Η Προστασία του Περιβάλλοντος στο Ιδιωτικό Δίκαιο

Η προστασία του περιβάλλοντος δεν πρέπει να αποτελεί και δεν αποτελεί αποκλειστικά σκοπό κρατικής δράσης. Αντίθετα, καθένας μας πρέπει να έχει το νόμιμο δικαίωμα αλλά και την ηθική υποχρέωση να προστατεύει από περιβαλλοντικής άποψης τον ζωτικό χώρο, στον οποίο ζει.

Στα πλαίσια αυτά το Ελληνικό δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα υπό προϋποθέσεις των ιδιωτών να προσφεύγουν στα πολιτικά δικαστήρια, ζητώντας την προστασία έννομων αγαθών τους, που σχετίζονται με το περιβάλλον, όπως τα οικοσυστήματα, τις θάλασσες και τα γλυκά νερά, τον δημόσιο χώρο, την αισθητική του τοπίου, την αειφόρο πολεοδομική ανάπτυξη και τους παραδοσιακούς οικισμούς.

Κοινά & Δίκαιο
Τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά αγαθά χαρακτηρίζονται από το δίκαιο είτε ως κοινά σε όλους πράγματα (res communes omnium), όπως ο ατμοσφαιρικός αέρας και η θάλασσα, είτε ως πράγματα κοινής χρήσης (res publicae), όπως τα γλυκά νερά, οι όχθες λιμνών ή ποταμών, οι αιγιαλοί, τα λιμάνια, οι όρμοι, ο δημόσιος χώρος και τα δημόσια αγαθά του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος (966 – 967 ΑΚ). Τα προαναφερόμενα αγαθά αποτελούν σύμφωνα με το ιδιωτικό δίκαιο πράγματα εκτός συναλλαγής, επάνω στα οποία αναγνωρίζεται ρητώς η κοινή χρήση.

Τα κοινά σε όλους πράγματα από τη φύση τους χρησιμεύουν για τις βασικές ανάγκες όλων των ανθρώπων και δεν επιδέχονται ανθρώπινη εξουσίαση σε καθολικό βαθμό. Ως εκ τούτου, δεν είναι δεκτικά ιδιωτικών δικαιωμάτων. Τα κοινόχρηστα πράγματα έχουν επίσης τεθεί από το δίκαιο εκτός συναλλαγής, δηλαδή εκτός αγοράς και εκτός της σφαίρας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, καθώς λόγω της σημασίας τους είναι προορισμένα αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση δημόσιων σκοπών. Το περιεχόμενο, η έκταση της κοινής χρήσης και ο αριθμός των προσώπων, που έχουν δικαίωμα να μετάσχουν σε αυτή, εξαρτώνται από το είδος του κοινόχρηστου πράγματος, από τον προορισμό που δόθηκε σε αυτό, από την επάρκειά του καθώς και από τις κατά τόπο και χρόνο παραλλάσσουσες αντιλήψεις. Η κοινή χρήση δεν συνιστά κοινή κυριότητα αλλά την εξουσία χρήσης πραγμάτων, τα οποία αποτελούν δημόσια περιουσία. Έτσι, ο Αστικός Κώδικας ορίζει ότι, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, τα κοινόχρηστα πράγματα – όχι όμως και τα κοινά σε όλους πράγματα – ανήκουν στο Δημόσιο (968 ΑΚ). Περαιτέρω, η κοινή χρήση δε συνεπάγεται κοινωνία δικαιώματος αλλά αντικείμενο δικαιώματος δημοσίου δικαίου, που ανήκει σε κάθε άτομο χωρίς διάκριση. Επομένως, το δικαίωμα κάθε ατόμου στην κοινή χρήση δε συνιστά νομή ή οιονεί νομή ή κατοχή αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα, που απορρέει από την προσωπικότητα του ανθρώπου. Η κοινή χρήση προϋποθέτει ότι είναι περιοδικά και όχι διαρκώς προσπελάσιμη από τον καθένα επί ίσοις όροις κατά οποιονδήποτε τρόπο και οποτεδήποτε.

