Η Λήψη και Διατήρηση DNA στο Πλαίσιο της Ποινικής Διαδικασίας

Είναι αναγκαία η προηγούμενη συναίνεση του προσώπου για τη λήψη γενετικού του υλικού στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας ή νομιμοποιούνται οι αρχές για την αναγκαστική του υποβολή σε μία τέτοια ανακριτική πράξη; Ποιος είναι ο κύκλος των προσώπων, που επιτρέπεται να υπαχθούν στη διαδικασία λήψης γενετικού υλικού; Για πόσο χρόνο οι αρμόδιες αρχές έχουν το δικαίωμα διατήρησης γενετικών αποτυπωμάτων στη σχετική εθνική βάση δεδομένων; Ποιοι φορείς και με ποια διαδικασία δύνανται να έχουν πρόσβαση στη βάση αυτή;

Με την υπ’ αρ. 15/2011 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή επανήλθε στην επικαιρότητα το ζήτημα της υποχρεωτικής λήψης γενετικού υλικού DNA ως μέτρο δικονομικού καταναγκασμού στα πλαίσια της ποινικής ανάκρισης. Με την παραπάνω γνωμοδότηση ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έδωσε το πράσινο φως για την δια της βίας απόσπαση γενετικού υλικού από υπόπτους για ποινικά αδικήματα. Η γνωμοδότηση αυτή είναι άλλος ένας κρίκος στη μακρά αλυσίδα νόμων και πρακτικών των κρατικών αρχών, που δίνουν εμφατικά προβάδισμα στην δημόσια ασφάλεια σε βάρος της προσωπικής ελευθερίας.

Ορισμοί

Το δε(σ)οξυριβο(ζο)νουκλεϊ(νι)κό οξύ (Deoxyribonucleic acid – DNA) είναι το χημικό πρότυπο, το οποίο μπορεί να ανευρεθεί σχεδόν σε κάθε κύτταρο του σώματος και οι εμπεριεχόμενες σε αυτό γενετικές πληροφορίες, οι οποίες βρίσκονται υπό τη μορφή ενός κώδικα ή γλώσσας, καθορίζουν τα φυσικά χαρακτηριστικά και κατευθύνουν όλες τις χημικές διεργασίες του σώματος. Εκτός από την περίπτωση των πανομοιότυπων διδύμων, το DNA κάθε προσώπου είναι μοναδικό (βλ. ΕΔΔΑ, S and Marper v. U.K., 4-12-2008). Γενετικό υλικό αποτελεί οποιοδήποτε υλικό βιολογικής προέλευσης, όπως αίμα, τρίχα, δέρμα, σάλιο κλπ. Τα δείγματα DNA είναι κυτταρικά δείγματα και οποιαδήποτε επιμέρους δείγματα ή μερικά δείγματα, τα οποία διατηρούνται εξ αυτών κατόπιν σχετικής ανάλυσης. Τα προφίλ DNA είναι ψηφιοποιημένες πληροφορίες, που είναι αποθηκευμένες σε ηλεκτρονική μορφή στην Εθνική Βάση Δεδομένων DNA, μαζί με λεπτομερή στοιχεία των προσώπων στα οποία αναφέρονται (βλ. ΕΔΔΑ, S and Marper v. U.K., 4-12-2008). Περαιτέρω, γενετικό αποτύπωμα αποκαλείται το αποτέλεσμα της γενετικής ανάλυσης του υλικού ενός προσώπου, που αφορά στην ταυτοποίησή του, στη διαπίστωση του φύλου και της συγγένειας στην ίδια γενετική γραμμή, της φυλετικής προέλευσης ή, τέλος, στην υγεία του. Τα γενετικά αποτυπώματα αλλά και κάθε γενετικό δεδομένο αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, αφού βάσει αυτών είναι δυνατή τόσο η ταυτοποίηση όσο και ο προσδιορισμός του φύλου, της συγγένειας, της φυλετικής προέλευσης και της υγείας του προσώπου, που αφορούν (άρθρο 2 α’ και β’ Ν. 2472/1997), η δε λήψη και ανάλυσή τους συνιστά επεξεργασία υπό την έννοια του Ν. 2472/1997 (βλ. ΕΔΔΑ, S and Marper v. U.K., 4-12-2008, σκέψεις 68, 71 – 72).

