Επιτροπή Ανταγωνισμού : Εξουσίες Διεξαγωγής Ερευνών και Δικαιώματα Επιχειρήσεων

Η Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΠΑΝΤ) έχει την αρμοδιότητα της εποπτείας και του ελέγχου για την τήρηση του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού και, σε περίπτωση παράβασης νόμου, της επιβολής των σχετικών κυρώσεων (άρθρο 12 του Ν. 3959/2011).

Για την άσκηση της παραπάνω αρμοδιότητας η ΕΠΑΝΤ έχει την εξουσία να συλλέγει, να επεξεργάζεται και να αξιολογεί, τηρώντας το καθήκον της εχεμύθειας, τα αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολής της στοιχεία και πληροφορίες (άρθρο 12 § η΄ του Ν. 3959/2011). Για τη συλλογή πληροφοριών και λοιπών στοιχείων η ΕΠΑΝΤ διεξάγει, μεταξύ άλλων, και επιτόπιες έρευνες στις εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων επιχειρήσεων (άρθρο 39 του Ν. 3959/2011).

Νομικό Πλαίσιο
Οι ερευνητικές εξουσίες της ΕΠΑΝΤ απαριθμούνται σήμερα στα άρθρα 38 (συλλογή πληροφοριών) και 39 (διεξαγωγή επιτόπιων ερευνών) του Ν. 3959/2011. Από το σκοπό των διατάξεων του άρθρου 39 του Ν. 3959/2011 προκύπτει ότι η ΕΠΑΝΤ απολαμβάνει ευρείας εξουσίας για τη διεξαγωγή ερευνών και ότι οι έλεγχοι μπορούν να είναι λίαν εκτεταμένοι, πρωτίστως για λόγους αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων για την προστασία του ανταγωνισμού (βλ. ενδεικτικά ΔΕφΑΘ 2265/2010, σκ. 20).

Περαιτέρω, οι εξουσίες διεξαγωγής ερευνών της ΕΠΑΝΤ αποτελούν επιταγή του Ενωσιακού δικαίου βάσει των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, οι δικονομικές ρυθμίσεις που διέπουν την εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων δεν επιτρέπεται να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις διατάξεις που διέπουν την επιβολή αντίστοιχων κανόνων της εθνικής νομοθεσίας. Σύμφωνα δε με την αρχή της αποτελεσματικότητας, οι εθνικές ρυθμίσεις δεν επιτρέπεται να καθιστούν την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας υπερβολικά δυσχερή ή πρακτικώς αδύνατη [βλ. ενδεικτικά Αποφάσεις ΔΕΕ 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλ. 1989 σελ. 2965, σκ. 23-25, ΔΕΕ C-231/96 Edis Συλλ. 1998 σελ. Ι-4990, σκ. 34 και 36-37, ΔΕΕ C-354/99 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλ. 2001 σελ. Ι-7657, σκ. 46]. Βάσει των αρχών αυτών, οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού που είναι επιφορτισμένες να εφαρμόζουν τις διατάξεις των άρθρων 101 και 102 ΣυνθΛΕΕ, πρέπει να απολαμβάνουν των εξουσιών εκείνων που θα τους επιτρέπουν την αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού [βλ. Απόφαση ΔΕΕ C-439/08 Vebic, μη δημοσιευμένη, σκ. 56-59].