Τα κοινής δε χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγματα (άρθρα 966 και 967 ΑΚ) αποκτούν την ιδιότητά τους αυτή, εκτός από τους άλλους τρόπους, και: α) με το χαρακτηρισμό τους από το ισχύον ρυμοτομικό σχέδιο, β) με τη βούληση του ιδιοκτήτη, η οποία εκδηλώνεται με νομότυπη δικαιοπραξία ή και με παραίτηση από την κυριότητα με σκοπό να καταστεί το συγκεκριμένο ακίνητο κοινόχρηστο και 3) κατά το προϊσχύον του ΑΚ δίκαιο με την παραγραφή του αμνημονεύτου χρόνου.  Εξάλλου, από το άρθρο 28 του Ν 1337/1983 προκύπτει, ότι για τη μεταβολή της ιδιότητας ιδιωτικού ακινήτου σε κοινόχρηστο χώρο και ως εκ τούτου για την προσπόριση επ’ αυτού κυριότητας στον οικείο ΟΤΑ, αρκεί η διάθεση του ακινήτου στην κοινή χρήση με τη βούληση του ιδιοκτήτη, χωρίς να οφείλεται στην περίπτωση αυτή αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας, εφόσον η βούληση εκδηλωθεί με οποιοδήποτε τρόπο ρητά ή σιωπηρά, χωρίς ανάγκη σύνταξης συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφής, αδιαφόρως αν το ακίνητο έχει τεθεί σε κοινή χρήση πριν ή μετά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, αλλά υπό την αναγκαία προϋπόθεση της έγκρισης του ρυμοτομικού σχεδίου, με το οποίο ο χώρος χαρακτηρίζεται κοινόχρηστος, δεδομένου ότι η απλή εγκατάλειψη από τον ιδιοκτήτη δεν περιέχει μετάθεση κυριότητας. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι η ως άνω βούληση του ιδιοκτήτη να θέσει το ακίνητο σε κοινή χρήση, μπορεί να προκύπτει από την ανοχή του στην κοινοχρησία, εφόσον απ’ αυτή διαμορφώθηκε μια πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο. Έτσι, για τη μετάθεση της κυριότητας ακινήτου υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει να συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις (ΑΠ Ολ 228/1983, ΑΠ 157/2009, ΑΠ 1175/2005, ΑΠ 311/2004, ΑΠ 544/2002, ΑΠ 1814/2001, ΑΠ 48/1998, AΠ 705/1996, ΣτΈ Ολ 744/1987, ΣτΕ 2070/2007).

Αν και εξαιρούνται από την θεμελίωση δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η δημόσια κτήση τους είναι αναπολλοτρίωτη, το Δημόσιο έχει το δικαίωμα να παραχωρεί επί των κοινοχρήστων πραγμάτων ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα, εφόσον με τα δικαιώματα αυτά εξυπηρετείται ή δεν αναιρείται η κοινή τους χρήση (970 ΑΚ). Επιπρόσθετα, τα εκτός συναλλαγής πράγματα αποβάλλουν την ιδιότητά τους αυτή από τότε που έπαψε ο προορισμός τους για την κοινή χρήση ή για δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή θρησκευτικό σκοπό (971 ΑΚ).

Ειδικά για την χρήση κοινόχρηστου νερού και σε περίπτωση που υφίσταται σύγκρουση μεταξύ περισσότερων δικαιουμένων ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ρητός προσδιορισμός από το δίκαιο των χρήσεων που προηγούνται κατά σειρά ως εξής : 1) τη σπουδαιότερη χρήση για την κοινή ωφέλεια, 2) τη χρήση που προάγει περισσότερο την κοινωνική οικονομία, 3) την αρχαιότερη, 4) τη χρήση για επιχείρηση που συνδέεται με ορισμένο τόπο και 5) τη χρήση προς όφελος του παροχθίου.