Στάθμιση Θεμελιωδών Δικαιωμάτων / Συμφερόντων

Το δικαίωμα του ανθρώπου στο γονιδίωμα και το σώμα του προστατεύονται συνταγματικά με ένα συνδυασμό διατάξεων για την ανθρώπινη αξία, την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή. Κατ’ αρχάς, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας (2 παρ. 1 Σ). Επιπλέον, καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη (5 παρ. 1 Σ). Περαιτέρω, καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιοϊατρικών παρεμβάσεων (5 παρ. 5 Σ). Επιπρόσθετα, καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει (9Α Σ). Στην περίπτωση της λήψης και διατήρησης DNA στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας τα προαναφερόμενα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα του θιγόμενου προσώπου συγκρούονται με το συμφέρον της Πολιτείας για τη βεβαίωση της τέλεσης των εγκλημάτων, τη δίωξη των δραστών, την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και γενικότερα την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των άλλων (25 παρ. 1 και 2, 96 Σ) Τα ατομικά δικαιώματα επιδέχονται περιορισμούς, εφόσον δεν θίγεται ο πυρήνας τους, εάν αυτοί ορίζονται ενιαίως και αντικειμενικώς, δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, τελούν σε πρόδηλη λογική συνάφεια με το σκοπό αυτό, είναι πρόσφοροι/κατάλληλοι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν απονέμουν στη Διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια (ΣτΕ Ολ. 3037/2008, 3665/2005). Οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων ορίζονται ενιαίως και αντικειμενικώς, αν προκύπτουν από σαφή διάταξη νόμου ή τουλάχιστον αν συνάγονται σαφώς από το νόμο. Όσο εντονότερη είναι η επέμβαση στο δικαίωμα, τόσο επιτακτικότερη είναι η ανάγκη ειδικότητας της νομοθετικής ρυθμίσεως (βλ. ΣτΕ Ολ. 252/2008, 1776/2007). Επίσης, η υπό έρευνα διάταξη νόμου πρέπει να παρέχει επαρκείς εγγυήσεις κατά αυθαιρεσιών και να καθορίζει με σαφήνεια το εύρος της αρμοδιότητας των αρμόδιων αρχών και τον τρόπο άσκησής της (βλ. ΕΔΔΑ, S and Marper v. U.K., 4-12-2008, σκ. 95). Ο σκληρός πυρήνας των ατομικών δικαιωμάτων καθορίζεται με ερμηνευτικό κριτήριο την θεμελιώδη αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (2 παρ. 1 Σ και 3 ΕΣΔΑ). Κατά τον έλεγχο της συμβατότητας μίας διάταξης δικαίου με το Σύνταγμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα κατ’ αρχάς εξετάζεται εάν η σχετική υπό έρευνα διάταξη συνιστά επέμβαση (περιορισμό) σε ατομικό δικαίωμα. Ακολούθως, εξετάζεται εάν η επέμβαση προβλέπεται σε νόμο που φέρει συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, και εάν αυτή είναι καταρχήν δικαιολογημένη με αναφορά σε έναν από τους θεμιτούς σκοπούς περιορισμού του δικαιώματος. Σε καταφατική περίπτωση ελέγχεται εάν το μέτρο εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό. Τέλος, εξετάζεται αν το μέτρο είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία, δηλαδή αναλογικό προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, S. and Marper vs. U.K., 4-12-2008, σκ. 67). Ένα μέτρο τότε μόνο αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό (ΣτΕ 3370/2008, 990/2004 κ.α.). Η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ) επιβάλλει οι περιορισμοί του ατομικού δικαιώματος να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Συγκεκριμένα, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να ακολουθούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλ. να είναι: α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη και το κοινό και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλ. σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (ΑΠ Ολ 43/2005). Όσο πιο έντονος είναι ο περιορισμός, τόσο πιο απαραίτητη είναι η δικαιολόγηση της αναγκαιότητας του υπό κρίση μέτρου (βλ. ΟλΣτΕ 3177/2007, 3665/2005). Η αναγκαιότητα και προσφορότητα μέσου προς σκοπό απόκειται καταρχήν στο νομοθέτη, ωστόσο υπόκειται στο δικαστικό έλεγχο όταν είναι προφανώς δυσανάλογη (βλ. ΣτΕ Ολ. 3665/2005, ΔΕΕ, C-280/93, Συλλογή 1994, Ι-4973, σκ. 90 επ. και C-306/93, Συλλογή 1994, Ι-5555 σκ. 27). Στην περίφημή απόφασή του S and Marper v. U.K. το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι η λήψη γενετικού υλικού και η δημιουργία αρχείου με γενετικά αποτυπώματα αποτελεί περιορισμό/επέμβαση του κράτους στο ατομικό δικαίωμα της προστασίας προσωπικών δεδομένων, η οποία όμως είναι κατ’ αρχήν θεμιτή, εφόσον έχει ως σκοπό την εξιχνίαση αξιόποινων πράξεων τόσο σε συγκεκριμένη, τρέχουσα ποινική διαδικασία όσο και σε μελλοντικές (ΕΔΔΑ, S and Marper v. U.K., 4-12-2008, σκ. 100).

