και, συγκεκριμένα, τα στοιχεία ταυτότητάς τους, προσωπικές φωτογραφίες, το επάγγελμά τους, το ότι είναι οροθετικές καθώς και το ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος τους. Η εν λόγω δημοσιοποίηση υποστηρίζεται ότι είχε σοβαρές επιπτώσεις στα υποκείμενα των δεδομένων, που ενδεχομένως εξαιτίας της διαπόμπευσής τους αυτής να οδήγησε και στην αυτοκτονία κάποιων από αυτές.

Είχαν προηγηθεί δημοσιοποιήσεις προσωπικών δεδομένων πολιτών που είχαν συλληφθεί ως φερόμενοι για συμμετοχή στις υποθέσεις των οργανώσεων “Συνομωσία Πυρήνων της Φωτιάς” και “Επαναστατικός Αγώνας” καθώς και πολιτών που εικονίζονταν να συμμετέχουν σε παράνομες πράξεις κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης της 12ης Φεβρουαρίου 2012 στο κέντρο της Αθήνας αλλά και κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα της 18ης Μαρτίου 2012 στο ΟΑΚΑ.

Τα παραπάνω περιστατικά δείχνουν ότι η πρακτική της δημοσιοποίησης προσωπικών δεδομένων πολιτών από τις αρμόδιες κρατικές αρχές για λόγους ποινικής πρόληψης και καταστολής αλλά και για λόγους ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος βρίσκεται σε σχέση έντασης με θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ορισμοί & Πεδίο Εφαρμογής
Προσωπικό δεδομένο θεωρείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο, του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαροκτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική (άρθρο 2α και γ Ν. 2472/1997).

Περαιτέρω, ως ευαίσθητα χαρακτηρίζονται τα προσωπικά δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και τη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων (άρθρο 2β Ν. 2472/1997).

Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων συμπεριλαμβάνει κάθε ενέργεια από το στάδιο της συλλογής ως το στάδιο της δημοσίευσης και της αποθήκευσης (άρθρο 2δ Ν. 2472/1997). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων στον επίσημο ιστότοπο της ΕΛ.ΑΣ. αποτελεί επεξεργασία και κατ’ αρχήν εμπίπτει στο πεδίο της ρύθμισης και στις αυστηρές προϋποθέσεις του Ν. 2472/1997.

Εντούτοις, ο Ν. 2472/1997 εξαιρεί ρητά από το πεδίο εφαρμογής του «την επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται από τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων, που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο και ιδίως εγκλημάτων κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, ως και τελουμένων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων» (άρθρο 3 § 2β Ν. 2472/1997).

Η Εξουσία Δημοσιοποίησης Προσωπικών Δεδομένων Κατηγορουμένων από τις Εισαγγελικές Αρχές
Για την ποινική δίωξη ή καταδίκη των αδικημάτων του άρθρου 3 § 2β Ν. 2472/1997 ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών ή ο Εισαγγελέας Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο, δύναται με διάταξή του να επιτρέπει τη δημοσιοποίηση ευαίσθητων δεδομένων φυσικών προσώπων που κατηγορούνται για τα αδικήματα αυτά. Η διάταξη πρέπει να είναι ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη, να προσδιορίζει τον τρόπο δημοσιοποίησης και το χρονικό διάστημα που αυτή θα διαρκέσει. Η δημοσιοποίηση αυτή αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων. Κατά της εισαγγελικής διάταξης επιτρέπεται προσφυγή εντός 2 ημερών από τη γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο ή κατάδικο ενώπιον του Προϊστάμενου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ή του Προϊστάμενου της Εισαγγελίας Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο, ο οποίος αποφαίνεται εντός 2 ημερών. Μέχρι να αποφανθεί ο αρμόδιος Εισαγγελέας απαγορεύεται η εκτέλεση της διάταξης και η δημοσιοποίηση δεδομένων (άρθρο 2 § β του Ν. 2472/1997).

Κράτος & Πληροφοριακός Αυτοκαθορισμός του Πολίτη
Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων σε συνδυασμό με την αρχή του κράτους δικαίου αποτέλεσε το κύριο μέσο για την προστασία του πολίτη από την αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας. Έτσι και στο Σύνταγμά μας ως βασικός φορέας της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών προβλέπεται πρώτιστα το κράτος (28 § 1 Σ).

Η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων πολιτών από δημόσιες αρχές περιορίζει το δικαίωμα του πληροφοριακού τους αυτοκαθορισμού. Ο πληροφοριακός αυτοκαθορισμός ή, περιφραστικά, το δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, θεμελιώνεται στο άρθρο 9Α του Συντάγματος. Η συνταγματική του προστασία συμπληρώνεται και από τις διατάξεις για το ανθρώπινο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, που περιλαμβάνονται στις διεθνείς συμβάσεις της ΕΣΔΑ (άρθρο 8) του ΔΣΑΠΔ (άρθρο 17) και του ΧΘΔΕΕ (άρθρο 8). Η προστασία του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού από αυθαίρετες επεμβάσεις του κράτους θεωρείται ως αναγκαία προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου και για την συμμετοχή του ως ολοκληρωμένου πολιτικού υποκειμένου στα κοινά.