Τα κοινά σε όλους και τα κοινόχρηστα πράγματα συνθέτουν, μεταξύ άλλων, τον ζωτικό χώρο, δηλαδή το υλικό πλαίσιο εντός του οποίου επιτυγχάνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου (ΠΠρΑθ 3872/2006). Φυσικά, ο ζωτικός χώρος δεν περιλαμβάνει μόνο τα εκτός συναλλαγής πράγματα αλλά και όλα τα φυσικά και τεχνητά αγαθά τα οποία είναι αναγκαία για την επιβίωση, την υγιεινή διαβίωση, την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής του ατόμου. Έτσι, περιλαμβάνει και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο είναι απαραίτητο για την ελεύθερη και ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου και καταλαμβάνει όλα ανεξαιρέτως τα περιβαλλοντικά αγαθά, όπως είναι η αισθητική του τοπίου, η προσήκουσα πολεοδομική ανάπτυξη με σεβασμό στο φωτισμό, ο αερισμός και η παραδοσιακή αισθητική των οικισμών (βλ. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, έκδ. 2000, σελ. 174).

Περιβάλλον & Δικαίωμα στην Προσωπικότητα
Το περιβάλλον δεν έχει αναχθεί ρητώς σε αυτοτελές αγαθό του ιδιωτικού δικαίου αλλά προστατεύεται εμμέσως ως έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας. Συγκεκριμένα, το δικαίωμα της προσωπικότητας αναγνωρίζεται στο ιδιωτικό δίκαιο ως «δικαίωμα πλαίσιο» (57 εδ. α’ ΑΚ), και σε αυτό περιλαμβάνονται και κατοχυρώνονται όλα τα αγαθά, που συναποτελούν την ουσία και την αξία του ανθρώπου (2 § 1 Σ). Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι μεταξύ άλλων (i) τα σωματικά αγαθά (η ζωή, η υγεία, η σωματική ακεραιότητα), (ii) τα ψυχικά αγαθά (η ψυχική υγεία, ο συναισθηματικός κόσμος), (iii) η τιμή κάθε ανθρώπου που αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη που έχουν άλλοι γι’ αυτόν, (iv) η ελευθερία που περιλαμβάνει τη δυνατότητα ακώλυτης ανάπτυξης κάθε ενέργειας (5 § 1 Σ), (v) η σφαίρα του απορρήτου και (vi) το άσυλο της κατοικίας (ΕφΑθ 12154/1990, Μπαλή, Γεν. Αρχές, έκδ. Η, παρ. 12).

Στα πλαίσια αυτά γίνεται παγίως δεκτό ότι το δικαίωμα χρήσης των κοινών σε όλους, των κοινοχρήστων πραγμάτων και, συνεπώς, και το δικαίωμα χρήσεως και απολαύσεως του περιβάλλοντος ως ζωτικού χώρου του ανθρώπου συνιστά αυτοτελή έκφραση του δικαιώματος της προσωπικότητας και αποτελεί εκδήλωση της ελευθερίας που είναι στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου (2 § 1 και 5 § 1 Σ). Κάθε λοιπόν προσβολή του δικαιώματος χρήσης των πραγμάτων αυτών συνεπάγεται και προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του, απέναντι στην οποία το ιδιωτικό δίκαιο παρέχει προστασία μέσω των διατάξεων των άρθρων 57 – 59 του Αστικού Κώδικα για την προστασία της προσωπικότητας (ΑΠ 1033/2000 ΕλΔ 42,435, ΠΠρΠειρ 187/2004 ΠειρΝ 2004,100).

