Η Αρχή της Αειφόρου Ανάπτυξης στο Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος

Η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης θεωρείται ως η πιο σημαντική γενική αρχή του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς ενσωματώνει και συνοψίζει το σύνολο των λοιπών περιβαλλοντικών αρχών καταρτίζοντας σε δικαιϊκό επίπεδο ένα ολιστικό μοντέλο ανάπτυξης για την ανθρωπότητα στη μετά την οικολογική κρίση εποχή.

Η αρχή βρίσκει έρεισμα στο διεθνές και το Ευρωπαϊκό δίκαιο καθώς και στους σχετικούς κανόνες δικαίου του Ελληνικού Συντάγματος και της εγχώριας της έννομης τάξης. Μολονότι έχει γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα, έχει μεγάλη αξία ως κατευθυντήριος κανόνας, δηλαδή τόσο ως παράγοντας που διατηρεί τη συνεκτικότητά του δικαίου της προστασίας του περιβάλλοντος όσο και ως νομικό εργαλείο στην πάλη των πολιτών για την πρόσδεση της πολιτείας στην προστασία αυτού.

Ορισμός
Ως αρχή της αειφόρου ανάπτυξης ορίζεται η γενική αρχή δικαίου που επιτάσσει τη διαχείριση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η εις το διηνεκές διατήρησή τους για τις επόμενες γενιές. Ο όρος “αειφορία” ως έννοια αποτελεί μεταφορά στο δίκαιο από την επιστήμη της δασοπονίας, όπου εκφράζει την ιδέα της διαρκούς κάρπωσης ενός δάσους παράλληλα με την σταθερή διατήρησή του δια της λελογισμένης ποσοτικοποίησης της εκμετάλλευσης.

Νομική Βάση
Η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης βρίσκει τη νομική της βάση τόσο στο διεθνές και το Ευρωπαϊκό δίκαιο όσο και στο Ελληνικό Σύνταγμα και την εθνική περιβαλλοντική νομοθεσία. Κατ’ αρχάς, η αρχή καταγράφεται σε διεθνές επίπεδο για πρώτη φορά με ολοκληρωμένο τρόπο στην έκθεση “Bruntland” του 1987, μολονότι οι θεωρητικές της ρίζες μπορούν να αναζητηθούν στη Διακήρυξη της Στοκχόλμης του 1972 καθώς και στην Τελική Πράξη της Συνδιάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Ελσίνκι 1975). Στη συνέχεια, καθιερώνεται επισήμως ως γενική αρχή του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου με τη Διακήρυξη του Ρίο και την Ατζέντα 21, διεθνή κείμενα τα οποία, μολονότι είναι μη δεσμευτικού χαρακτήρα, έχουν ωστόσο παγκόσμια ακτινοβολία. Στο Ευρωπαϊκό δίκαιο η αρχή αναφέρεται ρητώς τόσο στο προοίμιο και τα άρθρα 3 παρ. 3 και 5 καθώς και 21 παρ. 2δ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στο άρθρο 11 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωση.

Στην Ελληνική έννομη τάξη η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης αποκτά συνταγματική περιωπή πλέον και ρητώς με την αναθεώρηση του 2001 και την κατοχύρωση στο Σύνταγμα της συγγενούς αρχής της αειφορίας. Περαιτέρω, εξειδικεύεται σε μία σειρά από εθνικούς κανόνες δικαίου, όπως ενδεικτικά το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 1650/1986, το άρθρο 1 του Ν. 2508/1997 αλλά και το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, δια του οποίου εισάγεται αποτελεσματικά και στο ιδιωτικό δίκαιο.

Περιεχόμενο
Πλούσια είναι η νομολογία γύρω από την έννοια και την εφαρμογή της αρχής. Ήδη πολύ πριν από τη ρητή συμπερίληψή της στο Σύνταγμα το ΣτΕ με πάγια νομολογία του εφάρμοζε την αρχή, αντλώντας την ερμηνευτικά με συνδυασμό των τότε ισχύοντων άρθρων 24 και 106 Σ. Μετά την αναθεώρηση του 2001 το ΣτΕ εφαρμόζει την αρχή με απευθείας επίκληση του Συντάγματος, δηλαδή χωρίς την ύπαρξη ειδικότερων νομικών διατάξεων, “… αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή τη δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη ή είναι προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες, ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την ανωτέρω συνταγματική αρχή [σ.σ. την αρχή της αειφορίας του άρθρου 24 Σ]” (ΣτΕ Ολ 613/2002, πρβλ. επίσης και ΣτΕ Ολ 3478/2000 και 2170/2006). Σε κάθε άλλη περίπτωση τα Ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης κατά έμμεσο τρόπο με βάση τη σύμφωνη με αυτήν ερμηνεία των εκάστοτε εφαρμοστέων κανόνων δικαίου.