Η Αρχή της Συναίνεσης στο Διεθνές Δίκαιο

Σύμφωνα με τη διεθνούς δικαίου αρχή της συναίνεσης “(ε)πέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του. Το πρόσωπο αυτό θα ενημερώνεται εκ των προτέρων καταλλήλως ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, κα8ώς και ως προς τα επακόλουθα και κινδύνους που αυτή συνεπάγεται. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί ελεύθερα και οποτεδήποτε να ανακαλέσει τη συναίνεσή του” (άρθρο 5 Ν. 2619/1998, που ενσωματώνει τη διεθνή Σύμβαση του Οβιέδο). Η αρχή της συναίνεσης έχει ως ηθικοπολιτική δικαιολόγηση το ότι η οποιαδήποτε διά της βίας ασκούμενη σωματική επενέργεια με σκοπό τη συλλογή γενετικού υλικού συνεπάγεται την “εργαλειοποίηση” του ανθρώπινου σώματος για την άντληση απόκρυφων πληροφοριών προσκρούοντας έτσι στην θεμελιώδη αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας (άρθρα 2 παρ. 1 Σ και 3 ΕΣΔΑ). Υπό μία πιο ασθενή ερμηνεία της παραπάνω αρχής η προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας επέρχεται μόνον όταν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, το είδος και τον τρόπο υπό τον οποίο εκδηλώνεται υποβιβάζει πράγματι το άτομο σε αντικείμενο, σε απλό μέσο των οργάνων της ποινικής καταστολής για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Τούτο συμβαίνει όταν λ.χ. συνοδεύεται από απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, όταν υπερβαίνει καταφανώς το μέτρο της αναλογίας ή όταν γενικότερα η διενέργειά του αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της ανάκρισης, δηλαδή στις αρχές της αναγκαιότητας, της αναγκαίας αναλογίας, της απαγόρευσης του υπέρμετρου και του προσήκοντος βαθμού των υπονοιών. Έτσι, η παραπάνω αρχή δεν εμφανίζεται στις διεθνείς συμβάσεις ως απόλυτη, αφού ορίζεται ρητά ότι το δικαίωμα του προσώπου να αρνείται την επέμβαση υπόκειται σε περιορισμούς, εφόσον “ορίζονται δια νόμου και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, την πρόληψή του εγκλήματος, την προστασία της δημόσιας υγείας ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων” (άρθρο 26 παρ. 1 Ν. 2619/1998, που ενσωματώνει τη διεθνή Σύμβαση του Οβιέδο). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 9 της μη δεσμευτικής Διακήρυξης της UNESCO για το Ανθρώπινο Γονιδίωμα και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου της 11ης Νοεμβρίου 1997 “(γ)ια να προστατευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες, περιορισμοί των αρχών της συναίνεσης και του απορρήτου ορίζονται αποκλειστικώς από το νόμο, για επιτακτικούς λόγους εντός των ορίων του δημοσίου διεθνούς δικαίου και του διεθνούς δίκαιου ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. Η νομική οδός για το επιτρεπτό της λήψης δειγμάτων γενετικού υλικού χωρίς τη συναίνεση του υπόπτου είχε διανοιχθεί ήδη από νωρίς. Έτσι, στην τέταρτη αρχή της Σύστασης (92) 1 του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφερόταν ότι η θέσπιση της λήψης δειγμάτων γενετικού υλικού χωρίς τη συναίνεση του υπόπτου “αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη υπό την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο απαιτείται από τις περιστάσεις της σχετικής υπόθεσης”. Η παραπάνω Σύσταση δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα για τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), εντούτοις αποτέλεσε και αποτελεί ισχυρό ερμηνευτικό εργαλείο των άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης από το ΕΔΔΑ στις υποθέσεις, όπου κράτη – μέλη φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξαιτίας λήψης DNA χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Νομικό Πλαίσιο