Μία τέτοια ευρεία ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 57 – 59 ΑΚ για την προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας, ώστε σε αυτό να συμπεριλαμβάνεται και η χρήση και απόλαυση των περιβαλλοντικών αγαθών, ενισχύεται και από το άρθρο 24 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα όλων στο περιβάλλον και ως ατομικό δικαίωμα. Επομένως, γίνεται δεκτό ότι κάθε άτομο μπορεί να απευθύνει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά του στο περιβάλλον όχι μόνο απέναντι στο κράτος αλλά και μέσω των άρθρων 57 – 59 και 966 επ. ΑΚ απέναντι σε ιδιώτες τρίτους, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις τριτενέργειας (25 § 1 Σ), δηλαδή εφόσον οι εν λόγω ιδιώτες επεμβαίνουν στον ζωτικό περιβαλλοντικό χώρο του ατόμου με τρόπο, που διαταράσσει τη χρήση του από το άτομο αυτό (βλ. ΜΠρΑθ 4351/2004 ό.π. και τις εκεί παραπομπές Ηλιοπούλου-Στράγκα, Η “τριτενέργεια” των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του Συντάγματος του 1975, 1990 σ. 65, Καστράνη, Η θεωρία της τριτενέργειας των δικαιωμάτων του ανθρώπου ΤοΣ 1978. 237, Κασιμάτη, Το ζήτημα της “τριτενέργειας” των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ΤοΣ 1981. 1 επ. Καρακώστα, Ένδικα μέσα προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, ΕΔΔΔ 1990. 178, Δεληγιάννη, Η προστασία της προσωπικότητας κατά τον ΑΚ από την άποψη των συνταγματικών ρυθμίσεων, ΕλλΔνη 38. 389).

Έννομη Προστασία με Βάση τα Άρθρα 57 – 59 ΑΚ
Προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας του δικαιώματος της προσωπικότητας σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος στο περιβάλλον είναι οι εξής (59 ΑΚ) :

  1. Ζημιογόνος δράση τρίτου.
  2. Προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία επέρχεται όταν διαταράσσεται από τρίτους στοιχείο του ζωτικού περιβαλλοντικού χώρου του ατόμου. Η ζημία δεν απαιτείται να έχει ήδη λάβει χώρα αλλά στα πλαίσια της αρχής της προφύλαξης αρκεί η διακινδύνευση έννομων αγαθών της προσωπικότητας.
  3. Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας του ζωτικού περιβαλλοντικού χώρου του ατόμου και της ζημιογόνου δράσης του τρίτου.
  4. Παράνομο της προσβολής, το οποίο επέρχεται όταν (i) η επέμβαση στο περιβάλλον ως επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή (ii) γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι, από άποψη έννομης τάξης, μικρότερης σπουδαιότητας ή (iii) ασκείται καταχρηστικά.

Έτσι, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας θεωρείται η επέμβαση στο περιβάλλον κατά τέτοιο τρόπο, ώστε είτε να καταργείται εξ ολοκλήρου ή να αλλοιώνεται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου περιβαλλοντικού αγαθού ή να καθίσταται αδύνατη η χρήση του στοιχείου αυτού ή άλλου συνδεόμενου προς αυτό (ΜΠρΧαλκίδας 403/2013, ΑΠ 286/1987 ΕλΔ 29,1365, ΜΠρΒολ 1531/2002 ΕλΔ 43,1497). Ακόμη και αν η προσβάλλουσα το περιβαλλοντικό αγαθό συμπεριφορά δεν είναι απαγορευμένη από ειδική διάταξη νόμου, χαρακτηρίζεται ως παράνομη, εφόσον είναι βλαπτική και κοινωνικά απρόσφορη.

Οι αξιώσεις, που έχει ο ζημιωθείς από την προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, είναι οι ακόλουθες :

  • αξίωση για άρση της προσβολής,
  • αξίωση για παράλειψή της στο μέλλον,
  • αξίωση για αποζημίωση, εάν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης και
  • αξίωση για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης.