Η ευθεία αξιολόγηση εκ μέρους του δικαστή των συνεπειών ορισμένου έργου ή δραστηριότητος και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως εξέρχονται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου διότι προϋποθέτουν διαπίστωση πραγματικών καταστάσεων, διερεύνηση τεχνικών θεμάτων, ουσιαστικές εκτιμήσεις και στάθμιση στηριζομένη στις εκτιμήσεις αυτές. Κατ’ εξαίρεση όμως η παράβαση της αρχής της αειφόρου ανάπτυξης μπορεί να ελεγχθεί ευθέως από τον ακυρωτικό δικαστή. Τέτοιος έλεγχος δύναται να λάβει χώρα μόνον αν από τα στοιχεία της δικογραφίας και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι η προκαλούμενη από το έργο ή την δραστηριότητα βλάβη για το περιβάλλον είναι μη επανορθώσιμη ή είναι προφανώς δυσανάλογη με το προσδοκώμενο όφελος και έχει τέτοια έκταση και συνέπειες, ώστε προδήλως να αντιστρατεύεται την ανωτέρω συνταγματική αρχή (πρβλ. ΣτΕ 462/2010 Ολ, 3219/2010 Ολ).

Ειδικότερες Αρχές

Η εφαρμογή της αρχής προϋποθέτει στην πράξη τη σύνδεσή της με μερικότερες αρχές, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί κυρίως από τη νομολογία με την εξειδίκευσή της για την αντιμετώπιση ειδικών περιπτώσεων. Τέτοιες είναι :

(α) Η αρχή της ήπιας ανάπτυξης – Διακρίνει σε συνήθη και ευπαθή ή ευαίσθητα οικοσυστήματα, όπως αυτά των δασών, μικρών νησιών ή ακτών, και επιτάσσει τη συμβατότητα μόνο μίας ανάπτυξη ήπιας μορφής με τα δεύτερα. Σύμφωνα με την ΣτΕ 3606/2007 “(σ)ημαντικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος είναι τα ευπαθή ή ευαίσθητα οικοσυστήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μικρά νησιά, τα οποία αποτελούν σχετικά απομονωμένα οικοσυστήματα με εύθραυστη ισορροπία και ως εκ τούτου είναι δεκτικά μόνο ήπιας ανάπτυξης και για την προστασία των οποίων ουσιώδη όρο αποτελεί ο χωροταξικός σχεδιασμός, με τον οποίο πρέπει να επιδιώκεται η διατήρηση αμείωτου του πολιτιστικού και φυσικού κεφαλαίου και των οικοσυστημάτων του νησιού και η αποτροπή εκείνων των μορφών ανάπτυξης που δεν είναι συμβατές προς τον πιο πάνω σκοπό. Οι αρχές αυτές είναι εφαρμοστέες και για τη θέσπιση, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 1577/1985 (Α 210), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2831/2000, ρυθμίσεων για μικρά νησιά, ιδίως αν αφορούν ευρύτερες ενότητες ή ολόκληρο νησί”. Βλ. επίσης ΣτΕ 5933/1996, 1643/1998, 1129, 1522, 1588/1999, 2239, 2425/2000.

(β) Η αρχή του σεβασμού της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων – Ορίζει ότι κάθε οικοσύστημα φέρει ορισμένη ικανότητα για αφομοίωση ανθρωπογενών επεμβάσεων, χωρίς να επέρχεται η υποβάθμισή του, και υποχρεώνει σε συμμόρφωση με αποκλειστικά τέτοιου είδους επεμβάσεις. Σύμφωνα με την ΣτΕ Ολ 705/2006 “(α)πό την αρχή δε της βιώσιμης ανάπτυξης απορρέει η υποχρέωση σχεδιασμού και προγραμματισμού για την εξόρυξη πρώτων υλών και αδρανών υλικών, ώστε να εξασφαλίζεται αφενός μεν η μείωση των δυσμενών για το περιβάλλον επιπτώσεων και ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας της περιοχής, στην οποία αναπτύσσεται η σχετική δραστηριότητα, αφετέρου δε η ορθολογική και με φειδώ εκμετάλλευση των φυσικών πόρων” (Βλ. επίσης ΣτΕ 3606/2007, 3851/2006, Ολ 1569/2005, 2612/2005, 4006/2004, 2675/2003).

