Το Νομικό Πλαίσιο για τη Διαχείριση Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις

Η διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις διέπεται από τους ακόλουθους νόμους και διοικητικές πράξεις:

  • Ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157/Α/25-06-2003) με τίτλο «Ομολογιακά Δάνεια, Τιτλοποίηση Απαιτήσεων και Απαιτήσεων από Ακίνητα και Άλλες Διατάξεις».
  • Ν. 4354/2015 (ΦΕΚ 176/Α/16-12-2015) με τίτλο «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
  • Κώδικας Δεοντολογίας Πιστωτικών Ιδρυμάτων (ΕΠΑΘ 195/1/29.07.2016).
  • Νόμος για την Πρόληψη και Καταστολή Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (ΕΤΠΘ 281/5/17.03.2009).
  • ΠΕΕ 118/19.05.2017 περιλαμβάνει τη διαδικασία και τα απαιτούμενα στοιχεία και δικαιολογητικά για την παροχή άδειας λειτουργίας καθώς και το πλαίσιο εποπτείας που ισχύει για τις ανωτέρω εταιρείες κατά περίπτωση.

Ορισμοί

Ως τιτλοποίηση απαιτήσεων ορίζεται η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ “μεταβιβάζοντος” και “αποκτώντος” σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση(με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον) ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: (α) από το Προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή (β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων (άρθρο 10 § 1 του Ν. 3156/2003).

Ως ιδιωτική τοποθέτηση  ορίζεται η διάθεση των ως άνω ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων πoυ δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα (άρθρο 10 § 1 του Ν. 3156/2003).

Φορείς Απόκτησης και Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις

Η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, εξαιρουμένου  του «Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων»,  όπως ορίζεται στον ν. 4261/2014 (Α’ 107) και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 2 § 5 περ. δ΄, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας και αποκλειστικά και μόνο προς (άρθρο 1 § 1β του Ν. 4354/2015):

  • Ανώνυμες εταιρείες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ).
  • Εταιρείες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
  • Εταιρείες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, και σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της Ενωσιακής νομοθεσίας. Οι εν λόγω εταιρείες έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος υπό τις εξής  προϋποθέσεις:
  • α) Η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013 (Α` 167) και
  • β) η έδρα τους δεν βρίσκεται σε μη συνεργάσιμο κράτος, όπως αυτό προσδιορίζεται στις εκάστοτε κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις της § 3 του άρθρου 65 του ν. 4172/2013.

Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα εκτός των αναφερόμενων στο άρθρο 2 § 5 περ. δ’ του ν. 4261/2014 ανατίθεται αποκλειστικά (άρθρο 1 § 1α του Ν. 4354/2015):

  • σε ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της § 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και
  • σε εταιρείες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), με οποιονδήποτε νομικό τύπο αποδεκτό για ιδρύματα που δι- έπονται από τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27.6.2013) και με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της ανωτέρω Οδηγίας, καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004), και της περίπτωσης δ` της παρούσας παραγράφου.

Στις εταιρείες της πρώτης περίπτωσης επιτρέπεται και η διαχείριση των ακινήτων που αποτελούσαν ασφάλεια για τα δάνεια ή τις πιστώσεις που αυτές διαχειρίζονταν και έχουν μεταβιβαστεί στον δικαιούχο της απαίτησης. Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός πως στις εταιρείες αυτές δεν επιτρέπεται η απόκτηση, δια μεταβιβάσεως ή εκχωρήσεως ή από εθελοντική εκποίηση ή από πλειστηριασμό, ακίνητης περιουσίας που συνδέεται με τα δάνεια και τις πιστώσεις που αυτές διαχειρίζονται (άρθρο 1 § 1ε του Ν. 4354/2015).

Στο σημείο  αυτό αξίζει να τονιστεί πως, εάν η εταιρεία ειδικού σκοπού εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία. Οι μετοχές της εταιρείας ειδικού σκοπού είναι ονομαστικές (άρθρα 10 § 3 και 4 του Ν. 3156/2003 και 1 § 3 του Ν. 4354/2015).