Η “Συνθήκη του Prum”, γνωστή και ως “Schengen ΙΙΙ” προήλθε από διαπραγματεύσεις που άρχισαν το 1997 με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και συνεχίστηκαν το 2004 με το πρόγραμμα της Χάγης. Με την εν λόγω Συνθήκη προβλέπεται η διακρατική συνεργασία για την άμεση πρόσβαση των κρατικών αρχών κάθε κράτους – μέλους σε όλες τις εθνικές βάσεις δεδομένων DNA και δακτυλικών αποτυπωμάτων με σκοπό τη διερεύνηση και καταστολή εγκλημάτων. Η Συνθήκη αποσκοπεί ρητά στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας αλλά και στην ενημέρωση και ανταλλαγή δεδομένων κατά τη διάρκεια σημαντικών διοργανώσεων, ώστε να διευκολυνθεί η δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τέλος, στοχεύει στην ενίσχυση της επιχειρησιακής συνεργασίας σχετικά με την πρόληψη και καταστολή της παράνομης μετανάστευσης, ιδίως μέσω κοινών επιχειρησιακών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο αστυνομικής συνεργασίας, όπως κοινών περιπολιών, ελέγχων προσώπων, ομάδων ανάλυσης και επιτήρησης. Η Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ της 23ης Ιουνίου 2008 “σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος” ολοκλήρωσε τη μεταφορά της Συνθήκης του Prum στο κοινοτικό κεκτημένο και έθεσε τη νομική βάση για τη δημιουργία του μεγαλύτερου πανευρωπαϊκού δικτύου βάσεων δεδομένων των αστυνομικών αρχών. Με την εν λόγω Απόφαση η χώρα μας ανέλαβε διεθνείς δεσμεύσεις αναφορικά με την υποχρέωση σύστασης εθνικών αυτοματοποιημένων αρχείων DNA και τη μέσω αυτής διευκόλυνση της διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών για την πρόληψη και διερεύνηση αξιόποινων πράξεων. Συγκεκριμένα, με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 α΄ της Απόφασης η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση για την εντός τριών ετών σύσταση και τήρηση εθνικής βάσης DNA καθώς και για την ανταλλαγή δεδομένων με άλλες εθνικές βάσεις προς το σκοπό της διερεύνησης αξιόποινων πράξεων. Παράλληλα, στο άρθρο 7 της ίδιας Απόφασης η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση για παροχή νομικής συνδρομής μέσω της συλλογής και εξέτασης κυτταρικού υλικού σχετικά με συγκεκριμένο και ευρισκόμενο στο έδαφός της προς ο η αίτηση κράτους-μέλους, πρόσωπο εφόσον δεν υπάρχει ήδη διαθέσιμο το γενετικό του προφίλ στα εθνικά αρχεία. Όσον αφορά την Ελληνική νομοθεσία, με τις τροποποιήσεις του Ν. 3625/2007 εξαιρέθηκε από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997 οποιαδήποτε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που έχει ως σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων και εκτελείται από δικαστικές – εισαγγελικές αρχές και υπηρεσίες, οι οποίες ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους. Για τη ρύθμιση τέτοιου είδους επεξεργασίας εφαρμόζονται κατ’ αποκλειστικότητα οι ισχύουσες ουσιαστικές και δικονομικές ποινικές διατάξεις (άρθρο 3 παρ. 1 β΄ Ν. 2472/1997). Η αυτοεξαίρεση αυτή από το κράτος του πιο σκληρού πυρήνα της κρατικής δράσης από την εφαρμογή του βασικού νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων αποδυνάμωσε σημαντικά τα δικαιώματα των πολιτών απέναντι στην διείσδυση των κρατικών αρχών στην ιδιωτικότητά τους. Η παραπάνω διάταξη ελέγχεται για την εναρμόνισή της με το Σύνταγμα και τις διεθνείς διατάξεις της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού δε συνοδεύεται από ειδικές ρυθμίσεις προστασίας της ιδιωτικότητας με εφαρμογή στις κρατικές αρχές, που εξαιρούνται, καθιστώντας τα όρια της δράσης τους ιδιαίτερα ασαφή και πρακτικά ανεξέλεγκτα. Έτσι, σήμερα, η λήψη DNA στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας ρυθμίζεται κατά βάση από το άρθρο 200Α ΚΠΔ, το οποίο δεν παρέχει αντίστοιχης έκτασης και ποιότητας εγγυήσεις για την προστασία της ιδιωτικότητας, όπως αυτές που παρέχει ο Ν. 2472/1997. Η συστηματική ένταξη του άρθρου 200Α ΚΠΔ στο κεφάλαιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τα αποδεικτικά μέσα καθιστά την ανάλυση γενετικού υλικού ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα δε με τη δομή του άρθρου αυτού η επεξεργασία γενετικού υλικού στα πλαίσια της ποινικής δίκης εντάσσεται σε δύο στάδια και, συγκεκριμένα, στο αρχικό στάδιο της λήψης και ανάλυσης του κυτταρικού δείγματος στο πλαίσιο της