(γ) Η αρχή της διατήρησης της ικανότητας ανασύστασης ή αποκατάστασης του φυσικού κεφαλαίου – Αποτελεί καταστάλαγμα ακόμη ειδικότερων αρχών, όπως αυτών του σεβασμού της βιολογικής ισορροπίας, της προστασίας της βιοποικιλότητας, της δυνατότητας εξυγίανσης και ανασύστασης του περιβάλλοντος, της μικρότερης δυνατής διατάραξης αυτού κτλ (ΣτΕ 1129/1999, 366/1993, 1992/1991, 5235/1996, 1182/1996).

(δ) Η αρχή του περιβαλλοντικού κεκτημένου – Εξαιρετικά σημαντική αρχή που βρίσκει έρεισμα τόσο στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο όσο και στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 Σ. Έχει ως περιεχόμενο το ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να μεταβάλει τις ισχύουσες κάθε φορά περιβαλλοντικές ρυθμίσεις με τρόπο ώστε να επιδεινώνεται η προστασία του υπάρχοντος φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος αλλά μπορεί να επεμβαίνει μόνο για να βελτιώνει το επίπεδο της περιβαλλοντικής προστασίας. Το “περιβαλλοντικό κεκτημένο” δεν είναι ωστόσο απόλυτο αλλά επιδέχεται αποκλίσεων, μόνο όμως σε περιπτώσεις που η ωφέλεια από την επιλεγόμενη ρύθμιση υπερακοντίζει τους κινδύνους από τη μείωση της περιβαλλοντικής προστασίας. Στην απόφαση ΣτΕ 301/2002 που αφορά το “πολεοδομικό κεκτημένο”, ειδικότερη έκφανση του περιβαλλοντικού, αναφέρεται ότι “(κ)ατά την έννοια του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης μπορεί καταρχήν να τροποποιεί τις πολεοδομικές ρυθμίσεις και να μεταβάλει τους υφιστάμενους όρους δομήσεως των σχεδίων πόλεων, η εισαγόμενη όμως ρύθμιση πρέπει να βελτιώνει τις συνθήκες διαβιώσεως των κατοίκων. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να επέρχεται, με τις νέες πολεοδομικές ρυθμίσεις, επιδείνωση των όρων διαβιώσεως, δηλαδή υποβάθμιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος. Η τήρηση, εξάλλου, της συνταγματικής αυτής επιταγής, υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, να σταθμίζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον υποβαθμίζεται το περιβάλλον” (πρβλ. αποφ. Σ.τ.Ε. Ολομελείας 10/1988, 1159/1989, 106/1991, 1071/1994, 3618/1995, 3236/1995, 4946/1995, 4572/1996, 6070/1996, 3478/2000, 1528/2003, Ολ 3144/2004).

(ε) Η αρχή του υψηλού επιπέδου προστασίας – Αποτελεί αρχή του κοινοτικού δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος, που θεμελιώνεται στα άρθρα 2, 95 παρ. 3, 152, 153, 174 παρ. 2 ΣυνθΕΚ. Επιβάλλει τη διαρκή βελτίωση της προστασίας και της ποιότητας του περιβάλλοντος ως στόχο της πολιτείας και με αυτό τον τρόπο ολοκληρώνει την προστατευτική για το περιβάλλον ασπίδα, που διαμορφώνει η αρχή του περιβαλλοντικού κεκτημένου. Λόγω της εμφανούς αοριστίας της είναι δυσχερές για την εν λόγω αρχή να έχει άμεση κανονιστική ισχύ δίχως περαιτέρω εξειδίκευση, ωστόσο θεωρείται ότι μέσα από το ρητό στόχο της διαρκούς βελτίωσης του κοινοτικού επιπέδου προστασίας απαγορεύει κατ’ ουσία την υποβάθμιση του, δημιουργώντας εκ των πραγμάτων ένα κοινοτικό οικολογικό κεκτημένο αντίστοιχο της ανωτέρω αρχής του περιβαλλοντικού κεκτημένου.

(στ) Η αρχή της ενσωμάτωσης : Αποτελεί βασική αρχή του Κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος, όπως θεμελιώνεται στο άρθρο 6 ΣυνθΕΚ, εξειδικεύοντας την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης. Σύμφωνα με την αρχή της ενσωμάτωσης κατά την κατάρτιση και εφαρμογή των τομεακών κοινοτικών πολιτικών και δράσεων, όπως αυτών της γεωργίας, της ενέργειας, του τουρισμού, των μεταφορών, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η περιβαλλοντική παράμετρος. Με αυτό τον τρόπο η διαρκής ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής πολιτικής σε όλη την έκταση της κοινοτικής έννομης τάξης καθίσταται υποχρεωτική τόσο για τον κοινοτικό νομοθέτη στο στάδιο της κατάρτισης όσο και για τα κράτη – μέλη στο στάδιο της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων δικαίου.