Νομική Φύση

Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις («ΕΔΑΔΠ») είναι χρηματοδοτικά ιδρύματα και λαμβάνουν ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος για τον σκοπό αυτό. Η ως άνω άδεια δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μετά τη λήψη άδειας λειτουργίας, οι ΕΔΑΔΠ καταχωρούνται σε ειδικό Μητρώο του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (άρθρο 1 § 1α του Ν. 4354/2015).

Οι ΕΔΑΔΠ θεωρούνται δανειστές και προμηθεύτριες κατά την έννοια του ν. 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή και υποχρεούνται να συμμορφώνονται με:

α) την κείμενη νομοθεσία περί Προστασίας Καταναλωτή, όπως αυτή κάθε φορά εφαρμόζεται και ισχύει,

β) τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (Β`2289/2014),

γ) τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της Οδηγίας (ΕΕ) 2014/17, καθώς και

δ) με όλες τις σχετικές με χορηγούμενα από πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα δάνεια και πιστώσεις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες (άρθρο 1 § 22 του Ν. 4354/2015).

Περαιτέρω, οι  ΕΔΑΔΠ λογίζονται ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, κατά την έννοια της § 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α΄ 166) και ως υπόχρεα πρόσωπα κατά την έννοια της § 1 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην περίπτωση Α’ της § 2 του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, εφόσον έχουν πάρει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 20 του παρόντος ή εισπράττουν χρήματα δανειοληπτών για λογαριασμό των εντολέων τους ή διαχειρίζονται δάνεια για λογαριασμό μη εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος που δεν υπόκειται πρωτογενώς στις σχετικές υποχρεώσεις. Δέον να αναφερθεί ότι οι  πληροφορίες της περίπτωσης β΄ της § 1 του άρθρου 13 του ν. 3691/2008 πρέπει να είναι διαθέσιμες στον δανειολήπτη  (άρθρο 1 § 25 του Ν. 4354/2015).

Επιπλέον, οι  ΕΔΑΔΠ δύνανται να λαμβάνουν άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να χορηγούν νέα δάνεια ή/και πιστώσεις σε δανειολήπτες, των οποίων δάνεια ή πιστώσεις διαχειρίζονται, με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση των δανείων τους ή την αναδιάρθρωση της δανειολήπτριας επιχείρησης δυνάμει ενός συγκεκριμένου σχεδίου αναδιάρθρωσης που συμφωνείται μεταξύ των μερών, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης συναίνεσης του δικαιούχου της απαίτησης.

Τα νέα δάνεια και πιστώσεις του προηγούμενου εδαφίου λογίζονται ως τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις και διέπονται από το Ελληνικό δίκαιο, ενώ αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των διαφορών που απορρέουν από τις σχετικές συμβάσεις είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια. Τα νέα αυτά δάνεια και πιστώσεις θα επιβαρύνονται με την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975, για την απόδοση της οποίας υπεύθυνες είναι οι ΕΔΑΔΠ (άρθρο 1 § 20 του Ν. 4354/2015).

Αδειοδότηση

Η αίτηση χορήγησης άδειας ΕΔΑΔΠ πρέπει να συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα (άρθρο 1 § 2 του Ν. 4354/2015):

  • το καταστατικό της εταιρίας και όλες τις τροποποιήσεις,
  • την ταυτότητα των φυσικών και νομικών προσώπων που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή στην εταιρία, όπως αυτή ορίζεται στο στοιχείο (33) της § 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 (Α` 107). Προκειμένου να προσδιοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής, λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4261/2014.».
  • την ταυτότητα των νομικών και φυσικών προσώπων που, ακόμη και αν δεν καταλαμβάνονται από την προηγούμενη περίπτωση, ασκούν έλεγχο επί της εταιρίας, μέσω έγγραφης ή άλλης συμφωνίας ή δια κοινών πράξεων, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 23 του ν. 4261/2014,
  • την ταυτότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή των διοικούντων,
  • ερωτηματολόγια συμπληρωμένα από τα πρόσωπα των περιπτώσεων β` και γ` για την αξιολόγηση των κριτηρίων καταλληλότητας και από τα πρόσωπα της περίπτωσης δ` για την ικανότητα και καταλληλότητα, όπως αυτά καθορίζονται με απόφαση που εκδίδεται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
  • την οργανωτική δομή και εσωτερικές καταγεγραμμένες διαδικασίες της εταιρίας,
  • το επιχειρηματικό πλάνο της εταιρίας, «όπως αυτό ορίζεται στην περίπτωση δ` της παραγράφου 5.
  • εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία καταγράφονται διεξοδικά οι βασικές αρχές και μέθοδοι που θα διασφαλίζουν την επιτυχή αναδιάρθρωση δανείων. Η έκθεση πρέπει να παρουσιάζει μεθόδους αναδιάρθρωσης οφειλών εναλλακτικές της αναγκαστικής εκτέλεσης, στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας (Β` 2289/2014), καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 28 της Οδηγίας 2014/17 (EEL 60/2014), τα άρθρα 10 και 74 της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27.6.2013), τα άρθρα 10 και 66 του ν. 4261/2014 (Α` 107) και την Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 42/30.5.2014 (Β` 1582), όπως εκάστοτε ισχύει, ιδίως το Κεφάλαιο III, λαμβάνοντας υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τυχόν κατηγοριοποιούν τους δανειολήπτες που είναι φυσικά πρόσωπα σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 2 του Κώδικα Δεοντολογίας (Β` 2289/2014) όπως εκάστοτε ισχύει,
  • οποιαδήποτε επιπρόσθετη πληροφορία ή στοιχείο που η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί σημαντικό για την αξιολόγηση της αίτησης.

Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την επομένη της υποβολής της σχετικής αίτησης ή σε περίπτωση που η αίτηση είναι ελλιπής, εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή των επιπρόσθετων πληροφοριών, στοιχείων ή εγγράφων που απαιτούνται. Προηγείται απλή γνώμη τριμελούς Επιτροπής, της οποίας η σύνθεση, σύσταση και οι λοιπές λεπτομέρειες για τη λειτουργία της, καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Οικονομικών. Η Τράπεζα της Ελλάδος διαβιβάζει άμεσα το φάκελο της αίτησης με συνοπτικό σημείωμα στην Επιτροπή, η οποία διαβιβάζει τη γνώμη της μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την επομένη της υποβολής της σχετικής αίτησης με πλήρη φάκελο. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, η Τράπεζα της Ελλάδος εκδίδει την απόφασή της εντός της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου και χωρίς τη γνώμη της Επιτροπής. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων της τριμελούς Επιτροπής είναι εμπιστευτικά και οι συνεδριάσεις της Επιτροπής είναι μυστικές (άρθρο 1 § 4 του Ν. 4354/2015).

Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια εφόσον, διαπιστώσει ότι ισχύουν τα όσα απαιτούνται από το άρθρο 1 § 5 του Ν. 4354/2015  και πιο συγκεκριμένα:

 

  • Η εταιρεία είναι σε θέση να συμμορφωθεί πλήρως με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
  • Οι νόμιμοι εκπρόσωποι των υπό αδειοδότηση ΕΔΑΔΠ έχουν καλή φήμη, επαρκή γνώση, ικανότητες και εμπειρία να ασκούν την αρμοδιότητά τους και να πληρούν τα κριτήρια της ικανότητας και της καταλληλότητάς τους, όπως αυτά καθορίζονται από τη σχετική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
  • η εταιρεία διαθέτει οργανωτική δομή και εσωτερικές διαδικασίες που της επιτρέπουν να παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
  • το επιχειρηματικό πλάνο λειτουργιών και στόχων της εταιρείας παραθέτει αναλυτικά τις προγραμματισμένες της δράσεις, τη στρατηγική της και τους διαθέσιμους πόρους της.
  • δεν υφίστανται επαγγελματικές ή συγγενικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων των παραπάνω περιπτώσεων β΄`, γ΄` και δ΄` της § 2 και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων που κατέχουν υψηλά πολιτικά αξιώματα ή υψηλές διοικητικές θέσεις στην εποπτεύουσα αρχή, ώστε να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική διεξαγωγή εποπτείας.

