Το Δικαίωμα Πρόσβασης των Χρηστών στο Ανοικτό Διαδίκτυο : Περιεχόμενο, Όρια, Έννομη Προστασία

Το διαδίκτυο είναι χωρίς αμφιβολία το πιο εξελιγμένο μέσο ανθρώπινης επικοινωνίας. Οι επωφελείς επιδράσεις από τη χρήση του εκτείνονται πια σχεδόν σε κάθε πτυχή κοινωνικής δραστηριότητας. Οι αιτίες της επιτυχίας του διαδικτύου πρέπει να αναζητηθούν στις τεχνολογικές επιλογές, που ενσωματώθηκαν από τους εφευρέτες του στην δικτυακή του αρχιτεκτονική και μέχρι σήμερα διασφαλίζουν τον δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα του.

Η αρχή της δικτυακής ουδετερότητας [net neutrality principle] αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις τεχνολογικές αρχές της αρχιτεκτονικής του διαδικτύου, σύμφωνα με την οποία κάθε διακινούμενη πληροφορία εντός του δικτύου τυγχάνει ισότιμης και μη διακριτικής διαχείρισης. Η πρώτη δικαιοπολιτική αποτύπωση της αρχής της δικτυακής ουδετερότητας έγινε το 2003 από τον Tim Wu και η δικαιολόγησή της συνδέθηκε με την παλαιότερη αρχή της κοινής δρομολόγησης [common carrier principle], που αποτελεί το βασικό εχέγγυο του δημόσιου χαρακτήρα των δικτύων επικοινωνιών στις ΗΠΑ [Wu T., (2003). Network Neutrality, Broadband Discrimination, Journal on Telecom and High Tech Law]. Η εν λόγω αρχή εμποδίζει την συγκέντρωση του ελέγχου επί του μέσου σε κρατικά ή ιδιωτικά κέντρα αποφάσεων και έτσι διασφαλίζει τον ανοικτό χαρακτήρα του τόσο ως προς την απρόσκοπτη άσκηση της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης όσο και ως προς την καινοτομία. Όπως έχει γράψει ο Tim Berners Lee, η αρχή της δικτυακής ουδετερότητας αποτρέπει αποτελεσματικά την σοβαρή απειλή του ελέγχου της διακινούμενης πληροφορίας από τις εταιρείες με σκοπό την κερδοφορία.

Η διαπάλη για τη διατήρηση ή την αναίρεση του ανοικτού χαρακτήρα του διαδικτύου μαίνεται σήμερα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Απέναντι στους υπέρμαχους της αρχής της δικτυακής ουδετερότητας, που ζητούν την θεσμοθέτησή της, ώστε να διασφαλίζεται ο ανοικτός, δημόσιος και κοινωνικός χαρακτήρας του διαδικτύου, στέκονται οι υπέρμαχοι της οικονομικής ελευθερίας, που ισχυρίζονται πως η ελεύθερη αγορά πρέπει να αφεθεί –και σε αυτή την περίπτωση- απερίσπαστη από την κρατική ρύθμιση, καθώς μόνο σε συνθήκες ελευθερίας [της αγοράς] μεγιστοποιούνται τα κοινωνικά οφέλη. Ειδικότερα, οι υπέρμαχοι της οικονομικής ελευθερίας αντιτείνουν ότι τυχόν θεσμοθέτηση της αρχής θα καταπιέσει την αγοραία ζήτηση για την παροχή εφαρμογών και υπηρεσιών, για τις οποίες απαιτείται συγκεκριμένο επίπεδο ποιότητας, το οποίο δεν εξασφαλίζεται με την υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο, όπως στην περίπτωση υπηρεσιών που ανταποκρίνονται σε δημόσιο συμφέρον ή ορισμένων υπηρεσιών επικοινωνίας μηχανής προς μηχανή [m2m] ή υπηρεσιών VoIP. Αντιπαραβάλλουν λοιπόν πως η κρατική επιβολή της αρχής θα περιορίσει την επιχειρηματική ελευθερία προσφοράς τέτοιων βελτιστοποιημένων υπηρεσιών, για τις οποίες υπάρχει αναμφισβήτητα εκρηκτική ζήτηση.

Στις ΗΠΑ η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών [FCC] επιμελήθηκε του ζητήματος, επεκτείνοντας με την από 13.04.2015 απόφασή της την υποχρέωση σεβασμού της αρχής της κοινής δρομολόγησης [common carrier principle] και στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο. Ήδη μεγάλοι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι των ΗΠΑ έχουν προσβάλλει δικαστικά την εν λόγω απόφαση και είναι δεδομένο ότι η υπόθεση θα κριθεί στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας, όπου θα σταθμιστεί η νομιμότητα μίας τέτοιας κρατικής παρέμβασης στην επιχειρηματική ελευθερία. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκδόθηκε στις 25.11.2015 ο υπ’ αρ. 2015/2120 Κανονισμός, με τον οποίο τα όργανα της ΕΕ ναι μεν θέσπισαν ως αγώγιμο δικαίωμα την πρόσβαση των χρηστών στο ανοικτό διαδίκτυο, αναγνώρισαν όμως και την επιχειρηματική ελευθερία των εταιρειών να προσφέρουν βελτιστοποιημένες υπηρεσίες, αφήνοντας έτσι στις εθνικές αρχές το βάρος της τελικής στάθμισης μεταξύ των δύο συγκρουόμενων δικαιωμάτων και, έτσι, διατρέχοντας τον κίνδυνο για τη δημιουργία ενός μωσαϊκού αποκλινουσών ρυθμίσεων στην ενιαία αγορά.