Εμβάθυνση
Η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης δεσμεύει τη νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία για την όσο το δυνατόν πληρέστερη και πιο εκτεταμένη εφαρμογή της, στα πλαίσια πάντα της στάθμισης με άλλες τυχόν αντικρουόμενες αρχές ή κανόνες δικαίου. Η δεσμευτικότητά της όμως θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή μόνο ως σχετική, δηλαδή στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας των πολιτειακών οργάνων να προβαίνουν σε σταθμίσεις αυτής με άλλους παράγοντες, όπως π.χ. είναι εκείνοι που συνδέονται με την οικονομική ανάπτυξη, την περιφερειακή ανάπτυξη, την εξασφάλιση εργασίας για τους πολίτες κτλ., για την εύρεση της κάθε φορά πιο δόκιμης επίλυσης των κοινωνικών ζητημάτων.

Η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης δεν αποτελεί “καθαρή” αρχή του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος αλλά σύνθετη αρχή δικαίου, στην οποία γίνεται απόπειρα να συμβιβαστεί σε δικαιϊκό επίπεδο η σχέση έντασης μεταξύ αειφορίας και οικονομικής μεγέθυνσης. Όπως γράφει και ο Χαϊνταρλής για την ετυμολογία της αρχής “(α)ν η αειφορία παραπέμπει στη βασική ιδέα της διαφύλαξης εις το διηνεκές των φυσικών αγαθών, η ανάπτυξη παραπέμπει στην ιδέα της ανθρωπογενούς παρέμβασης στη φύση” (Μ. Χανταρλής, Αειφορία, Αειφόρος Ανάπτυξη και Δίκαιο, Περιβάλλον & Δίκαιο 4/2001, σελ. 521). Ο συμβιβαστικός όμως χαρακτήρας δεν τελειώνει στην ετυμολογία αλλά διαπνέει όλο το περιεχόμενο της αρχής, όπως αυτό καθορίζεται από τη θεωρία και την πράξη του δικαίου. Κοινώς αποδεκτή είναι λοιπόν η αναγνώριση εντός της αρχής τριών πυλώνων, της οικονομικής μεγέθυνσης, της κοινωνικής συνοχής και της περιβαλλοντικής προστασίας, από την ισότιμη προώθηση των οποίων θα πραγματωθεί τελικά η οικονομική μεγέθυνση με χαρακτηριστικά αειφορίας. Όπως διαφαίνεται, η περιβαλλοντική είναι μόνο μία από τις βασικές συνιστώσες της αρχής, η οποία επιδιώκεται κατά ισότιμο σε σχέση με τις άλλες τρόπο. Ένα τέτοιο εννοιολογικό περιεχόμενο έχει συνέπειες στην πράξη, όταν κατά την εφαρμογή της αρχής γίνεται στάθμιση ανάμεσα στα έννομα αγαθά “περιβάλλον” και “οικονομική μεγέθυνση”.

Υπό αυτή την έννοια η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης ουσιαστικά εγκολπώνει με μοναδικό τρόπο την ίδια την ουσία των συστημικών αντιθέσεων, που συγκλονίζουν το δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος. Η σύγχρονη όμως οικολογική κρίση επιβάλλει την ποιοτική άνοδο της περιβαλλοντικής προστασίας σε σημείο που τυχόν μη “καθαρές” αρχές εντός του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος να μην κρίνονται πλέον ως επαρκώς αποτελεσματικές. Έτσι, ως πιο δόκιμη κρίνεται η λύση στο ζήτημα που δίνει το Ελληνικό Σύνταγμα, το οποίο αναγνωρίζει στο άρθρο 24 την σαφώς πιο ξεκάθαρη από άποψη σκοπών αρχή της αειφορίας με απουσία νύξεων στην οικονομική μεγέθυνση. Η θέση αυτή δεν απορρίπτει σταθμίσεις ανάμεσα στα έννομα αγαθά του περιβάλλοντος και της οικονομικής ανάπτυξης, πράγμα που είναι άλλωστε εκ φύσεως ανεδαφικό. Διεκδικεί όμως η στάθμιση αυτή να λαμβάνει χώρα μεταξύ της πιο σαφούς αρχής της αειφορίας από τη μία και άλλων παραγόντων ή αρχών που προστατεύουν την οικονομική ανάπτυξη από την άλλη, δίχως να υπεισέρχεται η έννοια της ανάπτυξης ήδη στο κανονιστικό πεδίο του δικαίου προστασίας του περιβάλλοντος (βλ. και Ε. Κουτούπα – Ρεγκάκου, Δίκαιο του Περιβάλλοντος, 2007, σελ. 46 και 57-58).

Περισσότερα
Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύνταγμα της Ελλάδας.
Ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος.