Ζητήματα Παραγραφής στην Υπόθεση της «Λίστας Λαγκάρντ»

Η υπόθεση της λεγόμενης “λίστας Λαγκάρντ” μονοπωλεί την επικαιρότητα και κλονίζει την αξιοπιστία ενός κόμματος, που είναι από τους βασικούς εταίρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα η μη εκμετάλλευση της λίστας για φοροεισπρακτικούς σκοπούς και οι ενδείξεις περί παραποίησής της από τους αρμόδιους υπουργούς και την ηγεσία του ΣΔΟΕ είχε δημιουργήσει σοβαρά ερωτηματικά στην κοινή γνώμη. Εντούτοις, το όλο ζήτημα εξαντλούνταν σε μία παράσταση διαρκούς αποποίησης και μετάθεσης ευθυνών από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.

Προσφάτως, οι παρεκκλίσεις ανάμεσα στη λίστα προσώπων και δεδομένων, που μέχρι πρότινος κατείχε το Ελληνικό κράτος, και στην “αυθεντική” λίστα, που κατόπιν αιτήματος απέστειλε ξανά το Γαλλικό κράτος, καθώς και η διαρροή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης πως στη νέα λίστα περιλαμβάνονται συγγενικά πρόσωπα του πρώην υπουργού οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου εξανάγκασαν την κυβέρνηση να καταθέσει πρόταση για σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής με σκοπό τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τη διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών του.

Στα πλαίσια αυτά προκύπτει το ζήτημα κατά πόσο τυχόν ποινικές ευθύνες υπουργών για αξιόποινες πράξεις σε σχέση με τον χειρισμό της λίστας έχουν παραγραφεί.

Ποινική Ευθύνη Υπουργών

Η πολιτική και ποινική ευθύνη των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και των υφυπουργών ρυθμίζεται από τα άρθρα 85 και 86 του Συντάγματος. Η δε ποινική ευθύνη εξειδικεύεται περαιτέρω στον εκτελεστικό του Συντάγματος Ν. 3126/2003.

Το Σύνταγμα ορίζει ότι τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου καθώς και οι Υφυπουργοί είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την ευθύνη των Υπουργών (85 Σ). Την αρμοδιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχει μόνο η Βουλή, όπως νόμος ορίζει (86 παρ. 1 Σ). Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμών ο αρχαιότερος. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος (86 παρ. 4 Σ).

Η ποινική δίωξη καθώς και οποιαδήποτε ενέργεια ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης κατά των παραπάνω προσώπων για αδικήματα, που τελούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, διεξάγεται με απόφαση της Βουλής, η οποία λαμβάνεται με την ακόλουθη διαδικασία (86 παρ. 2 Σ). Η πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (86 παρ. 3 Σ).

Η Παραγραφή των Ποινικών Αδικημάτων Υπουργών / Υφυπουργών

Η ειδική παραγραφή ή, ορθότερα, η αποσβεστική προθεσμία δίωξης των ποινικών αδικημάτων υπουργών και υφυπουργών έχει αναχθεί σε συνταγματικό κανόνα με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Σύμφωνα με την σχετική πρόβλεψη του Συντάγματος η Βουλή μπορεί να ασκεί δίωξη κατά υπουργών / υφυπουργών για αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους το αργότερο μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου, που αρχίζει μετά την τέλεση του εκάστοτε αδικήματος (86 παρ. 3 Σ). Σημειώνεται ότι εισηγητής της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην αναθεωρητική Βουλή του 2001, που εισήγαγε την διάταξη αυτή, ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Ειδικότερα, με βάση τον προαναφερόμενο συνταγματικό κανόνα, αν παρέλθει άπρακτη η δεύτερη σύνοδος της Βουλής, αποσβέννυται το σχετικό δικαίωμα, οπότε, λόγω της αποσβέσεως αυτού του δικαιώματος, επέρχεται και η εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης (3 παρ. 2 Ν. 3126/2003, ΕιδΔ 1/2011, ΕφΑθ 2849/2005). Πρόκειται, συνεπώς, για αποσβεστική προθεσμία, η άπρακτη πάροδος της οποίας στερεί τη Βουλή από τη σχετική αρμοδιότητα της, η οποία είναι “αποκλειστική”, μη δυναμένου άλλου οργάνου του Κράτους (Εισαγγελέας, Ανακριτής, Δικαστικό Συμβούλιο) να ασκήσει αμέσως ή εμμέσως την ως άνω αρμοδιότητα της Βουλής. Σε κάθε περίπτωση το αξιόποινο τέτοιων πράξεων παραγράφεται μετά την πάροδο πενταετίας από την τέλεσή τους (3 παρ. 1 Ν 3126/2003).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 85 και 86 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 και 3, 3 παρ. 1, 22 παρ. 1 Ν. 3126/2003 με σαφήνεια προκύπτει, ότι στην ειδική δικαιοδοσία της Βουλής και του Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται μόνο τα ποινικά αδικήματα που τα μέλη της Κυβέρνησης ή οι υφυπουργοί τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, εξ αντιδιαστολής προκύπτει, ότι επί εγκλημάτων υπουργών – υφυπουργών, που τελέστηκαν από αυτούς κατά τη διάρκεια της θητείας τους, είναι όμως άσχετα με τα καθήκοντα τους, ουδεμία αρμοδιότητα έχει η Βουλή για άσκηση ποινικής δίωξης και το Ειδικό Δικαστήριο για την εκδίκασή τους. Για τέτοιες δε αξιόποινες πράξεις ισχύει η 15ετής παραγραφή του κοινού ποινικού δικαίου. Τέτοιες είναι όσες πράξεις δεν βρίσκονται σε ουσιαστική σχέση με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων και απλώς διαπράττονται κατά τον χρόνο ασκήσεως αυτών. Έτσι, λόγου χάρη, για υπουργό, που τέλεσε το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από την εγκληματική δραστηριότητα της, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δωροδοκίας, ισχύει η 15ετής παραγραφή του κοινού ποινικού δικαίου και αρμόδια για την εκδίκαση της παραπάνω πράξης είναι τα κοινά ποινικά δικαστήρια (ΕφΑθ 1440/2010).