Κάθε εταιρεία που έχει άδεια λειτουργίας σε ισχύ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 § 16 του Ν. 4354/2015, υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αντίγραφο του ισολογισμού, του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για τους σκοπούς της άσκησης του προληπτικού ελέγχου και εποπτείας, εφαρμοζόμενων των Πράξεων Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 42/30.5.2014 (Β` 1582) και 47/9.2.2015 (Β` 249). Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται και εξειδικεύεται ο τρόπος, η συχνότητα, οι ημερομηνίες υποβολής και αναφοράς, καθώς και το είδος της απαιτούμενης πληροφόρησης της περίπτωσης α` της παρούσας παραγράφου και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες η τελευταία θεωρεί απαραίτητες για τους σκοπούς της άσκησης του προληπτικού ελέγχου και εποπτείας. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία των Εταιρειών Διαχείρισης που συμβάλλονται με εταιρείες της § 1 β, τα οποία θα δημοσιεύονται περιοδικά για σκοπούς διαφάνειας (άρθρο 1 § 17 του Ν. 4354/2015).

Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι  κάθε εταιρεία που αδειοδοτείται από την Τράπεζα της Ελλάδος και διαχειρίζεται απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις, οφείλει να διατηρεί ανά πάσα στιγμή ελάχιστο ολοσχερώς καταβληθέν μετοχικό κεφάλαιο ύψους εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Το μετοχικό κεφάλαιο της παραπάνω εταιρείας επιτρέπεται να μειωθεί κάτω από το προβλεπόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ελάχιστο όριο, εφόσον υπάρχει εγκεκριμένο από την Τράπεζα της Ελλάδος σχέδιο δράσης για τον τερματισμό της δραστηριότητας αυτής (άρθρο 1 § 15 του Ν. 4354/2015).

Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί στην επίσημη ιστοσελίδα της πλήρως ενημερωμένο κατάλογο με όλες τις αδειοδοτημένες εταιρίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος (άρθρο 1 § 7 του Ν. 4354/2015).

Απόρριψη ή Αναστολή Αδειοδότησης

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται αιτιολογημένα τη χορήγηση της απαιτούμενης άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, αν διαπιστώσει ότι η εταιρεία δεν πληροί τα κριτήρια του νόμου, ενημερώνοντας προς τούτο την αιτούσα εταιρεία (άρθρο 1 § 6 του Ν. 4354/2015).

Ωστόσο, εάν  η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι η ίδρυση της εταιρείας ή η εξαγορά συμμετοχής σε αυτήν υποκρύπτει ή αποσκοπεί στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τότε (άρθρο 1 § 9 του Ν. 4354/2015):
(i) αρνείται τη χορήγηση της άδειας του παρόντος νόμου ή
(ii) δεν επιτρέπει την απόκτηση ή την αύξηση ειδικής συμμετοχής κατά την παράγραφο 8 (άρθρο 1 § 9 του Ν. 4354/2015).

Περαιτέρω η  Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφασή της να αναστείλει τη χορηγηθείσα άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου σε ΕΔΑΔΠ, όταν:
(i) σταθμίζοντας τη βαρύτητα των παραβάσεων του νόμου, αποφασίσει να μην προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας,

(ii) διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος. Εφόσον η Τράπεζα της Ελλάδος εκδώσει απόφαση που διατάσσει την αναστολή της άδειας λειτουργίας, προβαίνει ταυτόχρονα σε έγγραφες συστάσεις προς την εταιρεία και θέτει εύλογη προθεσμία για συμμόρφωση, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης αναστολής. Εντός της ως άνω προθεσμίας η Εταιρεία Διαχείρισης ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος αναφορικά με τη συμμόρφωσή της προς τις συστάσεις του προηγούμενου εδαφίου. Κατά την περίοδο αναστολής λειτουργίας, η Εταιρεία Διαχείρισης μπορεί να προβαίνει σε δραστηριότητες που της επιτρέπονται ρητώς από τη σχετική απόφαση αναστολής λειτουργίας της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 § 11 του Ν.4354/2015).

Αξιοσημείωτο είναι πως αν η ΤτΕ:

(i) διαπιστώσει ότι η εταιρεία συμμορφώθηκε με τις συστάσεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β΄` της παραγράφου 11 του παρόντος άρθρου, ανακαλεί την πράξη περί αναστολής της άδειας και ενημερώνει γραπτώς την εταιρεία,

(ii) διαπιστώσει ότι η εταιρεία δεν συμμορφώθηκε πλήρως με τις συστάσεις του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης β΄` της παραγράφου 11, είτε παρατείνει την περίοδο αναστολής της άδειας και προβαίνει σε νέες συστάσεις είτε ενεργοποιεί τη διαδικασία ανάκλησης της άδειας (άρθρο 1 § 12 του Ν. 4354/2015).

Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει μια αναφορά/μνεία  για το πότε Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλέσει τη χορηγηθείσα άδεια.  Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 13 του Ν. 4354/2015,  εάν η εταιρεία :

  • εξασφάλισε την άδεια βάσει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατά παράβαση του νόμου, ή δολίως υπέβαλε, γνωστοποίησε ή άλλως δημοσιοποίησε με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή έντυπα,
  • δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας της,
  • έχει διαπράξει παραβάσεις του Ν. 4354/2015 ή των αποφάσεων που εκδόθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή αυτών που εκδίδονται βάσει του Ν. 4354/2015,
  • χρησιμοποιείται ως μέσο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδοτεί εγκληματικές δραστηριότητες, ή έχει υποπέσει σε άλλη παράβαση που προβλέπει ως κύρωση την ανάκληση της άδειάς της, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας,. Ή παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον εποπτικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος,
  • παραβιάζει διατάξεις νόμου ή αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορούν στην εποπτεία ή τον τρόπο λειτουργίας των Εταιρειών Διαχείρισης, εφόσον τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσματική άσκηση εποπτείας,
  • συστηματικά δεν συμμορφώνεται με την έκθεση της περίπτωσης η΄ της § 2 του παρόντος άρθρου. Η Τράπεζα της Ελλάδος για τη διαπίστωση της παράβασης αυτής δε λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες ή εντολές του δικαιούχου των απαιτήσεων προς την εποπτευόμενη Εταιρεία Διαχείρισης,

Επομένως, σε  περίπτωση ανάκλησης χορηγηθείσας άδειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του του Ν. 4354/2015, σε Εταιρεία που λαμβάνει την άδεια της § 20 του παρόντος, εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 145 του ν. 4261/2014.

Δέον να αναφερθεί  ότι Εταιρεία της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί, παραμένει υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος μέχρις ότου ολοκληρωθεί η υλοποίηση του σχεδίου δράσης τερματισμού δραστηριοτήτων που έχει εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 § 13 του Ν. 4354/2015).

Αν εταιρεία συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, αφού προηγουμένως καλέσει την εταιρεία σε ακρόαση, να της επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ (άρθρο 1 § 13 του Ν. 4354/2015).

Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, κρίνει αιτιολογημένα ότι οποιοδήποτε μέλος του διοικητικού οργάνου της Εταιρείας είναι ακατάλληλο να ενεργεί ως μέλος διοικητικού οργάνου, με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την παράγραφο 23 του παρόντος άρθρου, δύναται να ζητήσει εγγράφως την αντικατάστασή του (άρθρο 1 § 16 του Ν. 4354/2015).

Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η ΤτΕ εποπτεύει τις δραστηριότητες των εταιρειών που αδειοδοτεί με στόχο τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 55 Α του Καταστατικού της (ν. 3424/1927, Α 298) (άρθρο 1 § 14 του Ν. 4354/2015).

Ελεγκτικές Αρμοδιότητες της ΤτΕ

Κάθε εταιρεία που έχει άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οφείλει, ύστερα από κλήση της Τράπεζας της Ελλάδος να επιτρέψει σε εξουσιοδοτημένους προς το σκοπό αυτό υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος να εισέλθουν στα κτήριά της για να διερευνήσουν τις εργασίες και τις δραστηριότητές της και να θέσει στη διάθεσή τους οποιαδήποτε βιβλία, έγγραφα ή αρχεία, ή/και να διαβιβάσει στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιεσδήποτε πληροφορίες η τελευταία κρίνει αναγκαίες για την άσκηση των εποπτικών της δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού και ιδίως έγγραφα και αρχεία αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο των διαχειριζόμενων από αυτήν απαιτήσεων (άρθρο 1 § 18 του Ν. 4354/2015).