Αντίστοιχες εξουσίες ελέγχου απονέμονται από το Ενωσιακό δίκαιο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δυνάμει των άρθρων 19 και 20 του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (νυν άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ). Συναφώς, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔικΕΕ) έχει αναγνωρίσει ευρεία διακριτική ευχέρεια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την άσκηση των εξουσιών ελέγχου που της απονέμουν οι σχετικές διατάξεις. Έτσι, είναι στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να καθορίζει τον τρόπο και το εύρος διεξαγωγής των ερευνών της για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, και όχι στα εμπλεκόμενα μέρη. Ανήκει, επίσης, στην αρμοδιότητα της Επιτροπής (η οποία ελέγχεται κατ’ ουσίαν από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια) να αξιολογεί τη συνάφεια των διερευνώμενων στοιχείων με το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνας και, ως εκ τούτου, εναπόκειται στην ίδια την Επιτροπή, και όχι στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή σε τρίτο πρόσωπο, να αποφασίζει, αν ένα έγγραφο πρέπει να της προσκομισθεί ή όχι (βλ. ενδεικτικά υπόθεση ΔΕΕ C-155/79, AM&S κατά Επιτροπής, Συλλ. 1982, σελ. 1575, σκ. 15-17). Έχει νομολογηθεί, επίσης, ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε κάθε επαγγελματικό χώρο ή μέσο μεταφοράς των επιχειρήσεων, καθώς και οι ευρείες εξουσίες κατά τη διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, αφού καθιστούν δυνατή για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη συλλογή των αποδείξεων για πιθανολογούμενες παραβάσεις στον τόπο όπου ανευρίσκονται συνήθως, δηλαδή στους χώρους ασκήσεως των εμπορικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων (βλ. ενδεικτικά Απόφαση ΓενΔΕΕ Τ-59/99 Ventouris κατά Επιτροπής, Συλλ. 2003, σελ. ΙΙ-5257, σκ. 121-122 (και παρατιθέμενη εκεί πάγια νομολογία), Απόφαση ΔΕΕ 136/79, National Panasonic κατά Επιτροπής, Συλλ. 1980 σελ. 2033, σκ. 20, καθώς και Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 94/735 ΑΚΖΟ, ΕΕ L 294, 15/11/1994, σελ. 31-35, παρ. 4).

Νόμιμη Συγκρότηση και Λειτουργία Συνεργείων Ελέγχου
Για τη διεξαγωγή επιτόπιων ερευνών η ΕΠΑΝΤ συγκροτεί συνεργεία ελέγχου. Τα συνεργεία ελέγχου της ΕΠΑΝΤ είναι συλλογικά διοικητικά όργανα, η μη νόμιμη συγκρότηση των οποίων συνεπάγεται την ακυρότητα οποιωνδήποτε διοικητικών τους πράξεων ή υλικών τους ενεργειών (άρθρο 13 ΚΔΔ).

Η σχετική εντολή προς άσκηση των ανωτέρω εξουσιών παρέχεται εγγράφως από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού ή τον εξουσιοδοτημένο από αυτόν Γενικό Διευθυντή ή Διευθυντή της ΓΔΑ της Επιτροπής Ανταγωνισμού και περιέχει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις εξουσίες των ελεγκτών της ΓΔΑ και τις συνέπειες της παρεμπόδισης ή δυσχέρανσης αυτής ή άρνησης εμφάνισης των αιτούμενων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων ή χορήγησης αντιγράφων ή αποσπασμάτων τους (άρθρο 39 § 3 του Ν. 3959/2011, άρθρο 20 § 3-4 του Κανονισμού 1/2003). Η εντολή ελέγχου περιέχει, επίσης, την παρότρυνση προς την ελεγχόμενη επιχείρηση να συνδράμει τους ελεγκτές στην άσκηση των εξουσιών τους (βλ. ενδεικτικά τις υπ’ αριθ. πρωτ. 5041/18-8-2010 και 5044/18-8-2010 εντολές ελέγχου προς την εταιρία ΜΥΛΟΙ ΚΑΠΛΑΝΙΔΗ ΑΕ και το Σύνδεσμο Ελλήνων Αλευροβιομηχάνων).

Σε περίπτωση που το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου δεν καθορίζονται επαρκώς και σαφώς, τότε η εντολή ελέγχου είναι παράνομη και, κατά συνέπεια, άκυρη.

Το εύρος της εντολής ελέγχου πρέπει να εκτείνεται σε αντικείμενα, για τα οποία υπάρχουν αρκούντως σοβαρές ενδείξεις, ικανές να στοιχειοθετήσουν υπόνοιες παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού. Η εντολή ελέγχου πρέπει επίσης να προσδιορίζει τις ενδείξεις αυτές (ΔικΕΕ, Απόφαση Nexans κατά Επιτροπής, Υπόθεση T-135/09, σκέψεις 39-43, 58). Εντολή ελέγχου με αντικείμενο ευρύτερο από αυτό, το οποίο δικαιολογείται από τις ενδείξεις τις οποίες η εν λόγω εντολή μνημονεύει, είναι ακυρωτέα (ΔικΕΕ, Απόφαση Nexans κατά Επιτροπής, Υπόθεση C-37/13).

Τέλος, μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου ο επικεφαλής του συνεργείου ελέγχου συντάσσει έκθεση ελέγχου, η οποία περιλαμβάνει τα ευρήματα του ελέγχου και υπογράφεται από τα μέλη του συνεργείου ελέγχου και αντίγραφο της οποίας κοινοποιείται στην ελεγχόμενη επιχείρηση (άρθρο 39 § 4 του Ν. 3959/2011).

Εξουσίες Υπαλλήλων της ΕΠΑΝΤ κατά τη Διεξαγωγή Ερευνών
Οι εντεταλμένοι για τη διεξαγωγή ερευνών υπάλληλοι της ΕΠΑΝΤ ασκούν εξουσίες φορολογικού ελεγκτή και έχουν την αρμοδιότητα ιδίως (άρθρο 39 § 1 του Ν. 3959/2011) :

  • Να ελέγχουν κάθε είδους και κατηγορίας βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, καθώς και την ηλεκτρονική εμπορική αλληλογραφία των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσης τους, και οπουδήποτε και εάν αυτά φυλάσσονται και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους.
  • Να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, καθώς και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, τα οποία αποτελούν επαγγελματικές πληροφορίες.
  • Να ελέγχουν και να συλλέγουν πληροφορίες και δεδομένα κινητών τερματικών, φορητών συσκευών, καθώς και των εξυπηρετητών τους σε συνεργασία με τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, που βρίσκονται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων αυτών
  • Να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και τους λοιπούς χώρους και τα μεταφορικά μέσα των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.
  • Να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, βιβλία ή έγγραφα, κατά την περίοδο που διενεργείται ο έλεγχος και στο μέτρο των αναγκών αυτού.
  • Να ενεργούν έρευνες στις κατοικίες των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες, ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με την επιχείρηση και το αντικείμενο του ελέγχου.
  • Να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανωμοτί καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.

Οι εντεταλμένοι για τη διεξαγωγή ερευνών υπάλληλοι της ΕΠΑΝΤ έχουν ουσιαστικά την ιδιότητα του ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου. Έτσι, έχουν το δικαίωμα να ενεργούν και κάθε ειδική ανακριτική πράξη προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, που προβλέπεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον όμως τελούν υπό τη διεύθυνση και εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών (άρθρο 34 του ΚΠΔ). Συγκεκριμένα, στα πλαίσια της λεγόμενης “αστυνομικής προανάκρισης”, οι ως άνω εντεταλμένοι υπάλληλοι της ΕΠΑΝΤ είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις, που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί τυχόν ποινικό αδίκημα και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα, με την υποχρέωση όμως της εν συνεχεία ειδοποίησής του το ταχύτερο δυνατόν και την υποβολή χωρίς χρονοτριβή των εκθέσεων που συντάχθηκαν (άρθρο 243 § 2 του ΚΠΔ).

Για τη διεξαγωγή των ερευνών ο Πρόεδρος ή ο εξουσιοδοτημένος από αυτόν Αντιπρόεδρος ή αρμόδιος Γενικός Διευθυντής ή Διευθυντής της ΕΠΑΝΤ, μπορούν να ζητούν, εγγράφως, τη συνδρομή των δημόσιων αρχών και υπηρεσιών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (άρθρο 39 § 3 του Ν. 3959/2011). Περαιτέρω, σε περίπτωση άρνησης ή παρεμπόδισης με οποιονδήποτε τρόπο των εντεταλμένων οργάνων ελέγχου στην άσκηση των καθηκόντων τους, αυτοί μπορούν να ζητούν τη συνδρομή των εισαγγελικών αρχών και κάθε άλλης αρμόδιας αρχής. Η συνδρομή αυτή μπορεί να ζητηθεί και προληπτικά (άρθρο 39 § 6 του Ν. 3959/2011).

Τα στελέχη της ελεγχόμενης επιχείρησης φέρουν υποχρέωση έμπρακτης αναγνώρισης των παραπάνω εξουσιών της ΕΠΑΝΤ, αποδοχής του ελέγχου και συνεργασίας, υποχρέωση που συνίσταται στη μη παρεμπόδιση ή πρόκληση δυσχερειών και τη μη άρνηση επίδειξης των αιτούμενων στοιχείων και χορήγησης αντιγράφων / αποσπασμάτων. Επομένως, οι ως άνω διατάξεις καθιερώνουν υποχρέωση πλήρους αποδοχής του ελέγχου και πλήρους συνεργασίας με τους ελεγκτές της ΕΠΑΝΤ κατά τρόπο έμπρακτο, και όχι απλώς παθητικό.

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, η ελεγχόμενη επιχείρηση υπέχει την υποχρέωση, όχι απλώς να ανέχεται ή να συμμετέχει παθητικά στην έρευνα, αλλά να «συνεργάζεται ενεργά» σε όλη τη διάρκεια της, με την παροχή στους ελεγκτές όλων των ζητούμενων πληροφοριών και διευκρινίσεων [βλ. Απόφαση ΔΕΕ 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλ. 1989, σελ. 3283, σκ. 22 και 27 («…οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να συνεργάζονται ενεργά κατά τη διάρκεια διενέργειας έρευνας, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οφείλει να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα ζητούμενα με την έρευνα πληροφοριακά στοιχεία». Βλ. επίσης ενδεικτικά Αποφάσεις ΓενΔΕΕ Τ-305/94 επ, LVM κατά Επιτροπής, Συλλ. 1999 σελ. II-931, σκ. 444, Απόφαση ΓενΔΕΕ Τ-34/93, Societe Generale κατά Επιτροπής, Συλλ. 1995 σελ. II-545, σκ. 72].

Η ενεργής αυτή συνεργασία συνίσταται, μεταξύ άλλων:

  1. στην πλήρη υποβολή σε έλεγχο την ημέρα και την ώρα που προσδιορίζεται από τους εντεταλμένους υπαλλήλους της Επιτροπής Ανταγωνισμού,
  2. στο να καθίστανται διαθέσιμες όλες οι σχετικές πληροφορίες και όλα τα έγγραφα καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου,
  3. στο άνοιγμα των φακέλων – αρχείων – χώρων αποθήκευσης,
  4. στην παροχή σαφών, ειλικρινών και μη ελλιπών «προφορικών εξηγήσεων» και στον ορισμό, αν κριθεί απαραίτητο, αρμόδιου προσώπου που θα παρέχει τις απαραίτητες διευκρινήσεις,
  5. στην επίδειξη των συγκεκριμένων γραφείων και γενικότερα χώρων, στους οποίους τηρούνται τα αρχεία, και στην επεξήγηση του συστήματος αρχειοθέτησης,
  6. στην επεξήγηση οποιουδήποτε θέματος προκύπτει από τα εξεταζόμενα έγγραφα, μέσω της παροχής ακριβών πληροφοριών αναφορικά με τους συντάκτες των εγγράφων, το σκοπό συναντήσεων, τυχόν συντομογραφίες ή τεχνική, εξειδικευμένη φρασεολογία που χρησιμοποιείται σε ενημερωτικά σημειώματα κλπ.

[βλ. ενδεικτικά Απόφαση ΓενΔΕΕ Τ-34/93, Societe Generale κατά Επιτροπής, Συλλ. 1995 σελ. II – 545, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 94/735 ΑΚΖΟ, ΕΕ L 294,15/11/1994, σελ. 31-35, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 92/500 CSM NV, ΕΕ L 305, 21/10/1992 σελ. 16-18, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 80/334 Fabbrica Pisana, EE L 75, 20/12/79 σελ. 30, καθώς και Lennart Ritter and W. David Braun, European Competition Law: A Practitioner’s Guide (3η έκδοση), σελ. 1076-7].

Δικαιώματα Ελεγχόμενων Επιχειρήσεων
Κατά τη διεξαγωγή ερευνών και τη συλλογή στοιχείων η ελεγχόμενη επιχείρηση έχει τα εξής δικαιώματα :

  1. Δικαίωμα επίδειξης της εντολής ελέγχου.
  2. Δικαίωμα επίδειξης στοιχείων ταυτοποίησης των μελών του συνεργείου ελέγχου.
  3. Δικαίωμα χορήγησης αντιγράφου της έκθεσης ελέγχου.
  4. Δικαίωμα διατύπωσης σχολίων ή αντιρρήσεων επί της έκθεσης ελέγχου σχετικά με το περιεχόμενό της.
  5. Δικαίωμα διατήρησης των συλλεγόμενων στοιχείων και πληροφοριών σε εχεμύθεια (άρθρα 41 του ν. 3959/2011 και 14 του Ν. 4070/2012).