εξιχνίασης συγκεκριμένου εγκλήματος και στο δεύτερο στάδιο της τήρησης, αποθήκευσης και αρχειοθέτησης των εξαχθέντων γενετικών αποτυπωμάτων σε βάση δεδομένων με σκοπό τη μελλοντική χρήση. Ως σκοπός της λήψης γενετικού υλικού στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ορίζεται ρητά η διαπίστωση της ταυτότητας του δράστη αξιόποινης πράξης. Όπως θα γίνει παρακάτω κατανοητό, ο σκοπός αυτός είναι αδικαιολόγητα απληροφόρητος, καθώς δεν αποτυπώνει τον γενικότερο σκοπό της πρόληψης και καταστολής ποινικών αδικημάτων, που εξυπηρετείται από τις περαιτέρω προβλέψεις του άρθρου 200Α ΚΠΔ σχετικά με την τήρηση εθνικής βάσης δεδομένων DNA. Στον κύκλο των προσώπων, που υπάγονται στη διαδικασία λήψης γενετικού υλικού, περιλαμβάνεται κάθε πρόσωπο, για το οποίο υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Την ανάλυση του DNA του δικαιούται να ζητήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος για τις ανάγκες της υπεράσπισής του (200Α παρ. 1 ΚΠΔ). Έτσι, η δυνατότητα λήψης DNA από τις αρμόδιες διωκτικές αρχές έχει καταστεί ιδιαίτερα ευρεία μετά και την τροποποίηση του άρθρου 200Α από τον Ν. 3783/2009, αφού πλέον καλύπτει όλα τα κακουργήματα αλλά και τα περισσότερα πλημμελήματα. Στην Ελληνική νομοθεσία ήδη με τις τροποποιήσεις του Ν. 3783/2009 η λήψη του γενετικού υλικού από τις διωκτικές αρχές για ανάλυση του δεοξυριβονουκλεικού οξέος (Deoxyribonucleic Acid – DNA) καθίσταται υποχρεωτική, δίχως να παρέχεται δικαίωμα στο ύποπτο πρόσωπο να αντιτάσσεται (200Α παρ. 1 ΚΠΔ). Η ρήτρα της υποχρεωτικότητας περιλαμβάνει κατά λογική και νομική αναγκαιότητα και τη διά της βίας εκτέλεση της απόφασης των διωκτικών αρχών (βλ. υπ’ αρ. 15/2011 ΓνωμΕισΑΠ). Επιπλέον, η απόφαση περί λήψης DNA λαμβάνεται από το κατά περίπτωση αρμόδιο ανακριτικό όργανο, δηλαδή από οποιονδήποτε αστυνομικό, και όχι από δικαστικό συμβούλιο, όπως ίσχυε πριν τον 3783/2009, ή έστω με ειδική διάταξη εισαγγελέα. Η σύνθετη διαδικαστική ενέργεια της ανάλυσης DNA διακρίνεται στις επιμέρους ανακριτικές πράξεις της συλλογής του βιολογικού υλικού και εν συνεχεία της αποκωδικοποίησης των ενσωματωμένων σ’ αυτό δεδομένων με τη βοήθεια εργαστηριακής εξέτασης. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο (200Α παρ. 1 ΚΠΔ). Αν η ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση (200Α παρ. 2 ΚΠΔ). Αν η ανάλυση αποβεί αρνητική, το γενετικό υλικό και τα γενετικά αποτυπώματα καταστρέφονται αμέσως. Αν όμως η ανάλυση αποβεί θετική, το μεν γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο που συνιστάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Η λειτουργία του αρχείου εποπτεύεται από αντεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά τις κείμενες διατάξεις, με θητεία δύο (2) ετών. Εδώ, ο εθνικός κανόνας δικαίου έρχεται σε αντίθεση με την Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ, τις υποχρεώσεις για τη συμμόρφωση με την οποία υποτίθεται ότι ενσωματώνει, η οποία Απόφαση προβλέπει ότι το προβλεπόμενο αρχείο τελεί υπό τον έλεγχο των εθνικών Αρχών Προστασίας Δεδομένων (άρθρο 30 παρ. 5 της Απόφασης). Το παραπάνω αρχείο, που συνιστά και την εθνική βάση της χώρας για την εκτέλεση των υποχρεώσεών της που απορρέουν από την Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ, τηρείται με σκοπό τη διερεύνηση και εξιχνίαση άλλων εγκλημάτων (200Α παρ. 2 ΚΠΔ). Από τη γραμματική διατύπωση της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 200Α ΚΠΔ προκύπτει ότι η αξιοποίηση του παραπάνω αρχείου δεν αφορά μόνο τη διερεύνηση των εγκλημάτων του καταλόγου του άρθρου αυτού αλλά και κάθε αξιόποινη πράξη, που τελέσθηκε ήδη ή θα τελεστεί στο μέλλον (βλ. παράγραφο 3.1 της υπ’ αρ. 2/2009 Γνωμοδότησης ΑΠΔΠΧ). Τα γενετικά αποτυπώματα, που συμπεριλαμβάνονται στο αρχείο του άρθρου 200Α ΚΠΔ, καταστρέφονται μετά το θάνατο του προσώπου που αφορούν και, επομένως, διατηρούνται στη σχετική εθνική βάση δεδομένων καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του (200Α παρ. 2 ΚΠΔ). Η καταστροφή του γενετικού υλικού και των γενετικών αποτυπωμάτων γίνεται παρουσία του δικαστικού λειτουργού που εποπτεύει το αρχείο. Στην καταστροφή καλείται να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό υλικό, εφόσον φυσικά βρίσκεται εν ζωή (200Α παρ. 3 ΚΠΔ).