Κάθε εταιρεία αποζημιώνει την Τράπεζα της Ελλάδος για όλα τα έξοδα τα οποία σχετίζονται με την άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων με την καταβολή σε αυτήν ετήσιου τέλους, του οποίου το ύψος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής θα προσδιοριστούν με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 § 19 του Ν. 4354/2015).

Άδεια για Νέα Δάνεια / Πιστώσεις

Οι ΕΔΑΔΠ δύνανται να λαμβάνουν άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να χορηγούν νέα δάνεια ή/και πιστώσεις σε δανειολήπτες, των οποίων δάνεια ή πιστώσεις διαχειρίζονται, με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση των δανείων τους ή την αναδιάρθρωση της δανειολήπτριας επιχείρησης δυνάμει ενός συγκεκριμένου σχεδίου αναδιάρθρωσης που συμφωνείται μεταξύ των μερών, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης συναίνεσης του δικαιούχου της απαίτησης. Τα νέα δάνεια και πιστώσεις του προηγούμενου εδαφίου λογίζονται ως τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις, διέπονται  από το Ελληνικό Δίκαιο και αποκλειστικά αρμόδια για την εκδίκαση των διαφορών που απορρέουν από τη σύμβαση είναι τα κατά τόπους Ελληνικά Δικαστήρια. Τα νέα αυτά δάνεια και πιστώσεις θα επιβαρύνονται με την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975 (Α` 178), για την απόδοση της οποίας υπεύθυνες είναι οι εταιρείες διαχείρισης της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 (άρθρο 1 § 20 του Ν. 4354/2015).

Η άδεια της παραγράφου αυτής θα χορηγείται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • ότι η εταιρεία έχει ήδη καταβάλλει σε μετρητά και σε τραπεζικό λογαριασμό ελληνικού πιστωτικού ιδρύματος στην περίπτωση των εταιρειών της υποπερίπτωσης αα) της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή σε τραπεζικό λογαριασμό οποιουδήποτε πιστωτικού ιδρύματος κράτους-μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) στην περίπτωση των εταιρειών της υποπερίπτωσης ββ) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (4.500.000) ευρώ ως ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο,
  • ότι η εταιρεία συμμορφώνεται με τους κανόνες και τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 14 του παρόντος. Οι παραπάνω εταιρείες έχουν υποχρέωση σύνταξης των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, όπως αυτά έχουν υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δυνάμει του Κανονισμού 1606/2002 (EEL 243/2002) (Δ.Π.Χ.Α. – υποχρεωτική εφαρμογή Δ.Π.Χ.Α.), για τις ατομικές και ενοποιημένες χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις και σύμφωνα με το ν. 4308/2014 (Α΄ 251), όπως εκάστοτε τροποποιείται και ισχύει (άρθρο 1 § 20 του Ν. 4354/2015).

Το επαγγελματικό απόρρητο του δικαιούχου των υπό διαχείριση απαιτήσεων έναντι των δανειοληπτών αίρεται στις σχέσεις του με την Εταιρεία Διαχείρισης, στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τις ανάγκες της διαχείρισης και εφαρμόζονται αναλογικά οι παράγραφοι 20 και 21 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (Α΄ 157) (άρθρο 1 § 21 του Ν. 4354/2015).

Οι ΕΔΑΔΠ θεωρούνται δανειστές και προμηθεύτριες κατά την έννοια του ν. 2251/1994 (Α΄191) και υποχρεούνται να συμμορφώνονται με την κείμενη νομοθεσία περί Προστασίας Καταναλωτή, όπως αυτή κάθε φορά εφαρμόζεται και ισχύει, με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (Β΄2289/2014),  με τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2014/17, καθώς και με όλες τις σχετικές με χορηγούμενα από πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα δάνεια και πιστώσεις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες (άρθρο 1 § 22 του Ν. 4354/2015).