Καθώς η διεξαγωγή ερευνών περιορίζει το συνταγματικό δικαίωμα στο άσυλο κατοικίας, οι διατάξεις, που προβλέπουν τις αρμοδιότητες της ΕΠΑΝΤ για τη διεξαγωγή ερευνών, ερμηνεύονται συσταλτικά (άρθρα 9 Σ και 39 § 1 του Ν. 3959/2011). Σε περίπτωση που η εντολή ελέγχου είναι παράνομη, επειδή δεν καθορίζεται επαρκώς και σαφώς το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου, τότε η ελεγχόμενη επιχείρηση έχει το δικαίωμα να αρνείται την είσοδο του συνεργείου ελέγχου στις εγκαταστάσεις της.

Η μη τήρηση από την ΕΠΑΝΤ των διατάξεων για τη διαδικασία διεξαγωγής ερευνών δύναται να θεμελιώνει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Έτσι, τυχόν εκθέσεις ελέγχου, που εκδίδονται από παράτυπες διαδικασίες διεξαγωγής ερευνών, είναι άκυρες και δε θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή πιθανών προστίμων.

Βέλτιστες Πρακτικές Επιχειρήσεων κατά τη Διεξαγωγή Ελέγχων
Κάθε επιχείρηση, που αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο διεξαγωγής ερευνών στις εγκαταστάσεις της, συνιστάται να καταρτίζει και να ακολουθεί συγκεκριμένες βέλτιστες πρακτικές. Τέτοιες βέλτιστες πρακτικές μπορεί μεταξύ άλλων να περιλαμβάνουν τα εξής :

  1. Διορισμός Υπευθύνου – Ήδη πριν την διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας κρίνεται απαραίτητη η επιλογή του στελέχους της επιχείρησης, που θα εποπτεύει την διαδικασία της έρευνας για λογαριασμό της επιχείρησης, θα επικοινωνεί με τους υπαλλήλους της Αρχής και θα τους συνοδεύει. Το στέλεχος αυτό θα πρέπει να έχει καλή γνώση των ισχύοντων κανόνων, που περιγράφονται με το παρόν.
  2. Δικηγόρος σε Επιφυλακή – Όταν ανακύπτει περιστατικό διεξαγωγής έρευνας, είναι αναγκαίο να υπάρχει δυνατότητα για την κλήση και μετάβαση δικηγόρου της επιχείρησης στο σημείο. Μέχρι τη μετάβαση δικηγόρου οι υπάλληλοι της Αρχής έχουν την υποχρέωση να αναμένουν.
    Επαφή με Υπαλλήλους της Αρχής – Η συνεννόηση με τους εντεταλμένους για έλεγχο υπαλλήλους της Αρχής πρέπει να γίνεται σε κλίμα συνεργασίας. Κάθε πράξη παρεμπόδισης, απόκρυψης ή καταστροφής εγγράφων και παροχής ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών απαγορεύεται με την απειλή ποινικών κυρώσεων ακόμη και με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Από την άλλη, οποιαδήποτε τάση υπέρ του δέοντος συνεργασίας ή παροχής πληροφοριών, που δε ζητούνται, πρέπει να αποφεύγεται. Σε κάθε περίπτωση όμως που οι εν λόγω υπάλληλοι επιδιώκουν πράξεις πέραν του πεδίου των αρμοδιοτήτων τους, ο υπεύθυνος θα πρέπει να εμμένει στα δικαιώματα της ελεγχόμενης επιχείρησης.
  3. Πρόσβαση σε Έγγραφα – Οι υπάλληλοι της Αρχής πρέπει να προσδιορίζουν τα έγγραφα, στα οποία επιθυμούν να αποκτήσουν πρόσβαση. Αυτά τα έγγραφα πρέπει να εμπίπτουν στο αντικείμενο της έρευνας, όπως αυτό προσδιορίζεται από την εντολή ελέγχου. Η πρόσβαση πρέπει να διεξάγεται πάντα με τη συνοδεία του υπευθύνου ή άλλου στελέχους της ελεγχόμενης επιχείρησης.
  4. Λήψη Αντιγράφων – Οι υπάλληλοι της Αρχής δεν έχουν το δικαίωμα να λάβουν πρωτότυπα έγγραφα παρά μόνο αντίγραφα της ελεγχόμενης επιχείρησης, εκτός αν ακολουθηθεί η διαδικασία κατάσχεσης.
  5. Προφορικές Επικοινωνίες – Σε περίπτωση που ερωτάται προφορικά, ώστε να παρέχει ουσιώδεις για την έρευνα  πληροφορίες, ο υπεύθυνος της ελεγχόμενης επιχείρησης έχει το δικαίωμα να καταγράφει τις ερωτήσεις και να επιφυλάσσεται για την γραπτή τους απάντηση.
  6. Απόρρητα – Μολονότι η Αρχή υποχρεούται για την τήρηση εχεμύθειας αναφορικά με κάθε συλλεγόμενη πληροφορία, τυχόν εμπορικά απόρρητα της ελεγχόμενης επιχείρησης συνιστάται να σφραγίζονται με σχετική ένδειξη. Επιπλέον, έγγραφα που περιέχουν συμβουλές εξωτερικών νομικών συμβούλων δεν πρέπει να παρέχονται. Αν οι υπάλληλοι της Αρχής επιμένουν σε παροχή τους, η ελεγχόμενη επιχείρηση θα πρέπει να γνωστοποιεί την κατάθεσή τους σε κλειστό σφραγισμένο φάκελο σε συμβολαιογράφο, εκφράζοντας τη διαφωνία της για το δικαίωμα πρόσβασης της Αρχής σε αυτά.
  7. Έκθεση Ελέγχου –  Μετά το πέρας της έρευνας ο υπεύθυνος της ελεγχόμενης επιχείρησης πρέπει να υπογράφει το φύλλο ελέγχου, διατυπώνοντας όλες τις αντιρρήσεις που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία της έρευνας καθώς και να επιφυλάσσεται κάθε φορά για την πληρότητα των απαντήσεων και των πληροφοριών, που έδωσε προφορικώς.