Ορισμοί
Ως πάροχος ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό ορίζεται στον νόμο κάθε επιχείρηση που παρέχει δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (άρθρο 2 του Κανονισμού). Στον ορισμό του παρόχου ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό δεν περιλαμβάνονται και, συνεπώς, δε φέρουν υποχρεώσεις οι πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που δεν προσφέρονται δημοσίως, όπως πάροχοι ασύρματης πρόσβασης wi-fi και εσωτερικά δίκτυα επιχειρήσεων (βλ. παρ. 12 των Κατευθυντήριων Γραμμών του BEREC). Αντιθέτως, ο πάροχος υπηρεσιών VPN εμπίπτει στον ορισμό του παρόχου ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό.

Ως υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο νοείται κάθε υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμη στο κοινό που παρέχει πρόσβαση στο διαδίκτυο και, ως εκ τούτου, συνδετικότητα σε όλα ουσιαστικά τα τερματικά σημεία διαδικτύου, ανεξάρτητα από την τεχνολογία δικτύου και τον τερματικό εξοπλισμό που χρησιμοποιείται (σκέψη 4 και άρθρο 2 του Κανονισμού).

Η αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης προβλέπει ότι δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις, ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (σκέψη 8 του Κανονισμού).

Νομικό Πλαίσιο
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο ανοικτό διαδίκτυο αποτελεί ειδικότερη έκφραση του θεμελιώδους δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, το οποίο ήδη από το 2003 αναγνωρίζεται στην Ελλάδα τόσο συνταγματικά (άρθρο 5Α § 2 Σ) όσο και ως ανθρώπινο δικαίωμα (άρθρα 10 ΕΣΔΑ, 19 § 2 ΔΣΑΠΔ, 11 και 36 ΧΘΔΕΕ), ενώ εξειδικεύεται περαιτέρω στον νόμο και με το άρθρο 3 § 2ζ του Ν. 4070/2012.

Το δικαίωμα πρόσβασης στο ανοικτό διαδίκτυο προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, «για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο κτλ», που τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής στην Ελληνική έννομη τάξη («Κανονισμός»). Σκοπός του Κανονισμού είναι αφενός η διασφάλιση της δυνατότητας των τελικών χρηστών να έχουν πρόσβαση και να διανέμουν πληροφορίες ή να εκτελούν εφαρμογές και υπηρεσίες της επιλογής τους και, αφετέρου, η διασφάλιση της συνεχούς λειτουργίας του διαδικτυακού οικοσυστήματος ως κινητήριας δύναμης της καινοτομίας (σκέψη 1 και 3 του Κανονισμού). Όπως αναφέρει και η ΕΕΤΤ σε σχετική Δημόσια Διαβούλευση, «[ο] Κανονισμός αποσκοπεί στη θέσπιση κοινών κανόνων για τη διασφάλιση της ισότιμης και μη διακριτικής διαχείρισης της κίνησης κατά την παροχή υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και των σχετικών δικαιωμάτων των τελικών χρηστών. Ήτοι, αποσκοπεί στο να προστατεύσει τους τελικούς χρήστες και παράλληλα να διασφαλίσει τη συνεχή λειτουργία του διαδικτυακού οικοσυστήματος ως κινητήριας δύναμης της καινοτομίας» (βλ. σελ. 5 της ΔΔ).

Ειδικότερες προβλέψεις για το δικαίωμα πρόσβασης στο ανοικτό διαδίκτυο προβλέπονται στις Κατευθυντήριες Γραμμές του BEREC για την εφαρμογή από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές των Ευρωπαϊκών κανόνων δικτυακής ουδετερότητας, που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2016. Οι Κατευθυντήριες Γραμμές του BEREC αποτελούν ένα είδος “soft law” χωρίς υποχρεωτικότητα, που όμως έχουν μεγάλη επίδραση στο πως θα εφαρμόζονται οι κανόνες δικτυακής ουδετερότητας στην ΕΕ, καθώς δεσμεύουν τις αρμόδιες ανεξάρτητες αρχές επικοινωνιών. Στην Ελλάδα αναμένεται επίσης ειδικότερη απόφαση της ΕΕΤΤ, που θα εξειδικεύει ακόμη περισσότερο το ζήτημα.

Πεδίο Εφαρμογής
Στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού δεν περιλαμβάνονται οι υπηρεσίες διασύνδεσης, οι οποίες γενικά συνιστούν διακριτές υπηρεσίες, με εξαίρεση περιπτώσεις όπου οι συμφωνίες διασύνδεσης των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης διαδικτύου επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα της υπηρεσίας σύνδεσης στο διαδίκτυο, ή περιορίζουν τα δικαιώματα των τελικών χρηστών, όπως αυτά αναφέρονται στον Κανονισμό.

Στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού δεν περιλαμβάνονται επίσης δίκτυα και υπηρεσίες που δεν παρέχονται δημόσια. Δίκτυα ή υπηρεσίες που απευθύνονται σε ειδικότερες ομάδες χρηστών (όπως Wi-Fi hotspots σε εστιατόρια, ξενοδοχεία, μέσα μαζικής μεταφοράς ή κλειστά εταιρικά δίκτυα) και, συνεπώς, δεν είναι διαθέσιμα προς κάθε τελικό χρήστη δεν εμπίπτουν στις διατάξεις αυτού (βλ. παρ. 12 των Κατευθυντήριων Γραμμών του BEREC). Αντιθέτως, ο πάροχος υπηρεσιών VPN εμπίπτει στον ορισμό του παρόχου ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό.

Το Θεμελιώδες Δικαίωμα Συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας
Το Ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει ότι καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, η δε διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους (5Α § 2 Σ).

Το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας θεμελιώνει την υποχρέωση αποχής του κράτους από ενέργειες που περιορίζουν την απρόσκοπτη πρόσβαση των ατόμων στα αγαθά και τις εφαρμογές της κοινωνίας της πληροφορίας, ενώ από την άλλη δεσμεύει το κράτος σε θετικές ενέργειες με σκοπό την κατ’ αρχήν ισότιμη πρόσβαση όλων σε αυτήν. Θεμελιώνει λοιπόν αγώγιμη αξίωση του καθενός απέναντι στο κράτος ή σε παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και περιεχομένου για την πρόσβαση τόσο στην υλικοτεχνική υποδομή της κοινωνίας της πληροφορίας όσο και στην ίδια την πληροφορία που διακινείται ηλεκτρονικά.

Το συνταγματικό δικαίωμα στην κοινωνία της πληροφορίας συνάγεται εμμέσως και ως ανθρώπινο δικαίωμα από τις διεθνείς συμβάσεις της ΕΣΔΑ (άρθρο 10) και του ΔΣΑΠΔ (άρθρο 19παρ.2) καθώς και από τον ΧΘΔΕΕ (άρθρα 11 και 36). Εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 3 § 2ζ του Ν. 4070/2012, που ενσωματώνει το άρθρο 1 § 1β της Οδηγίας 2009/140/ΕΕ στην Ελληνική έννομη τάξη, το οποίο προβλέπει ότι «[τ]υχόν μέτρα από δημόσιες αρχές που αφορούν στην πρόσβαση των τελικών χρηστών σε υπηρεσίες και εφαρμογές ή στη χρήση από τους τελικούς χρήστες υπηρεσιών και εφαρμογών μέσω δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών πρέπει να τελούν σε αρμονία με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις γενικές αρχές του Κοινοτικού δικαίου και, ιδιαιτέρως, να :

  1. Είναι κατάλληλα, αναλογικά και αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία.
  2. Εξασφαλίζουν δίκαιη και αμερόληπτη προκαταρκτική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως του ενδιαφερομένου ή των ενδιαφερομένων.
  3. Υπόκεινται στις λοιπές διαδικαστικές διασφαλίσεις που προβλέπονται από την νομολογία του ΕΔΔΑ και τις γενικές αρχές του Κοινοτικού δικαίου.
  4. Διασφαλίζουν το δικαίωμα των θιγόμενων σε αποτελεσματικό και έγκαιρο δικαστικό έλεγχο του λαμβανόμενου μέτρου.

Το Περιεχόμενο του Δικαιώματος στην Πρόσβαση στο Ανοικτό Διαδίκτυο
Σύμφωνα με τον Κανονισμό οι τελικοί χρήστες έχουν τα εξής επιμέρους δικαιώματα, που εντάσσονται υπό την ομπρέλα του γενικότερου δικαιώματος στο ανοικτό διαδίκτυο : (i) το δικαίωμα ελευθέρως να έχουν πρόσβαση και να διανέμουν πληροφορίες και περιεχόμενο, (ii) το δικαίωμα ελευθέρως να χρησιμοποιούν και να παρέχουν εφαρμογές και υπηρεσίες (client & server software) χωρίς διάκριση, και (iii) το δικαίωμα ελευθέρως να χρησιμοποιούν τερματικό εξοπλισμό της επιλογής τους, ανεξαρτήτως του τόπου του τελικού χρήστη ή του παρόχου ή του τόπου, της προέλευσης ή του προορισμού της πληροφορίας, του περιεχομένου, της εφαρμογής ή της υπηρεσίας (άρθρο 3 § 1 του Κανονισμού). Ειδικότερα, το τρίτο δικαίωμα ελεύθερης χρήσης  εξοπλισμού αποκλείει πρακτικές των παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών για υποχρεωτική δέσμευση σε συγκεκριμένο εξοπλισμό, που οι ίδιοι παρέχουν (βλ. παρ. 27 Κατευθυντήριων Γραμμών BEREC).

Ειδικότερα, το δικαίωμα πρόσβασης στο ανοικτό διαδίκτυο συνεπάγεται ότι οι τελικοί χρήστες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθίστανται τόσο αποδέκτες όσο και διανομείς πληροφοριών και περιεχομένου χωρίς διακρίσεις, δηλαδή να μπορούν τόσο να καταφορτώνουν [download] όσο και να αναφορτώνουν [upload] περιεχόμενο στο διαδίκτυο. Επιπρόσθετα, οι τελικοί χρήστες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθίστανται τόσο καταναλωτές όσο και πάροχοι εφαρμογών και υπηρεσιών [prosumers] (σκέψη 6 του Κανονισμού).

Το δικαίωμα στην πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο θεμελιώνει την σύστοιχη υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο να αντιμετωπίζουν ισότιμα κάθε κίνηση, χωρίς διακρίσεις, αποκλεισμούς, περιορισμούς ή παρεμβάσεις και ανεξαρτήτως του αποστολέα και του παραλήπτη, του περιεχομένου στο οποίο έχει γίνει πρόσβαση ή του διανεμηθέντος περιεχομένου, των χρησιμοποιούμενων ή παρεχόμενων εφαρμογών ή υπηρεσιών ή του χρησιμοποιούμενου τερματικού εξοπλισμού (άρθρο 3 § 3 του Κανονισμού). Ενδεικτικά, οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης θα πρέπει να παρέχουν και να μην περιορίζουν την δυνατότητα σύνδεσης σε όλα ουσιαστικά τα τελικά σημεία του διαδικτύου (σκέψη 4 του Κανονισμού). Επιπλέον, οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης υποχρεούνται να απέχουν από την επιβολή περιορισμών στη χρήση τερματικού εξοπλισμού για τη σύνδεση με το δίκτυο πέραν των νομίμων περιορισμών, που επιβάλλονται από τους κατασκευαστές ή τους διανομείς τερματικού εξοπλισμού (σκέψη 5 του Κανονισμού). Επίσης, οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης υποχρεούνται να απέχουν από την διακοπή ή παρεμπόδιση συγκεκριμένων τεχνολογιών, όπως τεχνολογιών ομότιμης ανταλλαγής αρχείων – p2p.

Δικαίωμα Πρόσβασης στο Ανοικτό Διαδίκτυο και Ελευθερία των Συμβάσεων
Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και οι τελικοί χρήστες είναι ελεύθεροι να συμφωνούν σχετικά με συγκεκριμένες τιμές όγκων δεδομένων και ταχυτήτων των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο. Εντούτοις, τέτοιες συμφωνίες καθώς και τυχόν εμπορικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται από τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, δεν θα πρέπει να περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού (σκέψη 7 εδ. α΄ του Κανονισμού).

Καθώς οι διατάξεις του Κανονισμού, που θεμελιώνουν το δικαίωμα πρόσβασης στο ανοικτό διαδίκτυο, είναι αναγκαστικού δικαίου, προβλέπεται ρητά ότι τυχόν συμφωνίες μεταξύ των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και των τελικών χρηστών σχετικά με τις εμπορικές και τεχνικές προϋποθέσεις και τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, όπως η τιμή, ο όγκος των δεδομένων ή η ταχύτητα, καθώς και οποιεσδήποτε εμπορικές πρακτικές των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, δεν δύναται περιορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών (άρθρο 3 § 2 του Κανονισμού).

Έτσι, περιορισμοί σε όγκους και ταχύτητες δεδομένων, που συμφωνούνται συμβατικά, είναι σύννομοι με το δικαίωμα στο ανοικτό διαδίκτυο, εφόσον εφαρμόζονται στο σύνολο των εφαρμογών και του περιεχομένου, του οποίου κάνει χρήση ο τελικός χρήστης (βλ. παρ. 35 Κατευθυντήριων Γραμμών BEREC). Εντούτοις, πρακτικές zero-rating εναρμονίζονται με τον Κανονισμό κατά κανόνα μόνο εφόσον εκτείνονται σε όλες τις εφαρμογές και όχι σε μία μόνο μεμονωμένη εφαρμογή ενός είδους διαδικτυακής υπηρεσίας ή περιεχομένου, όπως σε όλες της εφαρμογές παροχής μουσικής ή βίντεο (βλ. παρ. 40-48 Κατευθυντήριων Γραμμών BEREC).

Η ΕΕΤΤ είναι αρμόδια να απαγορεύει συμφωνίες ή εμπορικές πρακτικές των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, καθώς και των παρόχων περιεχομένου, εφαρμογών και υπηρεσιών, οι οποίες, λόγω της κλίμακάς τους, οδηγούν σε καταστάσεις όπου η επιλογή των τελικών καταναλωτών στην πράξη μειώνεται σημαντικά και, έτσι, έχουν ως αποτέλεσμα την υπονόμευση της ουσίας των δικαιωμάτων των τελικών χρηστών. Προς τον σκοπό αυτό, η αξιολόγηση των συμφωνιών και των εμπορικών πρακτικών θα πρέπει μεταξύ άλλων να λαμβάνει υπόψη τις αντίστοιχες θέσεις στην αγορά των οικείων παρόχων (σκέψη 7 εδ. β΄ του Κανονισμού).

Τεχνικού Χαρακτήρα Εξαιρέσεις στο Δικαίωμα στην Πρόσβαση στο Ανοικτό Διαδίκτυο
Κατ’ εξαίρεση, οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο έχουν το δικαίωμα να εφαρμόζουν εύλογα μέτρα διαχείρισης της κίνησης. Για να θεωρηθούν εύλογα, τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι διαφανή και αναλογικά, να μην εισάγουν διακρίσεις και να μη βασίζονται σε εμπορικά κριτήρια, αλλά σε αντικειμενικά διαφορετικές απαιτήσεις τεχνικής ποιότητας των υπηρεσιών για συγκεκριμένες κατηγορίες κίνησης (άρθρο 3 § 3 εδ. β΄ του Κανονισμού). Οι διατάξεις δικαίου, που προβλέπουν τη δυνατότητα για τεχνικού χαρακτήρα εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στο ανοιχτό διαδίκτυο ερμηνεύονται συσταλτικά (σκέψη 11 του Κανονισμού).

Σκοπός της πρόβλεψης εύλογης διαχείρισης της κίνησης είναι η συμβολή στην αποτελεσματική χρήση των πόρων του διαδικτύου και σε βέλτιστη χρήση της συνολικής ποιότητας μετάδοσης, ανταποκρινόμενη στις αντικειμενικά διαφορετικές απαιτήσεις της τεχνικής ποιότητας των υπηρεσιών για τις επιμέρους κατηγορίες κίνησης και, ως εκ τούτου, για το περιεχόμενο, τις εφαρμογές και τις υπηρεσίες που μεταδίδονται (σκέψη 9 εδ. α΄ του Κανονισμού).

Έτσι, η απαίτηση τα μέτρα διαχείρισης της κίνησης να μην προκαλούν διακρίσεις δεν παρεμποδίζει τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο να εφαρμόζουν, προκειμένου να βελτιστοποιήσουν τη συνολική ποιότητα μετάδοσης, μέτρα διαχείρισης της κίνησης που διαφοροποιούν μεταξύ αντικειμενικά διαφορετικών κατηγοριών κίνησης. Κάθε τέτοια διαφοροποίηση θα πρέπει, προκειμένου να βελτιστοποιεί τη συνολική ποιότητα και εμπειρία του χρήστη, να επιτρέπεται μόνο βάσει αντικειμενικά διαφορετικών απαιτήσεων της τεχνικής ποιότητας των υπηρεσιών (για παράδειγμα, όσον αφορά τον χρόνο αναμονής, τις διακυμάνσεις χρόνου επιστροφής πακέτων, την απώλεια πακέτων και το ζωνικό εύρος) για τις συγκεκριμένες κατηγορίες κίνησης και όχι βάσει εμπορικών κριτηρίων. Τα εν λόγω μέτρα διαφοροποίησης θα πρέπει να είναι αναλογικά σε σχέση με τον σκοπό της βελτιστοποίησης της συνολικής ποιότητας και να μεταχειρίζονται ισότιμα την ισοδύναμη κίνηση (σκέψη 9 εδ. β΄ του Κανονισμού).

Ενδεικτικά, επιτρέπεται η εφαρμογή τεχνικών μη διακριτικής συμπίεσης δεδομένων που μειώνουν το μέγεθος φακέλου δεδομένων χωρίς καμία τροποποίηση του περιεχομένου. Η συμπίεση αυτή καθιστά δυνατή την πλέον αποτελεσματική χρήση των πόρων που σπανίζουν και είναι προς όφελος των τελικών χρηστών, μειώνοντας τον όγκο των δεδομένων, αυξάνοντας την ταχύτητα και ενισχύοντας την εμπειρία από τη χρήση του σχετικού περιεχομένου, των σχετικών εφαρμογών ή των σχετικών υπηρεσιών (σκέψη 11 του Κανονισμού). Περαιτέρω, επιτρέπεται η λήψη εύλογων μέτρων διαχείρισης της κίνησης για την προστασία της ακεραιότητας και της ασφάλειας των ηλεκτρονικών δικτύων, λόγου χάρη για την αποτροπή επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, που γίνονται μέσω της διάδοσης κακόβουλου λογισμικού, ή για την αποτροπή της κλοπής της ταυτότητας των τελικών χρηστών, που λαμβάνει χώρα με κατασκοπευτικό λογισμικό (σκέψη 14 του Κανονισμού). Επιπρόσθετα, επιτρέπεται η λήψη εύλογων μέτρων διαχείρισης της κίνησης, όταν είναι αναγκαία για την αποτροπή επικείμενης συμφόρησης του δικτύου, για παράδειγμα σε καταστάσεις όπου πρόκειται να σημειωθεί συμφόρηση, και για το μετριασμό των επιπτώσεων της συμφόρησης του δικτύου, εφόσον η συμφόρηση αυτή συμβαίνει μόνο προσωρινά ή σε έκτακτες περιστάσεις (σκέψη 15 του Κανονισμού).

Εντούτοις, τα μέτρα διαχείρισης της κίνησης απαγορεύεται ρητώς να παρεμποδίζουν, επιβραδύνουν, αλλοιώνουν, περιορίζουν, εισάγουν παρεμβολές, υποβαθμίζουν ή επιβάλλουν διακρίσεις έναντι συγκεκριμένου περιεχομένου, εφαρμογών ή υπηρεσιών ή συγκεκριμένων κατηγοριών αυτών, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο και μόνο για όσο διάστημα είναι αναγκαίο, ούτως ώστε (άρθρο 3 § 3 εδ. γ του Κανονισμού) :

  • α) Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο να συμμορφώνονται με την κείμενη νομοθεσία ή/και με τυχόν σχετικές αποφάσεις δικαστηρίων ή αρμοδίων δημόσιων αρχών.
  • β) Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο να διασφαλίσουν την ακεραιότητα και την ασφάλεια του δικτύου, των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω του εν λόγω δικτύου και του τερματικού εξοπλισμού των τελικών χρηστών·
  • γ) Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο να προλάβουν την εμφάνιση εμποδίων λόγω συμφόρησης του δικτύου και να αμβλύνουν τις επιπτώσεις από τυχόν εξαιρετική ή προσωρινή συμφόρηση του δικτύου, υπό την προϋπόθεση ότι ανάλογες κατηγορίες κίνησης αντιμετωπίζονται ισότιμα.

Τα εν λόγω μέτρα δεν εφαρμόζονται επί συγκεκριμένου περιεχομένου και δεν διατηρούνται πέραν του απαιτουμένου (άρθρο 3 § 3 εδ. β΄ του Κανονισμού). Οποιοδήποτε μέτρο διαχείρισης της κίνησης μπορεί να συνεπάγεται επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μόνο στον βαθμό που αυτή η επεξεργασία είναι απαραίτητη και αναλογική για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών (άρθρο 3 § 5 του Κανονισμού).

Εμπορικού Χαρακτήρα Εξαιρέσεις στο Δικαίωμα στην Πρόσβαση στο Ανοικτό Διαδίκτυο
Ο Κανονισμός προβλέπει επίσης το δικαίωμα των παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, καθώς και των παρόχων περιεχομένου, εφαρμογών και υπηρεσιών να προσφέρουν εξειδικευμένες υπηρεσίες, δηλαδή υπηρεσίες (i) πέραν των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, (ii) βελτιστοποιημένες για συγκεκριμένο περιεχόμενο, εφαρμογές ή υπηρεσίες ή συνδυασμό αυτών, (iii) εφόσον η βελτιστοποίηση είναι αναγκαία ώστε να ικανοποιείται η απαίτηση για συγκεκριμένο επίπεδο ποιότητας του περιεχομένου, των εφαρμογών ή των υπηρεσιών (άρθρο 3 § 5 εδ. β’ του Κανονισμού).

Τέτοιες υπηρεσίες είναι επιτρεπτές μόνο (i) εάν η χωρητικότητα του δικτύου επαρκεί για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών πέραν των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (άρθρο 3 § 5 εδ. γ’ του Κανονισμού). Ως εκ τούτου, η παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών καθώς και η σύναψη αντίστοιχων συμφωνιών μεταξύ παρόχων επιτρέπεται, μόνο εάν η χωρητικότητα δικτύου επαρκεί για την παροχή τους και δεν υπονομεύεται η διαθεσιμότητα ή η γενική ποιότητα των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο για τους τελικούς χρήστες (σκέψη 17 του Κανονισμού). Περαιτέρω, τέτοιες υπηρεσίες δεν επιτρέπεται (ii) να χρησιμοποιούνται ούτε να παρέχονται ως υποκατάστατο των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, και (iii) να υποβαθμίζουν την διαθεσιμότητα ή την γενικότερη ποιότητα της βασικής υπηρεσίας πρόσβασης στο διαδίκτυο (άρθρο 3 § 5 εδ. γ’ του Κανονισμού). Ενδεικτικά, στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, η γενική ποιότητα των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο για τους τελικούς χρήστες δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι βλάπτεται όταν ο συνολικός αρνητικός αντίκτυπος των υπηρεσιών εκτός των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο είναι αναπόφευκτος, ελάχιστος και περιορισμένης χρονικής διάρκειας (σκέψη 17 του Κανονισμού).

Μία υπηρεσία θα αξιολογείται ως εξειδικευμένη, εφόσον απαιτεί ποιότητα που δεν είναι εφικτή μέσω της βασικής υπηρεσίας πρόσβασης. Τυπικές περιπτώσεις εξειδικευμένων υπηρεσιών είναι οι υπηρεσίες VoLTE, IPTV, real time υπηρεσίες ηλεκτρονικής υγείας, υπηρεσίες σε εταιρικούς πελάτες  και VPN υπηρεσίες (βλ. παρ. 110-115 Κατευθυντήριων Γραμμών BEREC).

Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις, ο Κανονισμός αναγνωρίζει και θεσμοθετεί, πέρα από το δικαίωμα των τελικών χρηστών για την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο, και την επιχειρηματική ελευθερία των παρόχων να προσφέρουν εξειδικευμένες βελτιστοποιημένες υπηρεσίες, υπό τον όρο όμως ότι η βελτιστοποίηση είναι αναγκαία για την υπηρεσία που αφορά και δεν καταστρατηγεί το αντιπαραβαλλόμενο δικαίωμα των χρηστών (σκέψη 16 του Κανονισμού).

Υποχρεώσεις Διαφάνειας Παρόχων Πρόσβασης στο Διαδίκτυο
Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο υποχρεούνται περαιτέρω να καθιστούν δημόσια προσβάσιμες στο καταναλωτικό κοινό και συμπεριλαμβάνουν στις σχετικές συμβάσεις με τους τελικούς καταναλωτές τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες (άρθρο 4 § 1 του Κανονισμού) :

  • α) Πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο που τα μέτρα διαχείρισης της κίνησης τα οποία εφαρμόζει ο εν λόγω πάροχος, θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ποιότητα των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, την ιδιωτική ζωή των τελικών χρηστών και την προστασία των δεδομένων τους προσωπικού χαρακτήρα.
  • β) Σαφή και κατανοητή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι περιορισμοί του όγκου, της ταχύτητας και άλλων παραμέτρων ποιότητας της υπηρεσίας ενδέχεται να επηρεάσουν στην πράξη τις υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο και ιδίως τη χρήση περιεχομένου, εφαρμογών και υπηρεσιών.
  • γ) Σαφή και κατανοητή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οποιαδήποτε βελτιστοποιημένη υπηρεσία ενδέχεται να επηρεάσει στην πράξη τις υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο που παρέχονται στον τελικό χρήστη.
  • δ) Σαφή και κατανοητή περιγραφή της ελάχιστης, της συνήθους, της μέγιστης και της διαφημιζόμενης ταχύτητας λήψης και μεταφόρτωσης των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, στην περίπτωση σταθερών δικτύων, ή της εκτιμώμενης μέγιστης και διαφημιζόμενης ταχύτητας λήψης και μεταφόρτωσης των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, στην περίπτωση των δικτύων κινητής τηλεφωνίας, καθώς και του τρόπου με τον οποίο ουσιαστικές αποκλίσεις από τις αντίστοιχες διαφημιζόμενες ταχύτητες λήψης και μεταφόρτωσης θα μπορούσαν να επηρεάσουν την άσκηση του δικαιώματος των χρηστών στην πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο. Ως συνήθης διαθέσιμη ταχύτητα νοείται η ταχύτητα που ο τελικός χρήστης θα μπορούσε να αναμένει ότι θα έχει στη διάθεσή του τις περισσότερες φορές όταν έχει πρόσβαση στην υπηρεσία (σκέψη 18 του Κανονισμού).
  • ε) Σαφή και κατανοητή περιγραφή των μέσων αποκατάστασης που έχει στη διάθεσή του ο καταναλωτής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περίπτωση οποιασδήποτε συνεχούς ή τακτικώς επαναλαμβανόμενης, απόκλισης μεταξύ των πραγματικών επιδόσεων της υπηρεσίας πρόσβασης στο διαδίκτυο, όσον αφορά είτε την ταχύτητα είτε άλλες παραμέτρους ποιότητας της υπηρεσίας, και των επιδόσεων που δηλώνονται από τον πάροχο πρόσβασης στο διαδίκτυο.

Ως προς τις ταχύτητες του ως άνω σημείου (δ), οι συμβάσεις θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν συγκεκριμένα εύρη τιμών για τις ελάχιστες / μέγιστες / κανονικές / διαφημιζόμενες τιμές ως προς την σταθερή πρόσβαση και τις εκτιμώμενες μέγιστες / διαφημιζόμενες τιμές ως προς την κίνητη πρόσβαση στο διαδίκτυο (βλ. παρ. 140-157 Κατευθυντήριων Γραμμών BEREC).

Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο θεσπίζουν διαφανείς, απλές και αποτελεσματικές διαδικασίες για τον χειρισμό των καταγγελιών των τελικών χρηστών σχετικά με το δικαίωμα στην πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο (άρθρο 4 § 2 του Κανονισμού).

Αρμοδιότητα της ΕΕΤΤ και Έννομη Προστασία Τελικών Χρηστών
Αρμόδια για την εποπτεία της τήρησης από πλευράς παροχών των υποχρεώσεών τους για τον σεβασμό του δικαιώματος πρόσβασης στο ανοικτό διαδίκτυο είναι η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων [ΕΕΤΤ]. Η ΕΕΤΤ έχει την εξουσία να αιτείται και λαμβάνει πληροφορίες καθώς και να επιβάλλει σε παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαιτήσεις σχετικά με τεχνικά χαρακτηριστικά, ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας υπηρεσιών και άλλα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα (άρθρο 5 § 1 και 2 του Κανονισμού). Εντούτοις, οι πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν έχουν υποχρέωση πρότερης αδειοδότησης για την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών ή οποιοωνδήποτε εμπορικών πρακτικών ή μέτρων διαχείρισης κίνησης (παρ. 21 Κατευθυντήριων Γραμμών BEREC).