Αδικοπρακτική Ευθύνη
Σε περίπτωση που η παράνομη επέμβαση στο περιβάλλον υπήρξε και υπαίτια, ο ζημιωθείς έχει επιπλέον το δικαίωμα να απαιτήσει από τον ζημιώσαντα αποζημίωση για αδικοπραξία (914 ΑΚ). Επομένως, για τη θεμελίωση αδικοπραξίας στο πρόσωπο του ζημιώσαντα απαιτείται το πρόσθετο στοιχείο της υπαιτιότητας αυτού, κάτι που αντιθέτως δεν απαιτείται για την θεμελίωση αξίωσης άρσης και παράλειψης της περιβαλλοντικής προσβολής με βάση τα άρθρα 57 – 59 ΑΚ.

Η αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντα (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις (ΑΚ 298). Η αποζημίωση δίνεται βασικά σε χρήμα (ΑΚ 297). Αντί όμως για χρηματική αποζημίωση το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή. Έτσι, προκειμένου για οικολογική ζημία, ο ζημιωθείς έχει το δικαίωμα ως αποζημίωση να απαιτήσει την in natura αποκατάσταση του στοιχείου του περιβάλλοντος που προσβλήθηκε.

Η αξίωση αποζημίωσης για περιβαλλοντική ζημία με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες παρουσιάζει δυσχέρειες ως προς τον υπολογισμό της, αφού σε αυτόν δεν λαμβάνεται υπόψη η ζημία που υπέστη το ίδιο το αγαθό, δηλαδή ο ζωτικός χώρος, διότι η περιουσιακή αξία του αγαθού αυτού δεν είναι ευχερώς αποτιμητή. Περαιτέρω, τέτοιος υπολογισμός δεν περιλαμβάνει το σύνολο της περιβαλλοντικής ζημιάς αλλά εκτιμάται μέσα από τις σχέσεις και τις δραστηριότητες, τις οποίες αναπτύσσει ο συγκεκριμένος χρήστης σε σχέση με το συγκεκριμένο προσβληθέν περιβαλλοντικό αγαθό, καθώς όλες οι αλληλένδετες επιμέρους βλάβες των φυσικών αγαθών, οι οποίες συνθέτουν την οικολογική ζημία, δεν επιφέρουν ζημία σε ιδιωτικά έννομα αγαθά. Ως εκ τούτου, οι τυχόν ζημίες που υφίστανται τα άτομα στην άσκηση των ιδιωτικών δικαιωμάτων τους, δεν είναι παρά αντανάκλαση μιας ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερης προσβολής που υπέστη ο ζωτικός χώρος.

Χρηματική Ικανοποίηση λόγω Ηθικής Βλάβης
Σε περίπτωση αδικοπραξίας ή / και προσβολής προσωπικότητας σε σχέση με περιβαλλοντικά αγαθά υφίσταται υπό προϋποθέσεις δικαίωμα του ζημιωθέντος σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (57 – 59, 914 και 932 ΑΚ). Προϋποθέσεις για την επιδίκαση της σχετικής απαίτησης είναι (α) η ύπαρξη αδικοπραξίας ή / και προσβολής προσωπικότητας, (β) ηθική βλάβη και (γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ηθικής βλάβης και της συμπεριφοράς του δράστη (ΑΠ 541/1992, ΔΕΝ 49, 74).

Ηθική βλάβη σε περίπτωση προσβολής περιβαλλοντικού ζωτικού χώρου υφίσταται όταν προσβάλλονται τα σχετικά αγαθά του ζημιωθέντος, που συνιστούν το δικαίωμα της προσωπικότητας, και συγκεκριμένα :

  • Σωματικά αγαθά, όπως η ζωή και η υγεία, εξαιτίας της υποβάθμισης του περιβάλλοντος.
  • Ψυχικά αγαθά, όπως η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος, εξαιτίας της πρόκλησης ψυχικού πόνου, άγχους, συναισθηματικής πίεσης και στεναχώριας από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
  • Η ελευθερία, που περιλαμβάνει τη δυνατότητα ακώλυτης ανάπτυξης κάθε ενέργειας, εξαιτίας του περιορισμού της κοινής χρήσης του προσβαλλόμενου τοπικού περιβαλλοντικού στοιχείου.