Ασυμβατότητα του 200Α ΚΠΔ με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ

Το άρθρο 200Α ΚΠΔ δεν εναρμονίζεται με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ για τους ακόλουθους λόγους :

  • Η διαδικασία του τροποποιημένου και ισχύοντος σήμερα άρθρου 200Α ΚΠΔ καθιστά την προσφυγή στον καταναγκασμό κατά τη λήψη DNA τον κανόνα αντί της εξαίρεσης. Σύμφωνα με τη κυρίαρχη προσέγγιση η παρέκκλιση από την διεθνούς δικαίου αρχή της συναίνεσης επιτρέπεται, εφόσον ορίζεται δια νόμου και είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας, την πρόληψή του εγκλήματος, την προστασία της δημόσιας υγείας ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. Εντούτοις, το Ελληνικό Σύνταγμα έχει την πρόσθετη ιδιαιτερότητα ότι αναγνωρίζει ρητά τόσο το δικαίωμα στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό (9Α Σ) όσο και το δικαίωμα στην προστασία της γενετικής ταυτότητας (5 παρ. 5 Σ). Η λήψη και επ’ αόριστον διατήρηση γενετικού αποτυπώματος επεμβαίνει στα παραπάνω θεμελιώδη δικαιώματα στον πυρήνα τους, αφού η επεξεργασία του DNA αφορά ευαίσθητα δεδομένα, τα οποία εξ ορισμού περιγράφουν και οριοθετούν τον πυρήνα αμφότερων των παραπάνω δικαιωμάτων. Επιπλέον, η μη πρόβλεψη διαδικασίας αναφορικά με τον φυσικό καταναγκασμό, η οποία να εναρμονίζεται με την αρχή της αναλογικότητας, αφήνει ανοιχτή την εκτέλεση του φυσικού καταναγκασμού με ενέργειες κρατικών οργάνων προσβλητικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του θιγόμενου προσώπου, διακινδυνεύοντας τον υποβιβασμό του σε απλό μέσο εξυπηρέτησης των σκοπιμοτήτων της πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος.