Οι ΕΔΑΔΠ λογίζονται ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, κατά την έννοια της § 3 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 (Α΄` 166) και ως υπόχρεα πρόσωπα κατά την έννοια της § 1 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την περίπτωση Α΄` της § 2 του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, εφόσον έχουν πάρει άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 20 του παρόντος ή εισπράττουν χρήματα δανειοληπτών για λογαριασμό των εντολέων τους ή διαχειρίζονται δάνεια για λογαριασμό μη εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος που δεν υπόκειται πρωτογενώς στις σχετικές υποχρεώσεις. Οι πληροφορίες της περίπτωσης β` της § 1 του άρθρου 13 του ν. 3691/2008 πρέπει να είναι διαθέσιμες στον δανειολήπτη  (άρθρο 1 § 25 του Ν. 4354/2015).

Διαδικασία Τιτλοποίησης Απαιτήσεων

Οι αποφάσεις για την έκδοση και το είδος των ομολογιών λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας ειδικού σκοπού. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου μπoρεί να παρέχεται περαιτέρω εξουσιοδότηση για τον καθορισμό επιμέρους λεπτομερειών, όπως αυτών που αναφέρονται στον αριθμό και τη συνολική ονομαστική αξία των ομολογιών που πρόκειται να εκδοθούν, τον τρόπο και την προθεσμία διάθεσής τους, τον τρόπο καθορισμού της τιμής διάθεσής τους, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την είσπραξη και διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, καθώς και τον εκπρόσωπο των ομολογιούχων. Η oνομαστική αξία κάθε ομολογίας πρέπει να είναι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ (άρθρο 10 § 5 του Ν. 3156/2003).

Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοπoίηση μπορεί να είναι υφιστάμενες ή μελλοντικές απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμη και των καταναλωτών, εφόσον αυτές πρoσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης,  μπορεί να μεταβιβάζονται και απαιτήσεις υπό αίρεση. Διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 του Α.Κ., εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Ο μεταβιβάζων υποχρεoύται να γνωστοποιεί τη γένεση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ., η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του Α.Κ., εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρο 10 § 6 του Ν. 3156/2003).

Η εταιρεία ειδικού σκοπού, για τους σκοπούς της τιτλοποίηοης, καθώς επίσης και για λόγους αντιστάθμισης κινδύνου, μπορεί να συνάπτει πάσης φύσεως δάνεια ή πιστώσεις και ασφαλιστικές ή εξασφαλιστικές συμβάσεις, περιλαμβανομένων και συμβάσεων χρηματοοικονομικών παραγώγων. Στους σκοπούς της τιτλοποίησης του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνονται, ενδεικτικώς, η άντληση των κεφαλαίων που απαιτούνται για την απόκτηση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, η έκδοση και διάθεση των ομολογιών, η εξόφληση αυτών και των πάσης φύσεως δανείων, πιστώσεων και λοιπών συμβάσεων, όπως ορίζεται στους όρους των σχετικών συμβάσεων και το πρόγραμμα του δανείου (άρθρο 10 § 7 του Ν. 3156/2003).

Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εφόσον ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1α του ν. 2251/1994, είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου,  για να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της § 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Επί μεταβιβάσεως απαιτήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων και πιστώσεων ο νέος εκδοχέας συνεχίζει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας από το στάδιο που ήταν πριν τη μεταβίβαση (άρθρο 3 § 2 του Ν. 4354/2015).

Σύμβαση Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων

Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην περίπτωσης §που αναφέρεται στο  άρθρο 2 § 5 περ. δτου ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρ-μοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Δέον να αναφερθεί πως και  άλλα δικαιώματα, ακόμα αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου (άρθρο 3 § 1 του Ν. 4354/2015).

Άξιο προσοχής είναι ότι  όποια καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πωλήσεως και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του Α.Κ., καθώς και μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς τιτλοποίησης. Η αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανείου ή αναπροσαρμογή των όρων αυτού δεν επιτρέπεται να βλάπτει τα δικαιώματα των υφιστάμενων ομολογιούχων ούτε να επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου (άρθρα 10 § 11 του Ν. 3156/2003 και 2 § 5 του Ν. 4354/2015).

Στις μεταβιβασθείσες ή μεταβιβαστέες απαιτήσεις, με την επιφύλαξη της παραγράφου 18, δεν επιτρέπεται να συσταθεί ενέχυρο ή άλλο βάρος. Αν μεταβιβαζόμενη απαίτηση απαρτίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υπoβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου αρκεί η καταχώριση της βεβαίωσης της καταχώρισης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και η μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του   ν.δ. 17.7/13.8.1923 (άρθρο 10 § 12 του Ν. 3156/2003).