Διοικητικές και Ποινικές Κυρώσεις
Στις επιχειρήσεις, στις ενώσεις επιχειρήσεων ή σε αυτούς που κατά οποιονδήποτε τρόπο αρνούνται, παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν τις έρευνες, δεν επιδεικνύουν τα αιτούμενα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα και δεν χορηγούν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους, επιβάλλεται με απόφαση της ΕΠΑΝΤ για κάθε παράβαση πρόστιμο τουλάχιστον δεκαπέντε (15.000) ευρώ με ανώτατο όριο το 1% του κύκλου εργασιών της προηγούμενης χρήσης. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη η σοβαρότητα της εξεταζόμενης υπόθεσης, η απαξία των πράξεων και η επίπτωση τους στην έκβαση της έρευνας (άρθρο 39 § 5 του Ν. 3959/2011).

Επιπρόσθετα, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών τιμωρείται (άρθρο 44 § 7 του Ν. 3959/2011) :

α) Όποιος παρεμποδίζει ή δυσχεραίνει με οποιονδήποτε τρόπο την διεξαγωγή ερευνών, ιδίως με την παρεμβολή προσκομμάτων ή απόκρυψη στοιχείων, […]
γ) Όποιος παρέχει, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 38 και 39, εν γνώσει, ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει στοιχεία.
δ) Όποιος αρνείται, αν και έχει κληθεί για το σκοπό αυτό από αρμόδιο για τον έλεγχο όργανο, να προβεί σε ένορκη ή ανωμοτί κατάθεση ενώπιον του, καθώς και όποιος, κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του, εν γνώσει καταθέτει ψευδή στοιχεία ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθή.

Η μεταχείριση βίας ή απειλής βίας κατά την παρεμπόδιση ή δυσχέρανση της διεξαγωγής ερευνών δύναται να συνιστά το αδίκημα της αντίστασης, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και συρρέει αληθινά με το αδίκημα του άρθρου 44 § 7α΄ του Ν. 3959/2011 (167 ΠΚ).

Η εν γνώσει παροχή ψευδών πληροφοριών ή απόκρυψη στοιχείων δύναται περαιτέρω να συνιστά το αδίκημα της υπόθαλψης εγκληματία, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και συρρέει αληθινά με το αδίκημα του άρθρου 44 § 7γ΄ του Ν. 3959/2011 (231 ΠΚ).