  • Η υποχρεωτική λήψη γενετικού υλικού από τις διωκτικές αρχές δε συνοδεύεται με την παροχή οποιουδήποτε έννομου δικαιώματος στο ύποπτο πρόσωπο να αντιτάσσεται υπό όρους και με συγκεκριμένη διαδικασία. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ έκφανση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) αποτελεί και το δικαίωμα του κατηγορουμένου στη σιωπή καθώς και το δικαίωμα στη μη-αυτοενοχοποίηση (βλ. και άρθρο 14 παρ. 3 ΔΣΑΠΔ). Επομένως, είναι απαραίτητη η πρόβλεψη μίας συγκεκριμένης διαδικασίας αντίρρησης από την πλευρά του θιγόμενου προσώπου απέναντι στην εκτέλεση μίας τέτοιας επαχθούς γι’ αυτό ανακριτικής πράξης, δεδομένου ότι για τον χαρακτηρισμό του ως υπόπτου θα πρέπει να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις.

  • Η λήψη γενετικού υλικού χωρίς τη συναίνεση του υπόπτου αποτελεί ιδιαίτερα επαχθή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα του τελευταίου σε σχέση με άλλες μορφές αποδεικτικών μέσων. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ περισσότερων διαθέσιμων μέσων για την επιδίωξη ενός νόμιμου και θεμιτού σκοπού, που όμως έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων, επιβάλλεται η επιλογή του λιγότερο επαχθούς για το υποκείμενο των δικαιωμάτων. Αντίθετα, η επιλογή οποιουδήποτε άλλου διαθέσιμου μέσου, το οποίο όμως είναι περισσότερο επαχθές, απαγορεύεται, αφού δεν έχει καταστεί αναγκαία. Επομένως, η λήψη γενετικού υλικού χωρίς τη συναίνεση του υπόπτου με βάση το άρθρο 200Α ΚΠΔ επιτρέπεται μόνο εφόσον η ταυτοποίηση του προσώπου δεν προκύπτει, ήδη, από άλλα αποδεικτικά μέσα.

  • Ο κύκλος των προσώπων, που δύνανται να υπαχθούν στη διαδικασία της λήψης και αποθήκευσης γενετικού υλικού, έχει διευρυνθεί υπέρμετρα, ώστε να περιλαμβάνει όχι μόνο υπόπτους (και όχι κατηγορούμενους) αλλά και υπόπτους για σχετικώς ελαφρά πλημμελήματα. Συνεπώς, υφίσταται δυσαναλογία ανάμεσα στην ελαττωμένη βαρύτητα της ποινικής απαξίας των πλημμελημάτων και στην αυξημένη βαρύτητα επέμβασης σε θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου, από το οποίο λαμβάνεται DNA. Μία τέτοια δυσαναλογία του επιλεγόμενου μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, στην ΕΣΔΑ και στη νομολογία του ΕΔΔΑ και των Ελληνικών δικαστηρίων.

  • Η ανάθεση της σοβαρής κρίσης περί της απόδοσης της ιδιότητας του υπόπτου σε οποιοδήποτε αστυνομικό όργανο σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις μίας τέτοιας απόφασης στο πρόσωπο, από το οποίο λαμβάνεται DNA, δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις κατά της κρατικής αυθαιρεσίας (βλ. ΕΔΔΑ, S and Marper v. U.K., 4-12-2008, σκ. 95). Ως εκ τούτου, η διαδικασία λήψης γενετικού υλικού του άρθρου 200Α ΚΠΔ πρέπει να κριθεί ότι παραβιάζει τόσο τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 5, 9Α του Συντάγματος όσο και τα άρθρα 3 και 8 της ΕΣΔΑ.

  • Σε αντίθεση με το άρθρο 30 παρ. 5 της Απόφασης 2008/615/ΔΕΥ η εποπτεία της εθνικής βάσης DNA ανατίθεται σε αντεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών και όχι στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ). Έτσι, η διάταξη αυτή του άρθρου 200Α ΚΠΔ έρχεται έτσι σε αντίθεση με το άρθρο 9Α του Συντάγματος, που ορίζει ρητά ότι η προστασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών διασφαλίζεται από την ΑΠΔΠΧ, για τον λόγο ότι η τελευταία αποτελεί ανεξάρτητη συνταγματική αρχή και, επομένως, φύσει και θέσει εξοπλισμένη καλύτερα να επιτελέσει τον ελεγκτικό της ρόλο απέναντι στο κράτος.