Κριτήρια προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη είναι, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, ο βαθμός υπαιτιότητας του υποχρέου, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας κλπ (βλ. Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, 6ος Τόμος, σελ. 1227 επ.).

Αστική Ευθύνη με Βάση το Άρθρο 29 του Ν. 1650/1986
Ο Ν. 1650/1986, ως νόμος – πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος, θεμελιώνει και ειδικότερη αστική ευθύνη του ζημιώσαντος το περιβάλλον.  Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 29 αυτού «(ο)ποιοσδήποτε, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ευθύνεται σε αποζημίωση, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε ανώτερη βία ή ότι προήλθε από υπαίτια ενέργεια τρίτου που ενήργησε δολίως»

Σε αντίθεση με την αδικοπρακτική ευθύνη, που απαιτεί την απόδειξη υπαιτιότητας, το άρθρο 29 του Ν. 1650/1986 προβλέπει ευθύνη από διακινδύνευση του φορέα πηγών ρύπανσης ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος για περιβαλλοντικές ζημίες, η οποία θεμελιώνεται ως αντικειμενική, δηλαδή ανεξαρτήτως υπαιτιότητας. Έτσι, για τη θεμελίωση αξίωσης προς αποζημίωση ο ζημιωθείς αρκεί να αποδείξει τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ αυτής και του ζημιογόνου γεγονότος.

Έννομο Συμφέρον
Για την άσκηση όλων των παραπάνω αξιώσεων δε νομιμοποιείται κάθε πρόσωπο αλλά ο χρήστης του συγκεκριμένου πράγματος ή το πρόσωπο που υπέστη την προσβολή, ο οποίος στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να βρίσκεται σε κάποια τοπική σχέση με το αντίστοιχο περιβαλλοντικό αγαθό. Περαιτέρω, το δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος αναγνωρίζεται όχι μόνο στα φυσικά αλλά και στα νομικά πρόσωπα ή άλλους συλλογικούς φορείς, όταν αυτοί ενεργούν ως εκπρόσωποι των ατομικών δικαιωμάτων των μελών τους (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο Α.Κ. άρθρο 57 αριθ. 1, 11, 17, 22, 28, άρθρο 967 αριθ. 54, άρθρο 968 αριθμ. 54, 55, Καράκωστα, Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών κλπ ΝοΒ 41. 45 επ., Τζίφρα Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ. 1985. 294, ΕφΑθ 1711/1999 Αρμ. 35. 484, ΕφΑθ 6805/1987 ΕλλΔνη 31. 1458).

Αιτιώδης Σχέση μεταξύ Ζημίας και Ζημιογόνου Δράσης
Για τη θεμελίωση ενώπιον των δικαστηρίων οποιασδήποτε από τις αξιώσεις, που αναφέρθηκαν, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος της απόδειξης του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας του ζωτικού περιβαλλοντικού του χώρου και της ζημιογόνου δράσης του τρίτου.

Με βάση την αρχή της προφύλαξης σε περίπτωση απουσίας επιστημονικής βεβαιότητας ως προς το ακίνδυνο της δραστηριότητας του τρίτου για τη θεμελίωση του αιτιώδους συνδέσμου αρκούν μόνον ενδείξεις διακινδύνευσης, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί πλήρως η αιτιώδης σχέση μεταξύ ορισμένης γεγενημένης ζημίας και της δραστηριότητας του τρίτου.