Με βάση τη νομολογία και πρακτική, περιπτώσεις παρεμπόδισης ή δυσχέρανσης με οποιονδήποτε τρόπο της διεξαγωγής έρευνας συνιστούν, μεταξύ άλλων :

  • Η μη αποδοχή ελέγχου κατά την ημέρα και ώρα που προσήλθαν στα υπό έλεγχο γραφεία οι ελεγκτές, όπως και η προσωρινή ή μερική άρνηση υποβολής σε έλεγχο. Συναφώς, η αδικαιολόγητη καθυστέρηση έναρξης της έρευνας ή τυχόν δήλωση περί παροχής εξηγήσεων σε μεταγενέστερο χρόνο εκλαμβάνονται ως άρνηση υποβολής σε έλεγχο.
  • Η άρνηση παροχής πρόσβασης σε όλα ή σε κάποια από τα γραφεία. Η άρνηση πρόσβασης σε κάποιο εκ των γραφείων μπορεί να αξιολογηθεί ως πλήρη άρνηση υποβολής σε έλεγχο.
  • Η καθυστέρηση παροχής πρόσβασης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
  • Η παροχή ανακριβών και / ή παραπλανητικών στοιχείων ως προς τα γραφεία (θέση,
  • διαρρύθμιση, πρόσωπο ενοίκου κλπ.).
  • Η παροχή ανακριβών και / ή παραπλανητικών στοιχείων ως προς τα έγγραφα (θέση, αρχειοθέτηση, συντάκτης, μέρος φύλαξης κ.λπ.). Οι ελεγκτές πρέπει να χαίρουν πρόσβασης στο σύνολο των εγγράφων που φυλάσσονται σε μια επιχείρηση, ανεξαρτήτως του αν δύνανται εκ των προτέρων να προσδιορίσουν με ακρίβεια τα έγγραφα που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας.
  • Η μη χορήγηση εγγράφων ή η μερική χορήγηση εγγράφων ή η καταστροφή, απόκρυψη, διαγραφή ή μετακίνηση αυτών με στόχο τον μη εντοπισμό τους από τους ελεγκτές. Συναφώς, η άρνηση χορήγησης εγγράφων με την αιτιολογία ότι κατά την κρίση της ελεγχόμενης επιχείρησης συνιστούν άσχετα με το αντικείμενο του ελέγχου έγγραφα αξιολογείται ως άρνηση υποβολής στον έλεγχο (και τούτο, ανεξαρτήτως εάν η ελεγχόμενη τυχόν χορηγήσει τα εν λόγω έγγραφα σε μεταγενέστερο στάδιο).
  • Η παροχή ανακριβών, ελλιπών και / ή παραπλανητικών πληροφοριών μετά από αίτημα παροχής διευκρινίσεων κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου.

[βλ. ενδεικτικά Απόφαση ΔΕΕ 46/87 & 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλ. 1989 σελ. 2859, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 94/735 Akzo, EE L 294,15/11/1994, σελ. 31-35, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 92/500 CSM NV, EE L 305, 21/10/1992 σελ. 16-18, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 93/47 Mewac, EE L 20, 28/1/1993, σελ. 6-9, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 92/237 Ukwal, EE L121, 6/5/1992, σελ. 45-47, Απόφαση Ευρ. Επιτροπής 82/124 Telos, EE L 58, 2/3/1982, σελ. 19, Απόφαση Ισπανικής Αρχής Ανταγωνισμού SNC/0010/11 Grafoplas Del Noroeste, 1/3/Μαρτίου 2011, Απόφαση Πολωνικής Αρχής Ανταγωνισμού Υποθ. Polkomtel 15/3/2011, καθώς και Gunther Hirsch / Frank Montag / Franz Sacker, Competition Law: European Community Practice and Procedure (1η έκδοση), παρ. 4-23-062 επ.].

Περισσότερα
Επιτροπή Ανταγωνισμού (ΕΠΑΝΤ).
Άρθρα 101 – 106 ΣυνθΛΕΕ.
Κανονισμός (EΚ) 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης.
Ν. 3959/2011 «Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού» (ΦΕΚ 93/Α/20-04-2011).
Κανονισμός Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ 54/Β/16-01-2013).