Υπαγωγή στην Υπόθεση της “Λίστας Λαγκάρντ”

Από την υποτιθέμενη τέλεση των όποιων τυχόν ποινικών αδικημάτων σε σχέση με την “λίστα Λαγκάρντ” έχουν μεσολαβήσει δύο βουλευτικές σύνοδοι, λαμβανομένης υπόψη της συνόδου του Μαΐου – Ιουνίου 2012. Επομένως, αν το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος ερμηνευθεί αυστηρά και κατά γράμμα, τότε η αποσβεστική προθεσμία, που προβλέπεται σε αυτό, μπορεί να κριθεί ότι έχει παρέλθει και ότι η Βουλή κατά παράβαση του Συντάγματος λαμβάνει την απόφαση να προβεί σε σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια της σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης. Αυτή αναμένεται να είναι μία από τις βασικές γραμμές υπεράσπισης των διωκόμενων υπουργών ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, που θα συσταθεί για την εκδίκαση της υπόθεσης.

Εντούτοις, σύμφωνα με την πιο ορθή ερμηνεία του σχετικού συνταγματικού κανόνα η καταμέτρηση δεν δύναται να συμπεριλαμβάνει συνόδους της Βουλής, κατά τις οποίες υπήρχε αδυναμία για την λήψη μίας τέτοιας απόφασης. Τέτοια ήταν και η βουλευτική σύνοδος του Μαΐου – Ιουνίου 2012, η οποία βρέθηκε σε αδυναμία για τον σχηματισμό κυβέρνησης, οπότε και ο ΠτΔ όρισε υπηρεσιακή κυβέρνηση για την διενέργεια επαναληπτικών εκλογών. Έτσι και οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος για τον σχηματισμό κυβέρνησης, που ορίζουν ότι, αν οι διερευνητικές εντολές στα τρία πρώτα κόμματα δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς όλων των κομμάτων, προκειμένου να εξετασθεί για ακόμη μία φορά το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης. Αν και σε αυτή την περίπτωση επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης, που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, ο ΠτΔ επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής με μοναδικό σκοπό τη διενέργεια επαναληπτικών εκλογών. Σε περίπτωση αποτυχίας ο ΠτΔ αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει επαναληπτικές εκλογές (37 παρ. 3 Σ). Επομένως, μετά από την αποτυχία της να συγκροτήσει κυβέρνηση η Βουλή του Μαΐου – Ιουνίου 2012 απώλεσε την αρμοδιότητά της να λάβει τις αποφάσεις, που απορρέουν από το άρθρο 86 του Συντάγματος. Έτσι και η απόφαση υπ’ αρ. 1/2011 του Ειδικού Δικαστηρίου, που έκρινε ότι ο χρόνος, που αρχίζει από την τέλεση του αδικήματος, υπολογίζεται “πολιτικά”, γιατί αφορά το διάστημα κατά το οποίο η Βουλή μπορεί να συνεδριάσει και να λάβει τις σχετικές αποφάσεις.

Συμπέρασμα

Αντίκειται στον σκοπό του άρθρου 86 παρ. 3 Σ η ερμηνεία, που θα συμπεριλάμβανε στην καταμέτρηση της αποσβεστικής αυτού προθεσμίας και την βουλευτική σύνοδο του Μαΐου – Ιουνίου 2012, καθώς μετά την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης η σχετική Βουλή περιήλθε θεσμικά σε αδυναμία να λάβει τέτοια απόφαση. Κατά συνέπεια, η αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 86 παρ. 3 Σ λήγει με τη λήξη της παρούσας βουλευτικής συνόδου και, άρα, τα όποια αδικήματα τέλεσαν υπουργοί / υφυπουργοί κατά τον χειρισμό της “λίστας Λαγκάρντ” δεν έχουν παραγραφεί. Ακόμη όμως και αν ακολουθηθεί η ερμηνεία περί λήξης της σχετικής αποσβεστικής προθεσμίας τον Ιούνιο του 2012, ποινικά αδικήματα υπουργών / υφυπουργών που δεν τελέστηκαν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, όπως το αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες σε σχέση με τη λίστα, παραγράφονται με την πάροδο 15ετίας.

Περισσότερα

Σύνταγμα
Ν. 3126/2003 περί ποινικής ευθύνης υπουργών