  • Η τήρηση γενετικών αποτυπωμάτων μέχρι το θάνατο του προσώπου, που αφορούν, και για σκοπούς άσχετους με τη συγκεκριμένη ποινική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας συλλέχθηκαν τα γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, αφού στιγματίζει το πρόσωπο για μία ζωή, δεν θέτει κριτήρια τόσο ως προς τη βαρύτητα των πράξεων όσο και ως προς τη διαπίστωση των ενδείξεων στο πρόσωπο του υπόπτου, ενώ δεν διακρίνει ανάμεσα σε ενηλίκους και ανηλίκους, κριτήρια τα οποία είναι απαραίτητα σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ. Έρχεται δε σε λογική ασυνέχεια και με το ΠΔ 245/1997 “Εκκαθάριση Αρχείων των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας”, το οποίο για ελάσσονος σημασίας προσωπικό δεδομένο των δακτυλικών αποτυπωμάτων ορίζει ότι τηρούνται στα αρχεία των Υπηρεσιών Εγκληματολογικών Ερευνών “α) 10 χρόνια από τη διαπίστωση ή επιβεβαίωση της πράξης και όχι πριν την αμετάκλητη απόφαση επί της υποθέσεως ή β) τα ανόμοια (σ.σ. αταυτοποίητα) 20 χρόνια από την τέλεση του εγκλήματος” (άρθρο 3 παρ. 3 ζ’ του ΠΔ).

Άμυνα Κατηγορουμένου σε Περίπτωση Υποχρεωτικής Λήψης DNA

Το άρθρο 200Α ΚΠΔ αντίκειται για όλους τους παραπάνω λόγους τόσο στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 5, 9Α του Συντάγματος όσο και στα άρθρα 3 και 8 της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, γενετικό υλικό, που ελήφθη δια της βίας και χωρίς απόφαση δικαστικού λειτουργού, αποτελεί παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο (19 παρ. 3 και 9Α Σ σε συνδυασμό με 177 παρ. 2 ΚΠΔ). Σε περίπτωση δε που τέτοιο αποδεικτικό μέσο ληφθεί υπόψη και αξιοποιηθεί, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας, που συμπαρασύρει και καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες με το αποδεικτικό αυτό μέσο μεταγενέστερες πράξεις (171 παρ. 1 δ’ και 175 ΚΠΔ). Η απόλυτη ακυρότητα της λήψης DNA πρέπει να προτείνεται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, εφόσον κατά κανόνα διεξάγεται κατά την προδικασία (173 παρ. 2 ΚΠΔ), ενώ δύναται να λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και σε κάθε στάδιο της δίκης (171 ΚΠΔ). Η διατήρηση του γενετικού αποτυπώματος του καταδικασθέντος εφ’ όρου ζωής επίσης αντίκειται για όλους τους παραπάνω λόγους τόσο στα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 5, 9Α του Συντάγματος όσο και στα άρθρα 3 και 8 της ΕΣΔΑ. Το αίτημα περί διαγραφής ασκείται με προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια.

Νομική Συμβουλή : Σε περίπτωση καταναγκαστικής λήψης DNA στα πλαίσια ανακριτικής διαδικασίας ο κατηγορούμενος μπορεί να προτάξει την απόλυτη αυτής ακυρότητα λόγω αντισυνταγματικότητας του 200Α ΚΠοινΔ.

Περισσότερα

Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ της 23ης Ιουνίου 2008 “σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος”.

Σύσταση (92) 1 του Συμβουλίου της Ευρώπης “για τη χρήση της ανάλυσης DNA στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης” (10.2.1992)Διακήρυξη της UNESCO για το Ανθρώπινο Γονιδίωμα και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου της 11ης Νοεμβρίου 1997.

Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης “για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Βιοϊατρική” της 4ης Απριλίου 1997 (Σύμβαση Οβιέδο), η οποία κυρώθηκε με τον Ν 2619/1998 (ΦΕΚ Α΄ 132/19.6.1998)Ν. 3783/2009, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 200Α ΚΠΔΝ. 2472/1997 για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Υπ’ αρ. 15/2011 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή.

Υπ’ αρ. 2/2009 Γνωμοδότηση της ΑΠΔΠΧ “Ανάλυση DNA και δημιουργία αρχείου γενετικών αποτυπωμάτων”.

ΠορισμΑναφΕισΕφΘεσ 14/10/2013.

ΕΔΔΑ, Υπόθεση S. και Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Απόφαση της 4.12.2008.