Διακοπή Πρόσβασης σε Διαδικτυακό Περιεχόμενο & Πνευματική Ιδιοκτησία

Η σχέση έντασης μεταξύ της γενικευμένης χρήσης των σύγχρονων τεχνολογιών πληροφορικής και ηλεκτρονικών επικοινωνιών και της προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας είναι γνωστή. Οι τεχνολογίες αυτές φέρουν δυνατότητες, οι οποίες αφενός διευκολύνουν την αντιγραφή, ανταλλαγή και διάδοση ψηφιοποιημένων πνευματικών έργων και αφετέρου δυσχεραίνουν την αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδικτυακό περιβάλλον.

Ως αποτέλεσμα αυτού, η παραβίαση του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδίκτυο έχει εξελιχθεί σε μαζικό κοινωνικό φαινόμενο. Ως απάντηση στο φαινόμενο, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται παγκοσμίως ως λύση μία τάση ανάληψης θετικού ρόλου από τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο για τον έλεγχο του διαδικτυακού περιεχομένου με σκοπό την επιβολή γενικότερα του δικαίου και ειδικότερα του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας στους χρήστες του διαδικτύου. Η αρχή έγινε στη Γαλλία με την ψήφιση του λεγόμενου «νόμου HADOPI», ο οποίος προβλέπει την ταχεία επιβολή του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας στους Γάλλους χρήστες του διαδικτύου μέσω ενός μηχανισμού τριών σταδίων καθώς και τη σύσταση ομώνυμης διοικητικής αρχής για την επόπτευσή του. Είχε προηγηθεί η αποτύπωση του μηχανισμού των τριών σταδίων σε μνημόνιο συνεργασίας, που καταρτίστηκε μεταξύ των Γάλλων παρόχων πρόσβασης στο διαδίκτυο από τη μία και των γαλλικών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και εταιρειών κατοχής και εκμετάλλευσης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από την άλλη με τη διαμεσολάβηση του γαλλικού κράτους. Μετά την ψήφισή του βασικές διατάξεις του νόμου κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Συνταγματικό Συμβούλιο της χώρας (Conseil Constitutionnel). Κατόπιν αυτού ο νόμος επανακατατέθηκε τροποποιημένος, υπερψηφίστηκε από το Γαλλικό Κοινοβούλιο και τελικώς εγκρίθηκε και από το Συνταγματικό Συμβούλιο. Οι εξελίξεις στη Γαλλία πυροδότησαν ανάλογες πρωτοβουλίες σε πολλά άλλα κράτη εντός και εκτός Ευρώπης, ενώ τέθηκαν με έντονο τρόπο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την πολυτάραχη διαδικασία ψήφισης του πακέτου Οδηγιών του 2009 για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.

Οι παραπάνω εξελίξεις έδειξαν με πιεστικό τρόπο ότι οποιεσδήποτε απαντήσεις στο φαινόμενο της χωρίς άδεια ανταλλαγής προστατευόμενων πνευματικών έργων στο διαδίκτυο δεν πρέπει να εξαντλούνται σε μία άνευ όρων επιβολή του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδίκτυο χωρίς σεβασμό για τις ελευθερίες των χρηστών αλλά οφείλουν να είναι συμβατές με το σύστημα του δικαίου και να σταθμίζουν ορθώς τα αντικρουόμενα δικαιώματα και συμφέροντα.

Στάθμιση των υπό Σύγκρουση Θεμελιωδών Δικαιωμάτων / Συμφερόντων

Η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται διεθνώς στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ (άρθρο 1 § 1) και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα (άρθρο 15 § 1). Περαιτέρω, κατοχυρώνεται σαφώς στο άρθρο 17 § 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΧΘΔΕΕ»). Εντούτοις, δεν προκύπτει από κανένα σημείο των διατάξεων αυτών αλλά ούτε και από τη νομολογία του ΔΕΕ ότι τα δικαιώματα αυτά είναι απεριόριστα και ότι πρέπει να χαίρουν απόλυτης προστασίας. Συνεπώς, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας, έκφανση του οποίου αποτελούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, πρέπει να αποτελεί αντικείμενο σταθμίσεως με την προστασία άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση Promusicae, C-275/06, σκέψεις 62 – 68, Απόφαση Scarlet Extended, C-70/10, σκέψη 44).

Στα πλαίσια αυτά, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια κατά τη λήψη μέτρων για την προστασία των δικαιούχων του δικαιώματος του δημιουργού έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι η προστασία του εν λόγω δικαιώματος εναρμονίζεται με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όσων προσώπων θίγονται από τα ως άνω μέτρα. Επομένως, οφείλουν, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζουν ότι η προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας θα εναρμονίζεται με την προστασία :

  1. Της επιχειρηματικής ελευθερίας η οποία ισχύει για φορείς όπως οι πάροχοι πρόσβασης στο διαδίκτυο (ΠΠΔ) δυνάμει του άρθρου 16 του Χάρτη (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση Promusicae, C-275/06, σκέψη 68, Απόφαση Scarlet Extended, C-70/10, σκέψεις 45 – 46).
  2. Της ελευθερίας της πληροφόρησης, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία τόσο λήψης όσο και μετάδοσης πληροφοριών, δηλαδή τόσο την παθητική όσο και την ενεργητική της όψη, και θεμελιώνει αξίωση με αρνητικό περιεχόμενο για αποχή της κρατικής εξουσίας από επεμβάσεις στον ιδιωτικό χώρο του προσώπου, λειτουργώντας όμως και ως πολιτικό δικαίωμα με ενεργητικό περιεχόμενο, καθώς διευκολύνει το σχηματισμό της πολιτικής βούλησης και εγγυάται τη συνειδητή συμμετοχή των πολιτών στον έλεγχο της εξουσίας (5Α § 1 Σ).
  3. Του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, το οποίο περιλαμβάνει την αξίωση πρόσβασης τόσο στην υλικοτεχνική υποδομή της κοινωνίας της πληροφορίας όσο και στην ίδια την πληροφορία που διακινείται ηλεκτρονικά και το οποίο θεμελιώνει την υποχρέωση αποχής του κράτους από ενέργειες που περιορίζουν την απρόσκοπτη πρόσβαση των ατόμων στα αγαθά και τις εφαρμογές της κοινωνίας της πληροφορίας, ενώ από την άλλη δεσμεύει το κράτος σε θετικές ενέργειες με σκοπό την κατ’ αρχήν ισότιμη πρόσβαση όλων σε αυτήν (5Α § 2 Σ). Όπως έχει άλλωστε κριθεί και από τον ειδικό εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για την ελευθερία της έκφρασης, η πρόσβαση στις πληροφορίες μέσω διαδικτύου είναι ουσιώδης σε μια δημοκρατική κοινωνία (Report of the Special Rapporteur on the promotion and protection of the right to freedom of opinion and expression, UN Doc. A/66/290 της 10ης Αυγούστου 2011, σημείο 87).
  4. Του δικαιώματος του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού ή, περιφραστικά, του δικαιώματος προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα (9Α Σ).

Σημειώνεται δε ότι τα προαναφερόμενα θεμελιώδη δικαιώματα τριτενεργούν και αναπτύσσουν οριζόντιο αποτέλεσμα στις σχέσεις μεταξύ ΠΠΔ και τελικών χρηστών του διαδικτύου, οι οποίες από τη φύση τους διακρίνονται από έντονο χαρακτήρα εξουσίασης και, συνεπώς, αποτελούν σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες αυτά προσιδιάζουν (Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Öztürk κατά Τουρκίας της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, αριθ. προσφυγής 22479/93, Recueil des arrêts et décisions 1999-VI, § 49). Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να σταθμίζουν τα παραπάνω υπό σύγκρουση θεμελιώδη δικαιώματα με το δικαίωμα του δημιουργού με βάση τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, λαμβάνοντας – μεταξύ άλλων – υπόψη τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή του απαραβίαστου του πυρήνα του εκάστοτε θιγόμενου δικαιώματος και από την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΔΕΕ Απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Bonnier Audio AB v. Perfect Communication Sweden AB, c-146/10).

Ο σκληρός πυρήνας των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθορίζεται με ερμηνευτικό κριτήριο την θεμελιώδη αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (2 § 1 Σ και 3 ΕΣΔΑ). Οποιοσδήποτε λοιπόν περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων μεταχειρίζεται ορισμένο άνθρωπο όχι ως αυτοσκοπό αλλά ως μέσο για την επιδίωξη ενός έτερου σκοπού, ασχέτως αν τέτοιος σκοπός είναι δικαιολογημένου δημοσίου συμφέροντος, τότε τέτοιος περιορισμός προσβάλλει την ανθρώπινη αξία και, συνεπώς, θίγει το σχετικό θεμελιώδες δικαίωμα στον πυρήνα του. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα προσβολής του δικαιώματος συμμετοχής στην ΚτΠ στον πυρήνα του είναι οι λεγόμενες νομοθεσίες της «βαθμιδόν κύρωσης» (“graduated response”), οι οποίες έχουν νομοθετηθεί σε ορισμένα κράτη (λ.χ. Γαλλία, Αγγλία) και με σκοπό την τιμώρηση όσων παραβιάζουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας προβλέπουν την για κάποιο χρονικό διάστημα απαγόρευση πρόσβασης πολιτών στο διαδίκτυο.

Η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 § 1 Σ) επιβάλλει οι περιορισμοί θεμελιωδών δικαιωμάτων να είναι: α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη και το κοινό και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλ. σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (ΑΠ Ολ 43/2005). Όσο πιο έντονος είναι ο περιορισμός, τόσο πιο απαραίτητη είναι η δικαιολόγηση της αναγκαιότητας του υπό κρίση μέτρου (βλ. ΟλΣτΕ 3177/2007, 3665/2005). Η αναγκαιότητα και προσφορότητα μέσου προς σκοπό απόκειται καταρχήν στο νομοθέτη, ωστόσο υπόκειται στο δικαστικό έλεγχο όταν είναι προφανώς δυσανάλογη (βλ. ΣτΕ Ολ. 3665/2005, ΔΕΕ, C-280/93, Συλλογή 1994, Ι-4973, σκ. 90 επ. και C-306/93, Συλλογή 1994, Ι-5555 σκ. 27). Έτσι, ένα μέτρο διακοπής πρόσβασης αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όταν από το είδος του ή τη φύση του είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή όταν οι δυσμενείς συνέπειες του μέτρου τελούν σε προφανή δυσαναλογία ή υπερακοντίζουν τον επιδιωκόμενο σκοπό (ΣτΕ 3370/2008, 990/2004 κ.α.).

Έχει λοιπόν κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) πως διοικητικώς ή δικαστικώς επιβαλλόμενα μέτρα που υποχρεώνουν ΠΠΔ για τη μέσω συστημάτων πληροφορικής διακοπή πρόσβασης σε διαδικτυακό περιεχόμενο είναι παράνομα, εφόσον :

  1. Ο ΠΠΔ θέτει σε λειτουργία με αποκλειστικά δικά του έξοδα συστήματα πληροφορικής που είναι περίπλοκα, δαπανηρά και θα λειτουργούν σε μόνιμη βάση, καθώς έτσι προσβάλλεται κατάφωρα η επιχειρηματική ελευθερία του εμπλεκόμενου ΠΠΔ (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση Promusicae, C-275/06, σκέψη 68, Απόφαση Scarlet Extended, C-70/10, σκέψη 48). Αλλά και συγκεκριμένο μέτρο αποκλεισμού, το οποίο συνδέεται όμως με σημαντική δαπάνη, ενδέχεται μεν να συνεπάγεται ηπιότερη προσβολή, πλην όμως αποσκοπεί και καταλήγει στον περιορισμό και επομένως θίγει το πεδίο προστασίας της επιχειρηματικής ελευθερίας (βλ. ΔΕΕ, Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Pedro Cruz Villalon, της 26ης Νοεμβρίου 2013, Υπόθεση C 314/12, UPC Telekabel Wien GmbH κατά Constantin Film Verleih GmbH et al, σκέψη 95).
    Το διατασσόμενο μέτρο δεν επιτυγχάνει επαρκή και αποτελεσματική διάκριση μεταξύ παράνομου και νόμιμου περιεχομένου, με συνέπεια η λειτουργία τέτοιων συστημάτων να έχει – ακόμη και πιθανώς – ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των επικοινωνιών νόμιμου περιεχομένου, αφού έτσι θίγεται με ανεπίτρεπτο τρόπο η ελευθερία πληροφορήσεως των πολιτών (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση Promusicae, C-275/06, σκέψη 68, Απόφαση Scarlet Extended, C-70/10, σκέψη 52).
    Το διατασσόμενο μέτρο συνεπάγεται τη σε συστηματική βάση επεξεργασία του περιεχομένου των μηνυμάτων καθώς και τη συλλογή και την αναγνώριση των διευθύνσεων IP όσων χρηστών αποστέλλουν μηνύματα, αφού τέτοιο μέτρο δεν εναρμονίζεται με το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού των πολιτών (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση Promusicae, C-275/06, σκέψη 68, Απόφαση Scarlet Extended, C-70/10, σκέψη 51).

Η Ρήτρα Περί Δικτυακής Ουδετερότητας (Net Neutrality)

Με το άρθρο 1 § 1β της Οδηγίας 2009/140/ΕΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε σε ισχύ διατάξεις δικαίου για την προστασία της δικτυακής ουδετερότητας στα δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με προεξάρχον φυσικά το διαδίκτυο. Η διάταξη αυτή ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με το άρθρο 3 § 2ζ του Ν. 4070/2012. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι τυχόν μέτρα από δημόσιες αρχές που αφορούν στην πρόσβαση των τελικών χρηστών σε υπηρεσίες και εφαρμογές ή στη χρήση από τους τελικούς χρήστες υπηρεσιών και εφαρμογών μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να τελούν σε αρμονία με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις γενικές αρχές του Κοινοτικού δικαίου και, ιδιαιτέρως, να :

  • Είναι κατάλληλα, αναλογικά και αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία.
  • Εξασφαλίζουν δίκαιη και αμερόληπτη προκαταρκτική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως του ενδιαφερομένου ή των ενδιαφερομένων.
  • Υπόκεινται στις λοιπές διαδικαστικές διασφαλίσεις που προβλέπονται από την νομολογία του ΕΔΔΑ και τις γενικές αρχές του Κοινοτικού δικαίου.
  • Διασφαλίζουν το δικαίωμα των θιγόμενων σε αποτελεσματικό και έγκαιρο δικαστικό έλεγχο του λαμβανόμενου μέτρου.

Η παραπάνω ρήτρα περί δικτυακής ουδετερότητας εξειδικεύει στο πεδίο του δικαίου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών τα όσα προκύπτουν από τις γενικές διατάξεις για την προστασία των σχετικών θεμελιωδών δικαιωμάτων και αναλύθηκαν παραπάνω. Ωστόσο, από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι απαγορεύεται η οποιαδήποτε διακοπή ή περιορισμός πρόσβασης σε διαδικτυακές υπηρεσίες και εφαρμογές, όπως λόγου χάρη η εφαρμογή τεχνολογιών p2p file shaping, αν αυτή λαμβάνει χώρα είτε με πρωτοβουλία των ΠΠΔ είτε στα πλαίσια αυτορρύθμισης με τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Τέτοια λοιπόν διακοπή ή περιορισμός πρόσβασης είναι αποκλειστικά και μόνο δυνατή με αποφάσεις διοικητικών ή δικαστικών αρχών, υπό τους αυστηρούς όμως όρους που επιτάσσει η νομοθεσία για τη διεθνή και κοινοτική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω.

Η παραπάνω διάταξη θέτει μάλιστα πλέον εν αμφιβόλω και τη νομιμότητα του άρθρου 51 § 5 του Ν. 4002/2011 περί παιγνίων, με βάση το οποίο οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι της χώρας υποχρεώνονται με απειλή προστίμων να διακόπτουν την πρόσβαση των συνδρομητών τους σε “μαύρη λίστα” παράνομων ιστοτόπων τυχερών παιγνίων.

Η Άρση της Ευθύνης των ΠΠΔ για το Διαδικτυακό Περιεχόμενο

Το ΠΔ 131/2003, το οποίο και ενσωματώνει την Οδηγία 2002/31/ΕΚ για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο στην Ελληνική έννομη τάξη, ρυθμίζει στα άρθρα 11 – 14 αυτού την ευθύνη των μεσαζόντων της κοινωνίας της πληροφορίας σε σχέση με το μεταδιδόμενο, αποθηκευόμενο ή φιλοξενούμενο διαδικτυακό περιεχόμενο. Το εν λόγω ΠΔ διαχωρίζει τους μεσάζοντες της κοινωνίας της πληροφορίας ανάλογα με τις υπηρεσίες, που αυτοί παρέχουν, προβλέποντας για κάθε κατηγορία μεσαζόντων διαφορετικές υποχρεώσεις και ευθύνες. Ειδικότερα, οι πάροχοι πρόσβασης στο διαδίκτυο (ΠΠΔ) χαρακτηρίζονται από το ΠΔ 131/2003 ως μεσάζοντες της κοινωνίας της πληροφορίας, που προβαίνουν σε απλή μετάδοση πληροφοριών, και εφαρμόζονται επί αυτών τα άρθρα 11 και 14 του διατάγματος αυτού.

Έτσι, ορίζεται ότι οι πάροχοι πρόσβασης στο διαδίκτυο προβαίνουν σε απλή μετάδοση πληροφοριών μέσα από τα δίκτυά τους και δεν ευθύνονται για το μεταδιδόμενο περιεχόμενο (άρθρο 11 ΠΔ 131/2003, άρθρο 12 Οδηγίας 2000/31/ΕΚ). Η άρση της ευθύνης των ΠΠΔ σε σχέση με το μεταδιδόμενο περιεχόμενο είναι πλήρης και αφορά τόσο την αστική και διοικητική όσο και την ποινική ευθύνη. Επίσης, ορίζεται ότι οι ΠΠΔ δεν έχουν γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες (άρθρο 14 § 1 ΠΔ 131/2003). Η μόνη υποχρέωση, την οποία φέρουν οι ΠΠΔ σε σχέση με το μεταδιδόμενο μέσω των δικτύων τους περιεχόμενο, είναι το να ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες κρατικές αρχές για τυχόν υπόνοιες περί χορηγουμένων παράνομων πληροφοριών ή δραστηριοτήτων που επιχειρούν αποδέκτες των υπηρεσιών τους (άρθρο 14 § 2 ΠΔ 131/2003).

Η Διοικητική ή Δικαστική Διαδικασία Διακοπής Πρόσβασης σε Διαδικτυακό Περιεχόμενο

Στην παράγραφο 2 όμως του ίδιου άρθρου 11 του ΠΔ 131/2003 ορίζεται ότι οι κανόνες δικαίου περί ευθύνης των παρόχων πρόσβασης δεν θίγουν τη δυνατότητα δικαστικής ή διοικητικής αρχής να επιβάλει την παύση ή την πρόληψη της παράβασης (άρθρο 11 § 3 ΠΔ 131/2003, σκέψη 45 Οδηγίας 2000/31/ΕΚ). Επομένως, μεταξύ άλλων και οι δικαιούχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν το δικαίωμα να ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά διαμεσολαβητών, οι υπηρεσίες των οποίων χρησιμοποιούνται από τρίτους για την προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων (άρθρο 64 Α Ν. 2121/1993, άρθρα 8 § 3 Οδηγίας 2001/29/ΕΕ και 11 § 3 Οδηγίας 2004/48/ΕΕ, σκέψη 59 Οδηγίας 2001/29/ΕΕ). Στην έννοια του διαμεσολαβητή έχει κριθεί ότι εμπίπτουν και οι πάροχοι πρόσβασης στο διαδίκτυο (Βλ. ΔΕΕ, C-70/10, σκέψη 30).

Τα διατασσόμενα ασφαλιστικά μέτρα δύνανται να είναι όχι μόνο κατασταλτικά αλλά και προληπτικά της προσβολής (άρθρο 64 § 3 Ν. 2121/1993, βλ. και ΔΕΕ, C-324/09, L’Oréal κ.λπ., σκέψη 131). Παρ’ όλα αυτά, τυχόν αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, που λαμβάνονται με βάση το άρθρο 64 Α Ν. 2121/1993, δεν επιτρέπεται να θίγουν τις διατάξεις των άρθρων 11 και 14 του ΠΔ 131/2003, όπως λόγου χάρη υποχρεώνοντας παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο σε γενικευμένη επιτήρηση των πληροφοριών που μεταδίδονται μέσω του δικτύου τους (σκέψη 16 Οδηγίας 2001/29/ΕΚ, άρθρο 2 § 3 α’ Οδηγίας 2004/48/ΕΕ). Και αυτό γιατί ορίζεται ρητώς στο ΠΔ 131/2003 ότι οι πάροχοι πρόσβασης στο διαδίκτυο δεν έχουν γενική υποχρέωση ελέγχου των πληροφοριών που μεταδίδουν ή αποθηκεύουν ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες (άρθρο 14 ΠΔ 131/2003, άρθρο 15 Οδηγίας 2000/31/ΕΚ).

Σχετικώς έχει κρίνει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε δεύτερο μάλιστα βαθμό, ότι οι Οδηγίες 2000/31/ΕΚ, 2001/29/ΕΚ, 2004/48/ΕΚ, 95/46/ΕΚ και 2002/58/ΕΚ είναι αντίθετες προς την επιβολή υποχρεώσεως σε φορέα παροχής υπηρεσιών προσβάσεως στο διαδίκτυο να θέσει σε λειτουργία σύστημα χρήσεως φίλτρου για το σύνολο των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου οι οποίες πραγματοποιούνται μέσω των υπηρεσιών του, ιδίως με τη χρήση προγραμμάτων «peer-to-peer», όσον αφορά το σύνολο αδιακρίτως της πελατείας του, προληπτικώς, με δικά του αποκλειστικώς έξοδα και χωρίς χρονικό περιορισμό, ικανό να εντοπίσει ηλεκτρονικά αρχεία που περιέχουν μουσικά, κινηματογραφικά ή οπτικοακουστικά έργα, με σκοπό να μπλοκάρει την προσβάλλουσα το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας θέση των εν λόγω έργων στη διάθεση του κοινού (βλ. ΔΕΕ, C-70/10, SCARLET v SABAM).

Απαγορευμένο τεχνολογικό φίλτρο αποτελεί σύμφωνα με το ΔΕΕ κάθε είδους προληπτική επιτήρηση, που απαιτεί από τον πάροχο πρόσβασης στο διαδίκτυο την ενεργό παρακολούθηση του συνόλου των επικοινωνιών που πραγματοποιούνται στο δίκτυό του και φέρει τα εξής στοιχεία (βλ. ΔΕΕ, C-70/10, σκέψεις 38 – 40) :

  • πρώτον, ότι ο ΦΠΠΔ θα εντοπίζει, επί του συνόλου των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου οι οποίες πραγματοποιούνται από το σύνολο των πελατών του, τα διακινούμενα με προγράμματα «peer-to-peer» αρχεία.
  • δεύτερον, ότι, στο πλαίσιο αυτής της διακινήσεως, θα εντοπίζει ποια αρχεία περιλαμβάνουν έργα επί των οποίων οι δικαιούχοι δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας διατείνονται ότι κατέχουν δικαιώματα.
  • τρίτον, ότι θα καθορίζει ποια από τα ως άνω αρχεία αποτελούν αντικείμενο παράνομης ανταλλαγής, και
  • τέταρτον, ότι θα αποκλείει την ανταλλαγή αρχείων τα οποία ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει ως παράνομα.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η επιβολή γενικής απαγορεύσεως σε ΠΠΔ, χωρίς διαταγή λήψης συγκεκριμένων μέτρων, ώστε αυτός να μην επιτρέπεται να καθιστά δυνατή την πρόσβαση των πελατών του σε συγκεκριμένο ιστότοπο που θίγει το δικαίωμα του δημιουργού, δεν επιτρέπεται με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο. Τέτοιο μη επιτρεπόμενο μέτρο θα υφίστατο εάν το δικαστήριο επέβαλλε στον πάροχο να προβαίνει σε δραστήρια αναζήτηση ενδεχόμενων αντιγράφων του παράνομου ιστότοπου που λειτουργούν υπό άλλα ονόματα χώρου ή να εφαρμόζει φίλτρα επί του συνόλου των δεδομένων που μεταδίδονται στο δίκτυό του προκειμένου να εντοπίσει μεταδόσεις συγκεκριμένων προστατευόμενων ταινιών και να τις αποκλείσει (βλ. ΔΕΕ, Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Pedro Cruz Villalon, της 26ης Νοεμβρίου 2013, Υπόθεση C 314/12, UPC Telekabel Wien GmbH κατά Constantin Film Verleih GmbH et al, σκέψη 78). Αντίθετα, απόφαση επιβολής σε ΠΠΔ συγκεκριμένου μέτρου αποκλεισμού για συγκεκριμένο ιστότοπο συνάδει με την υποχρέωση στάθμισης των υπό σύγκρουση θεμελιωδών δικαιωμάτων και μπορεί νομίμως να ληφθεί από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές ή δικαστήρια (βλ. ΔΕΕ, Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Pedro Cruz Villalon, της 26ης Νοεμβρίου 2013, Υπόθεση C 314/12, UPC Telekabel Wien GmbH κατά Constantin Film Verleih GmbH et al).

Νομολογία

Με την υπ’ αρ. 4658/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών διέταξε όλους τους εγχώριους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο να διακόψουν προσωρινά την πρόσβαση των συνδρομητών τους στις διευθύνσεις ιντερνετικού πρωτοκόλλου (IP) που αντιστοιχούν στους ιστοτόπους www.ellinadiko.com και www.music-bazaar.com. Το Δικαστήριο διέταξε το παραπάνω ασφαλιστικό μέτρο κατόπιν σχετικής αίτησης των περισσότερων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (ΟΣΔ) της χώρας, καθώς πιθανολόγησε ότι μέσω των συγκεκριμένων ιστοτόπων τελούνται μαζικά πράξεις παραβίασης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Στην απόφαση αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε ότι η χωρίς άδεια ψηφιοποίηση, η επιγραμμική φόρτωση (uploading) και καταφόρτωση (downloading) προστατευόμενων πνευματικών έργων από τους εγγεγραμμένους χρήστες των επίδικων ιστοτόπων παραβιάζει το περιουσιακό δικαίωμα των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Έκρινε περαιτέρω ότι η πρόσβαση στους επίδικους ιστοτόπους διευκολύνει τις παραπάνω παράνομες πράξεις, αφού οποιοδήποτε εγγεγραμμένο μέλος δύναται να ενεργοποιεί υπερσυνδέσμους και να ανακατευθύνεται στους διακομιστές τρίτων ιστοτόπων, όπου βρίσκονται αποθηκευμένα τα πνευματικά έργα της επιλογής του (βλ. φύλλα 34 – 36 της Απόφασης). Στα πλαίσια αυτά το δικαστήριο αποδέχθηκε πως τα δικαιώματα των δημιουργών, όπως αυτοί εκπροσωπούνται από τους ΟΣΔ της χώρας, χρήζουν προσωρινής δικαστικής προστασίας και επέβαλε στους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους την διακοπή πρόσβασης στις διευθύνσεις ιντερνετικού πρωτοκόλλου (IP) των επίδικων ιστοτόπων.

Στα θετικά στοιχεία της απόφασης θα πρέπει να προσμετρηθεί το γεγονός ότι με αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ευθυγραμμίστηκε με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίνοντας ρητά ότι αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο Κοινοτικό δίκαιο :

α) η επιβολή υποχρέωσης στους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο για την εφαρμογή προληπτικών τεχνολογικών φίλτρων στη διακινούμενη μέσω των δικτύων τους πληροφορία.

β) η διακοπή ή παρεμπόδιση συγκεκριμένων τεχνολογιών, όπως τεχνολογιών ομότιμης ανταλλαγής αρχείων – p2p (βλ. και αρχή τεχνολογικής ουδετερότητας, άρθρο 3 παρ. 1γ Ν. 4070/2012). γ) η διακοπή πρόσβασης σε ολόκληρους ιστοτόπους, όταν παραβάσεις διεξάγονται μόνο σε ορισμένες ιστοσελίδες αυτών (βλ. αρχή αναλογικότητας).

Ωστόσο, μελανό σημείο της απόφασης είναι το ότι εξίσωσε εσφαλμένως την νομική αντιμετώπιση των πράξεων δημιουργίας υπερσυνδέσμων [hyperlinks] με τις πράξεις της φιλοξενίας προστατευόμενων πνευματικών έργων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κείμενο της δικαστικής απόφασης οι δύο επίδικοι ιστότοποι είχαν τη μορφή φόρουμ συζήτησης, τα εγγεγραμμένα μέλη των οποίων δημοσίευαν υπερσυνδέσμους (hyperlinks), που κατεύθυναν προς αντίγραφα προστατευόμενων έργων αποθηκευμένα σε διακομιστές τρίτων ιστοτόπων (λ.χ. www.rapidshare.com, www.megaupload.com). Εντούτοις, στους ιστοτόπους δεν φιλοξενούνταν τα έργα αυτά καθεαυτά, ώστε να εκτελούνται με τη διαχείρισή τους πράξεις συμπλεκόμενες με τις αποκλειστικές εξουσίες του περιουσιακού δικαιώματος σε έργα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εσφαλμένως έκρινε ότι οι διαχειριστές των δύο αυτών ιστοτόπων προβαίνουν σε πράξεις, που αντίκεινται στον Ν. 2121/1993, διατάσσοντας με αυτήν την αιτιολογία την διακοπή πρόσβασης σε αυτούς (φυσικά ενδέχεται τέτοια διακοπή πρόσβασης να μπορούσε να διαταχθεί με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, εφόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτών).

Περισσότερα

Η υπ’ αρ. 4658/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Ν. 2121/1993 “Πνευματική Ιδιοκτησία, Συγγενικά Δικαιώματα και Πολιτιστικά Θέματα” (ΦΕΚ 25/Α’/1993).

ΔΕΕ, Promusicae v. Telefónica, C-275/06, 29 Ιανουαρίου 2008.

ΔΕΕ, LSG-Gesellschaft v. Tele2, C-557/07, 19 Φεβρουαρίου 2009.

ΔΕΕ, L’Oréal SA and Others v eBay International AG and Others, C-324/09, 12 Ιουλίου 2011.

ΔΕΕ, Scarlet v. SABAM, C-70/10, 24 Νοεμβρίου 2011.

ΔΕΕ, SABAM v. Netlog NV, C-360/10, 16 Φεβρουαρίου 2012.

ΔΕΕ, UPC Telekabel Wien GmbH κατά Constantin Film Verleih GmbH et al, C 314/12, 26 Νοεμβρίου 2013, Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Pedro Cruz Villalon.