Το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού δεν είναι απόλυτο αλλά επιδέχεται περιορισμούς βάσει vόμoυ, εφόσον τέτοιοι περιορισμοί (α) έχουν ως διαζευκτικά για σκοπό την εθνική ή δημόσια ασφάλεια, την oικovoμική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη πoιvικώv παραβάσεωv, τηv πρoστασία της υγείας ή της ηθικής ή τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv και ελευθεριώv άλλωv και (β) αποτελούν αvαγκαίο μέτρο για μία δημoκρατική κoιvωvία. Επιπλέον, ακόμη και αν πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις, οι όποιοι περιορισμοί θα πρέπει να συνάδουν και με τις αρχές (γ) της αναλογικότητας και (δ) του σεβασμού του πυρήνα του υπό περιορισμού δικαιώματος. Ο πυρήνας του δικαιώματος στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό, όπως και κάθε θεμελιώδους δικαιώματος, καθορίζεται και οριοθετείται με κριτήριο τον σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια (2 § 1 Σ). Επομένως, το κράτος δύναται με νόμο να δημοσιοποιεί δεδομένα πολιτών, εφόσον τηρεί στο ακέραιο όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις.

Μολονότι λοιπόν δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εκτελεστικού του άρθρου 9Α του Συντάγματος Ν. 2472/1997, η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στις περιπτώσεις δημοσιοποίησης προσωπικών δεδομένων από τις εισαγγελικές αρχές δεν είναι απεριόριστη αλλά ρυθμίζεται από τις σχετικές γενικές ουσιαστικές και δικονομικές ποινικές διατάξεις (άρθρο 3 § 2β Ν. 2472/1997), όπως αυτές ερμηνεύονται από το άρθρο 9Α του Συντάγματος και τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ, 17 του ΔΣΑΠΔ και 8 του ΧΘΔΕΕ. Τυγχάνει επίσης εφαρμογής η προστασία του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου (6 § 2 ΕΣΔΑ) και η αρχή της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας (241 ΚΠολΔ), που αποβλέπουν στην προστασία της προσωπικότητας του κατηγορουμένου.

Περαιτέρω και εφόσον πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα υγείας, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ιατρικού απορρήτου, τότε τυγχάνει εφαρμογής και το άρθρο 13 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005). Οι διατάξεις του παραπάνω άρθρου προβλέπουν ότι κάθε ιατρός οφείλει να τηρεί αυστηρά απόλυτη εχεμύθεια για οποιοδήποτε ευαίσθητο δεδομένο υγείας του ασθενή του, που υποπίπτει στην αντίληψή του ή του αποκαλύπτει ο ασθενής στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του. Άρση του ιατρικού απορρήτου επιτρέπεται μόνο όταν (α) ο ιατρός αποβλέπει στην εκπλήρωση νομικού καθήκοντος ή (β) ο ιατρός αποβλέπει στη διαφύλαξη έννομου ή άλλου δικαιολογημένου, ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος ή συμφέροντος του ίδιου του ιατρού ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά, ή (γ) όταν συντρέχει κατάσταση ανάγκης ή άμυνας. Σημαντική επίσης είναι η πρόβλεψη ότι οι ιατροί που ασκούν δημόσια υπηρεσία ελέγχου, επιθεώρησης ή πραγματογνωμοσύνης απαλλάσσονται από την υποχρέωση τήρησης του ιατρικού απορρήτου μόνο έναντι των εντολέων τους και μόνο ως προς το αντικείμενο της εντολής και τους λοιπούς όρους χορήγησής της.

Συμπερασματικά, η διάταξη του άρθρου 3 § 2β Ν. 2472/1997, η οποία εισήχθη με το άρθρο 8 του Ν. 3625/2007 (ΦΕΚ Α 290/24.12.2007) επί υπουργίας Χατζηγάκη μαζί με άλλες διατάξεις για την επιτήρηση των διαδηλώσεων μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης, δεν απαλλάσσει τις εισαγγελικές αρχές από τον σεβασμό του δικαιώματος του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού, όπως αυτό αποτυπώνεται στο άρθρο 9Α του Συντάγματος, καθώς και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, όπως αυτό αποτυπώνεται στα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ, 17 του ΔΣΑΠΔ και 8 του ΧΘΔΕΕ.

