Η Φοροδιαφυγή στην Ελληνική Νομοθεσία

Οι παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας ταξινομούνται σε τρεις βασικές ομάδες : (α) πράξεις φοροδιαφυγής, δηλαδή παραπλανητικές ή ανακριβές πράξεις ή παραλείψεις σε σχέση με τις φορολογικές οφειλές με σκοπό την μη πληρωμή του νόμιμου φόρου, (β) πράξεις φοροαποφυγής, δηλαδή πρακτικές επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού για την τεχνητή απομείωση των φορολογικών οφειλών, και (γ) υπερημερία του φορολογουμένου, δηλαδή καθυστέρηση της πληρωμής ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών.

Φοροδιαφυγή (tax evasion) συνιστά κάθε πράξη, που αποσκοπεί στην ολική ή μερική αποφυγή φορολογικής υποχρέωσης κατά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας. Η φοροδιαφυγή έχει διάφορες μορφές με βασικότερες τις εξής : (α) απόκρυψη εισοδημάτων, (β) εμφάνιση υπερβολικών ή εικονικών δαπανών, (γ) μη υποβολή ή η ανακριβής υποβολή φορολογικών δηλώσεων, (δ) μη απόδοση ΦΠΑ, και (ε) νόθευση βιβλίων και στοιχείων

Ορισμοί
Πλαστό είναι το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου (άρθρο 66 § 5 του ΚΦΔ).

Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο. Δεν είναι εικονικό το φορολογικό στοιχείο που εξέδωσε ή έλαβε η κοινωνία κληρονόμων ή ο κληρονόμος ή σύζυγος ή τέκνο αποβιώσαντος ή συνταξιοδοτηθέντος συζύγου ή γονέα, το οποίο φέρεται ότι εκδόθηκε ή λήφθηκε από τον αποβιώσαντα ή συνταξιοδοτηθέντα επιτηδευματία, εφόσον αφορά πραγματική συναλλαγή και πριν από κάθε είδους φορολογικό έλεγχο, έχει καταχωρηθεί στα βιβλία τόσο του λαμβάνοντα όσο και του εκδώσαντα το στοιχείο, η αξία αυτού έχει συμπεριληφθεί στις οικείες δηλώσεις ΦΠΑ και φορολογίας εισοδήματος και έχει γίνει η απόδοση των φόρων που προκύπτουν από το στοιχείο αυτό (άρθρο 66 § 5 του ΚΦΔ).

Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογούμενου (άρθρο 66 § 2 του ΚΦΔ).

Νομικό Πλαίσιο
Το ποινικό αδίκημα της φοροδιαφυγής προβλέπεται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας» [ΚΦΔ]. Πριν την θέση σε ισχύ του Ν. 4174/2013 η φοροδιαφυγή ρυθμιζόταν από το άρθρο 18 του Ν. 2523/1997, το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 71 § 1 του Ν 4337/2015.

Προστατευόμενο έννομο αγαθό του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013 είναι η εξασφάλιση της απαίτησης του Δημοσίου στο φορολογικό έσοδο, ενώ στην περίπτωση της μη απόδοσης ΦΠΑ έννομο αγαθό θεωρείται η ήδη ενεστώσα περιουσία του Δημοσίου.

Το Ποινικό Αδίκημα της Φοροδιαφυγής
Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση (άρθρο 66 § 1 του ΚΦΔ) :

  • Προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη.
  • Προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές,
  • Προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο το φόρο αυτόν.

Για την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται ιδίως υπόψη το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε και η διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης. Η μεταχείριση από τον δράστη ιδιαιτέρων τεχνασμάτων συνιστά επιβαρυντική περίσταση (άρθρο 66 § 6 του ΚΦΔ).

Διακεκριμένες Περιπτώσεις Φοροδιαφυγής
Το έγκλημα φοροδιαφυγής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών (άρθρο 66 § 3 του ΚΦΔ) :

α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή
β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος (αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή (ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση.

Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς (άρθρο 66 § 4 του ΚΦΔ).

Ειδική Υπόσταση του Αδικήματος της Φοροδιαφυγής
Το άρθρο 66 του ΚΦΔ είναι λευκός ποινικός νόμος. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της φοροδιαφυγής πρέπει να αναζητάται στις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας που ορίζουν το υποκείμενο, το αντικείμενο, τον χρόνο, αλλά και τον τρόπο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της φοροδιαφυγής απαιτείται πρόθεση, η οποία πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος. Ενδεικτικά, αν ο φορολογούμενος από αμέλεια υπέβαλε ανακριβή δήλωση ή δεν συμπεριέλαβε σε αυτή τα υποχρεωτικά από τον νόμο στοιχεία, γιατί δεν τα γνώριζε ή βρισκόταν σε νομική πλάνη, τότε δεν στοιχειοθετείται πρόθεση φοροδιαφυγής.

Επιπρόσθετα, το αδίκημα της φοροδιαφυγής είναι έγκλημα σκοπού. Συγκεκριμένα, ο νόμος επιβάλλει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση (27 § 2 ΠΚ) και, συγκεκριμένα, πρόθεση με σκοπό την αποφυγή της πληρωμής φόρου. Συνεπώς, φοροδιαφυγή δεν τελείται όταν απουσιάζει τέτοια πρόθεση.

Συρροή Φοροδιαφυγής με το Αδίκημα της Έκδοσης Πλαστών ή Εικονικών Φορολογικών Στοιχείων
Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη εγκλήματος φοροδιαφυγής, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος (άρθρο 66 § 5 του ΚΦΔ).

Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται (άρθρο 66 § 5 του ΚΦΔ) :

  1. Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και
  2. Με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.

Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος.

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η πράξη της έκδοσης πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων ή της νόθευσης τέτοιων στοιχείων, έχει γίνει υπό όρο ανέγκλητη. Δηλαδή η σχετική πράξη, όταν ο υπαίτιος χρησιμοποίησε τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία για την τέλεση ή υποστήριξη φοροδιαφυγής δεν είναι πλέον αυτοτελώς κολάσιμη, αλλά απορροφάται από την πράξη της φοροδιαφυγής, η οποία καλύπτει και την απαξία της πρώτης (ΑΠ 37/2017).

Συρροή Φοροδιαφυγής με Άλλα Αδικήματα
Φαινόμενη συρροή ή απλή συρροή νόμων, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη συρροή εγκλημάτων του άρθρου 94 ΠΚ, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση ενός προσώπου υπόκειται εκ πρώτης όψεως σε περισσότερους ποινικούς νόμους, υπό τη λογική και αξιολογική σχέση των οποίων προκύπτει ότι μόνο ένας από τους νόμους αυτούς είναι εφαρμοστέος, οι δε λοιποί αποκλείονται και μόνο φαινομενικά συρρέουν. Έτσι φαινόμενη συρροή υφίσταται στην περίπτωση που περισσότεροι νόμοι, οι οποίοι καλύπτουν την όλη απαξία και υπόσταση της πράξεως, τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό. Τότε, σύμφωνα με την αρχή της ειδικότητας, ο ειδικός νόμος, αν δεν διαλαμβάνει ρήτρα επικουρικότητας, αποκλείει την εφαρμογή του γενικού. Αλλά και όταν οι περισσότερες πράξεις που διώκονται ποινικά δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, γιατί συγκροτούν την έννοια ενός μόνο εγκλήματος, είτε γιατί η μία αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε γιατί χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την εκτέλεσή της, είτε, τέλος, εμφανίζεται ως συνέπεια της προηγούμενης πράξεως, οπότε διώκεται μόνο αυτή, απορροφά δε και την άλλη, εφόσον η τελευταία δεν προσβάλλει διαφορετικό έννομο αγαθό. Όταν όμως με την εγκληματική δραστηριότητα ενός προσώπου προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικούς νόμους, τότε υπάρχει αληθινή συρροή (Ολ ΑΠ 179/1990).