Η έννοια του κινδύνου στο πλαίσιο της αρχής της προφυλάξεως χρησιμοποιείται με ευρύτερη έννοια και περιλαμβάνει κάθε προϊόν ή δραστηριότητα που μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στο περιβάλλον. Στο καθεστώς αυτό η αξιολόγηση των κινδύνων έχει ως αντικείμενο την εκτίμηση του βαθμού της πιθανότητας των αρνητικών επιδράσεων ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή δραστηριότητας στο περιβάλλον και τη σοβαρότητα αυτών των εν δυνάμει επιδράσεων (βλ. ΠΕΚ Alpharma Inc./Conseil, ό.π., σκ. 160 και 161). Έτσι, η αξιολόγηση δεν προχωρά σε έρευνα μόνο των αποδεδειγμένων αλλά και των πιθανών κινδύνων και, σε συνδυασμό με την επιστημονική αβεβαιότητα, δημιουργεί τεκμήριο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος (βλ. ΕφΠατρ 182/2001 ΠερΔικ 2/2001.249, με σημ. Τ. Νικολόπουλου, ΜονΠρΘεσ 13776/2002, ό.π., Μον ΠρΘεσ 4598/2003 Αρμ 57.626, ΜονΠρΗρ 802/2003 αδημ.).

Η αρχή της προφυλάξεως μπορεί να ορισθεί ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν πρόσφορα μέτρα ενόψει προλήψεως ορισμένων πιθανών κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, ώστε να υπερισχύσουν οι απαιτήσεις που συνδέονται με την προστασία των ως άνω συμφερόντων έναντι των οικονομικών (βλ. ΠΕΚ απόφαση της 26 Νοεμβρίου 2002, Artegodan Gmb H/Commission, μικτές υποθ. Τ-74/00, Τ-76/00, Τ-83/00 μέχρι Τ-85/00, Τ-137/00 και Τ-141/00, Σ. 2002, σ. ΙΙ-4945, σκ. 184).

Προσωρινή Δικαστική Προστασία
Η έννομη προστασία του περιβάλλοντος δύναται να είναι και προσωρινή με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον υπάρχει κατεπείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος, στοιχεία που θεωρούνται ότι υφίστανται διαρκώς στην περίπτωση παρεμπόδισης της χρήσης κοινοχρήστου πράγματος, γιατί η αντίστοιχη ανάγκη χρήσης του είναι διαρκής, απρόβλεπτη και πολυπρόσωπη (ΜΠρΠατρ 3421/2000 ΠερΔικ 1/2001,88).

Το αίτημα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας του περιβάλλοντος συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην άρση της περιβαλλοντικής προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, εφόσον υπάρχει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής (προληπτική αξίωση για παράλειψη), με την επιβολή οποιουδήποτε από τις περιστάσεις πρόσφορου ασφαλιστικού μέτρου για την εξασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος χρήσης του κοινοχρήστου πράγματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης που δημιουργήθηκε από την αυθαίρετη χρήση του (731 ΚΠολΔ).

Σημειώνεται ότι με την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας σε πολιτικές περιβαλλοντικές δίκες δεν δημιουργούνται αμετάκλητες καταστάσεις, που οδηγούν στην ικανοποίηση του σχετικού δικαιώματος, αλλά ρυθμίζεται προσωρινά η άρση της προσβολής ή της διακινδύνευσης των έννομων αγαθών των αιτούντων προσώπων, θέτοντας έτσι προσωρινά σε λειτουργία έννομη σχέση με την οποία δεν ματαιώνεται ο σκοπός της κύριας δίκης (βλ. Καρακώστα Ι., Τσεβρένη Β., ΧρΙΔ 2005 : 584).

Νομική Συμβουλή : Σε περίπτωση υποβάθμισης του τοπικού σας περιβάλλοντος συμβουλευτείτε δικηγόρο για την προσωρινή δικαστική σας προστασία και την απαίτηση αποζημίωσης από τους προσβάλλοντες τρίτους.