Κατά συνέπεια, η έκδοση της εισαγγελικής διάταξης του άρθρου 2 § β του Ν. 2472/1997 υπόκειται στις αναγκαίες σταθμίσεις, που επιβάλλουν τα παραπάνω άρθρα του Συντάγματος και των διεθνών συνθηκών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ήτοι τη διερεύνηση του κατά πόσο η έκδοση μίας τέτοιας εισαγγελικής διάταξης συνάδει ανά περίπτωση με τις αρχές της αναλογικότητας και του σεβασμού του πυρήνα των υπό περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που ο περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό και στην ιδιωτική ζωή από τη δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων κατηγορουμένων είναι δυσανάλογος του επιδιωκόμενου δημοσίου συμφέροντος, τα υποκείμενα των δεδομένων έχουν το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας για την ζημία που παρανόμως υπέστησαν.

Η Περίπτωση της Δημοσιοποίησης Στοιχείων Οροθετικών Γυναικών
Η δημοσιοποίηση των ευαίσθητων δεδομένων υγείας των έντεκα (11) οροθετικών γυναικών από τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές είχε ως αποτέλεσμα τον μόνιμο κοινωνικό τους στιγματισμό, γεγονός που προκάλεσε σοβαρότατη βλάβη στην προσωπικότητά τους.

Ο εν λόγω περιορισμός του δικαιώματος στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό μέσα από την έκδοση της σχετικής εισαγγελικής διάταξης ήταν λόγω της έκτασης και της έντασής του δυσανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού, αφού δεν αποτέλεσε ούτε πρόσφορο ούτε αναγκαίο αλλά ούτε και αναλογικό μέτρο σε συνάρτηση με τον σκοπό της πρόληψης / καταστολής του εγκλήματος, καθώς ένας τέτοιος σκοπός δημοσίου συμφέροντος μπορούσε να εξυπηρετηθεί με πιο ήπια και ισορροπημένα μέσα. Περαιτέρω, ο εν λόγω περιορισμός έθιξε το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα στον πυρήνα του, καθώς επρόκειτο για ευαίσθητα δεδομένα υγείας και, μάλιστα, για δεδομένα υγείας, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα την κοινωνική απομόνωση των υποκειμένων των δεδομένων. Άλλωστε, όπως εφαρμόστηκε, οδήγησε στην βίαιη διαπόμπευση και υποβάθμιση της προσωπικότητάς τους με τρόπο που προσβάλλει βάναυσα την ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια και, επομένως, πλήττει στον πυρήνα του το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμά τους στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό. Τέλος, η συγκεκριμένη εισαγγελική διάταξη ήταν αντίθετη στον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας των κατηγορουμένων και, συνεπώς, παραβίασε το ανθρώπινο δικαίωμα των γυναικών αυτών σε δίκαιη δίκη (6 § 2 ΕΣΔΑ).

Πρέπει ακόμη να προστεθεί ότι τα ευαίσθητα δεδομένα υγείας των οροθετικών γυναικών καλύπτονταν από το ιατρικό απόρρητο. Είναι λοιπόν αναγκαίο να ερευνηθεί κατά πόσο η γνωστοποίηση δεδομένων υγείας από τους ιατρούς του ΚΕΕΛΠΝΟ στις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές παραβίασε το ιατρικό απόρρητο των εν λόγω οροθετικών γυναικών.

Μέσα Έννομης Προστασίας
Από την πιο πάνω δημόσια ανακοίνωση των προσωπικών τους δεδομένων, ευαίσθητων και μη, οι παραπάνω έντεκα (11) γυναίκες υπέστησαν προσβολή της προσωπικότητάς τους, δηλαδή της τιμής και της υπόληψης τους (ΔΕφΑθ 2767/2007). Το δε γεγονός ότι η προσβολή αυτή προήλθε όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως αλλά και από υλικές ενέργειες των εισαγγελικών και αστυνομικών υπηρεσιών δεν αλλάζει την δυνατότητα παροχής δικαστικής προστασίας (ΣτΕ Ολ. 3045/1992, ΑΕΔ5/1995).

Αν λοιπόν σύμφωνα με τα παραπάνω η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων των οροθετικών ιερόδουλων θεωρηθεί ότι αντίκειται στο Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τότε θεμελιώνεται ευθύνη του Δημοσίου σε αποζημίωση για κάθε περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη (105 ΕισΝΑΚ) αλλά και δυνατότητα προσωρινής δικαστικής προστασίας για την παύση της δημοσιοποίησης και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Οι σχετικές διαφορές δικάζονται ως διοικητικές διαφορές ουσίας από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια.

Περισσότερα
Ν. 2472/1997 για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Υπ’ αρ. 4/2016 ΕγκΕισ ΑΠ «Περί δημοσιοποίησης στοιχείων ταυτότητας διωκομένων προσώπων κατ’ άρθρο 2 περ.β΄του Ν.2472/97».