Πιο συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 94 § 1 και 2 ΠΚ, πραγματική συρροή υπάρχει όταν με περισσότερες υλικές πράξεις του υπαιτίου τελούνται ισάριθμα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες αυτοτελείς ποινές και τελικά επιβάλλεται μία συνολική εκτιτέα ποινή με τον προβλεπόμενο τρόπο επαύξησης της βαρύτερης από αυτές, ενώ κατ’ ιδέα (ή τυπική) αληθινή συρροή υπάρχει όταν με μία υλική πράξη του υπαιτίου τελούνται περισσότερα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες ποινές και τελικά επαυξάνεται ελεύθερα η βαρύτερη από αυτές μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής βάσης (εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά με ειδική διάταξη νόμου). Τόσο η πραγματική όσο και η αληθινή κατ’ ιδέα συρροή μπορεί να προσβάλλει, το ίδιο έννομο αγαθό (ομοειδής συρροή) ή διαφορετικά έννομα αγαθά (ετεροειδής συρροή). Αντίθετα, φαινομενική συρροή ή συρροή νόμων, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για τη συρροή εγκλημάτων του άρθρου 94 ΠΚ, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση του υπαιτίου εμφανίζεται (φαίνεται) να εμπίπτει στο πραγματικό περισσότερων ποινικών νόμων, αλλά, από τη λογική και αξιολογική συσχέτιση αυτών και με βάση τις αρχές της ειδικότητας, της επικουρικότητας και της απορρόφησης, συνάγεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο ένας έχει εφαρμογή και αποκλείονται η λοιποί, ώστε να τελείται μία μόνο αξιόποινη πράξη, για την οποία επιβάλλεται μία ποινή. Ειδικότερα, με βάση την αρχή της ειδικότητας, αν δύο ποινικές διατάξεις τελούν σε σχέση γενικής προς ειδική και δεν υπάρχει ρήτρα επικουρικότητας, η ειδική διάταξη αποκλείει την εφαρμογή της γενικής. Με βάση της αρχή της επικουρικότητας, αν η μία ποινική διάταξη είναι επικουρική έναντι της άλλης, έχει εφαρμογή η αυστηρότερη. Ενώ, με βάση την αρχή της απορρόφησης, αν οι περισσότερες πράξεις δεν είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες και αυτοτελώς κολάσιμες, επειδή συγκροτούν την έννοια του ίδιου εγκλήματος και με την εφαρμογή της μίας ποινικής διάταξης καλύπτεται πλήρως η απαξία και η υπόσταση της πράξης του υπαιτίου, οι λοιπές απορροφώνται, όπως συμβαίνει όταν είτε η μία πράξη (στο σύνολο της) είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης είτε προσβάλλει, το ίδιο έννομο αγαθό και τελέστηκε για να γίνει δυνατή η τέλεση της άλλης που ακολούθησε (αναγκαίο μέσο τέλεσής της) ή η νεότερη πράξη αποτελεί αναγκαία συνέπεια εκείνης που προηγήθηκε (Ολ.ΑΠ 179/90). Στην περίπτωση της αληθινής κατ’ ιδέα συρροής, το δεδικασμένο (ή η εκκρεμοδικία) εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, και δεν κωλύεται νέα ποινική δίωξη για την άλλη πράξη, που συρρέει κατ’ ιδέα με την πρώτη και δεν έχει κριθεί (ΟλΑΠ 1110/82).