Ενδεικτικά, η ΕΕΤΤ ελέγχει εάν και σε ποιο βαθμό μέτρα βελτιστοποίησης υπηρεσιών είναι αντικειμενικά απαραίτητα, ώστε να διασφαλίζονται ένα ή περισσότερα ειδικά και κύρια χαρακτηριστικά του περιεχομένου, των εφαρμογών ή των υπηρεσιών, καθώς και κατά πόσο μία τέτοια βελτιστοποίηση υπονομεύει τη διαθεσιμότητα ή την γενική ποιότητα των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο για τους τελικούς χρήστες (σκέψη 16 του Κανονισμού). Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕΤΤ υπολογίζει τον αντίκτυπο στη διαθεσιμότητα και τη γενική ποιότητα των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο αναλύοντας, μεταξύ άλλων, τις ποιοτικές παραμέτρους της υπηρεσίας (όπως ο χρόνος αναμονής, οι διακυμάνσεις χρόνου επιστροφής πακέτων, η απώλεια πακέτων), τα επίπεδα και τα αποτελέσματα της συμφόρησης του δικτύου, τις πραγματικές ταχύτητες έναντι των διαφημιζόμενων, τις επιδόσεις των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο σε σύγκριση με υπηρεσίες διαφορετικές των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και την ποιότητα όπως την αντιλαμβάνονται οι τελικοί χρήστες (σκέψη 17 του Κανονισμού).

Επιπρόσθετα, η ΕΕΤΤ είναι αρμόδια να καθορίζει την επαρκή χωρητικότητα των ηλεκτρονικών δικτύου για την παροχή βελτιστοποιημένων υπηρεσιών, τις απαιτήσεις σχετικά με τεχνικά χαρακτηριστικά, απαιτήσεις για την ελάχιστη ποιότητα των υπηρεσιών και άλλα κατάλληλα μέτρα στο σύνολο ή σε επιμέρους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο κοινό, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για να διασφαλίζεται το δικαίωμα πρόσβασης στο ανοικτό διαδίκτυο (σκέψη 19 του Κανονισμού).

Κάθε σημαντική, συνεχής ή τακτικώς επαναλαμβανόμενη, απόκλιση μεταξύ των πραγματικών επιδόσεων των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, όσον αφορά την ταχύτητα ή άλλες παραμέτρους ποιότητας των υπηρεσιών, και των επιδόσεων που δηλώνει ο πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, εφόσον τα σχετικά γεγονότα έχουν τεκμηριωθεί από μηχανισμό παρακολούθησης πιστοποιημένο από την εθνική ρυθμιστική αρχή, θεωρείται ότι συνιστά μη συμμόρφωση των επιδόσεων και συνεπάγεται το δικαίωμα του καταναλωτή προς αποζημίωση (άρθρο 4 § 4 του Κανονισμού).

Επιπρόσθετα, κάθε τελικός χρήστης έχει το δικαίωμα καταγγελίας στην ΕΕΤΤ αλλά και δικαστικής προστασίας σε περίπτωση που του προσφέρεται ποσοτικά ή ποιοτικά υποδεέστερη υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο από αυτή, που συμβατικά προβλέπεται, καθώς και σε περίπτωση που ο πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης περιορίζει την πρόσβασή του ή την από μέρους του διανομή σε διαδικτυακές υπηρεσίες, εφαρμογές ή περιεχόμενο. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι ενώσεις καταναλωτών σε συλλογικό επίπεδο σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί καταναλωτή.

Νομική Συμβουλή : Σε περίπτωση που ο ISP σας σας προσφέρει ποσοτικά ή ποιοτικά υποδεέστερη υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο από αυτή, που προβλέπεται στη μεταξύ σας σύμβαση καθώς και σε περίπτωση που περιορίζει την πρόσβαση ή την από μέρους σας διανομή σε διαδικτυακές υπηρεσίες, εφαρμογές ή περιεχόμενο, έχετε το δικαίωμα να προβείτε σε καταγγελία στην ΕΕΤΤ και σε δικαστική επιδίωξη αποζημίωσης.

Περισσότερα
FCC, Open Internet Order, 13.04.2015.
Κανονισμός 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, «για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο κτλ» (EE L 310/01 της 26.11.2015).

BEREC Guidelines on the Implementation by National Regulators of European Net Neutrality Rules, BoR (16) 127, August 2016.

CoE Recommendation CM/Rec(2016)1 on protecting and promoting the right to freedom of expression and the right to private life with regard to network neutrality.

Δημόσια Διαβούλευση της ΕΕΤΤ για το Ανοικτό Διαδίκτυο.