Σύμφωνα με αποφάσεις του Αρείου Πάγου έχει κριθεί ότι η φοροδιαφυγή συρρέει φαινομενικά με το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 (ΑΠ 357/2013, 446/2014). Αντίθετη ωστόσο Αρεοπαγητική νομολογία έχει κρίνει ότι : “[π]έραν δε των ανωτέρω με τη θέσπιση και τιμωρία των αδικημάτων της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (Ν 1882/1990) και της φοροδιαφυγής (Ν 2523/1997), όπως ισχύουν, επιδιώκεται η προστασία διαφορετικών εννόμων αγαθών που πλήττονται με την τέλεση των προειρημμένων εγκλημάτων και ειδικότερα αφενός μεν των δημοσίων εσόδων, με την είσπραξη των πάσης φύσεως και ανεξαρτήτου αιτίας βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο και αφετέρου της εμπέδωσης και διασφάλισης φορολογικής συνείδησης και ισονομίας, με την εκπλήρωση από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα των αναλογούντων σ αυτά φορολογικών υποχρεώσεων, με την αποφυγή των οποίων επιβαρύνονται δυσανάλογα οι υπόλοιποι από τους προς τούτο υπόχρεους (ΑΠ 791/2014).

Η συρροή της φοροδιαφυγής με τα αδικήματα της απάτης ή / και της πλαστογραφίας είναι φαινόμενη για τον λόγο ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό των συρρεόμενων αδικημάτων ταυτίζεται [περιουσιακή ζημία του Δημοσίου]. Κατά συνέπεια, εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις για τη φοροδιαφυγή ως ειδικότερες και ευμενέστερες. Κατ’ εξαίρεση, αν η πράξη της φοροδιαφυγής έχει και άλλο προορισμό και παράγει και άλλες συνέπειες ή ο δράστης επιδιώκει ή προσπορίζει και άλλο τυχόν όφελος πέρα από το αντίστοιχο ποσό φόρου που διαφεύγει, η συρροή είναι αληθινή. Σε ό,τι αφορά όμως το αδίκημα της παράνομης επιστροφής ΦΠΑ, το προσβαλλόμενο αγαθό είναι η ενεστώσα περιουσία του Δημοσίου. Η άποψη ότι μεταξύ της διάταξης αυτής και της απάτης υφίσταται φαινομενική συρροή, στην οποία η διάταξη περί φοροδιαφυγής απωθεί ως ειδικότερη τη διάταξη της απάτης, είναι συνεπής προς την επιλογή του νομοθέτη να χαρακτηρίσει ως φοροδιαφυγή αυτή τη συγκεκριμένη μορφή απάτης, επιφυλάσσοντάς της την ίδια μεταχείριση με τα άλλα φορολογικά αδικήματα, παρά την ιδιαίτερη απαξία της.

Η Ποινική Δικονομία στα Αδικήματα Φοροδιαφυγής
Εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, υποβάλλεται αμελλητί μηνυτήρια αναφορά από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ή από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης ή από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 68 § 1 του ΚΦΔ).

Η παραγραφή των εγκλημάτων φοροδιαφυγής αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής (άρθρο 68 § 2 του ΚΦΔ).

Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία. Το ποινικό δικαστήριο δύναται πάντως, σε περίπτωση που κρίνει ότι η έκβαση εκκρεμούς διοικητικής δίκης είναι ουσιώδης για τη δική του κρίση επί της υπόθεσης, να αναστείλει με απόφασή του την ποινική δίκη μέχρι την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου (άρθρο 68 § 3 του ΚΦΔ).

Αρμόδιο δικαστήριο είναι, κατά περίπτωση, το μονομελές ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το μονομελές εφετείο κακουργημάτων της έδρας της αρμόδιας για τη φορολόγηση ΔΥΟ (άρθρο 68 § 4 του ΚΦΔ).

Το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων και για τις αξιώσεις του που απορρέουν από τα εγκλήματα φοροδιαφυγής. Όταν η δίωξη ασκείται σε βαθμό πλημμελήματος, το Δημόσιο μπορεί να εκπροσωπείται και από τον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή τον οριζόμενο από αυτόν υπάλληλο (άρθρο 68 § 5 του ΚΦΔ).

Περισσότερα
Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013, ΦΕΚ 170/Α/26-07-2013).