Εάν η μεταβιβαζόμενη απαίτηση του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ασφαλίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υποβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο. Για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου είναι απαραίτητη η καταχώριση της βεβαίωσης στο δημόσιο βιβλίο όπως ορίζει το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 και σχετική μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (άρθρο 3 § 6 του Ν. 4354/2015) για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος.

Η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πάσης φύσεως, κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπό έξοδα, δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτό πριν από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμoστέες διατάξεις. Τα ειδικά προνόμια που ισχύουν υπέρ του μεταβιβάζοντος διατηρούνται και ισχύουν υπέρ της εταιρείας ειδικού σκοπού. Στα ειδικό προνόμια του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνονται και τα προνόμια περί την εκτέλεση (δυνάμει του ν.δ. 17.7./13.8.1923 ή άλλης διάταξης) και εκπτώσεις και απαλλαγές από φόρους και τέλη πόσης φύσεως που ίσxυαν κατά τις -κατά περίπτωση -εφαρμoστέες διατάξεις στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος αναφορικά με την επιδίωξη των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και την ενάσκηση κάθε σχετικού δικαιώματος (άρθρο 10 § 13 του Ν. 3156/2003).

Επί των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και της κατάθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 υφίσταται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών δικαιούχων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, με την καταχώριση της κατά την παράγραφο 1 σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ., εκτός εάν ορίζεται διαφορετικό στους όρους του δανείου (άρθρο 10 § 18 του Ν. 3156/2003).

Από την καταχώριση, το κύρος της πώλησης και μεταβίβασης των παρεπόμενων προς τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις δικαιωμάτων και του νόμιμου ενεχύρου, δεν θίγεται από την επιβολή οποιουδήποτε συλλογικού μέτρου ικανοποίησης των πιστωτών, που συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος της εταιρείας ειδικού σκοπού ή τρίτου εγγυοδότη ή δικαιούχου παρεπόμενου δικαιώματος ή του προσώπου που αναλαμβάνει την είσπραξη και διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, ούτε από την υποβολή σχετικής αίτησης κατ` αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για μελλοντικές απαιτήσεις, η γένεση των οποίων επέρχεται μετά την επιβολή του συλλογικού μέτρου ή την υποβολή της σχετικής αίτησης (άρθρο 10 § 19 του Ν. 3156/2003).

Δέον να αναφερθεί ότι οι  διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου δεν εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ μεταβιβάζοντος και εταιρείας ειδικού σκοπού και στις σχέσεις μεταξύ της εταιρείας ειδικού σκοπού και των δανειστών της για τους σκοπούς της τιτλοποίησης. Η εταιρεία ειδικού σκοπού και οι δανειστές της υποχρεούνται να τηρούν τις διατάξεις περί τραπεζικού απορρήτου, όπως αυτές ισχύουν αναφορικά με τη συγκεκριμένη κατηγορία απαιτήσεων (άρθρο 10 § 20 του Ν. 3156/2003).

Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου. Επίσης σε περίπτωση που μεταβιβάζεται απαίτηση από εξυπηρετούμενο δάνειο ή πίστωση, για την εξυπηρέτηση του οποίου έχει συμφωνηθεί κυμαινόμενο επιτόκιο, ο εκδοχέας δεν επιτρέπεται να προσδιορίσει περιθώριο, επιπλέον του επιτοκίου αναφοράς, υψηλότερο εκείνου που είχε προσδιορίσει το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά το χρόνο καταχώρισης της μεταβίβασης, εκτός εάν οι όροι που περιλαμβάνονται ή ενσωματώνονται στη δανειακή σύμβαση, προσδιορίζουν με ακρίβεια συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια για τη μεταβολή του περιθωρίου (άρθρο 3 § 7 του Ν. 4354/2015).

Σύμβαση Ανάθεσης της Διαχείρισης

Η ανάθεση της διαχείρισης απαιτήσεων από εταιρείες απόκτησης σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων καθίσταται υποχρεωτική από τον νόμο (άρθρο 1 § 1 γ’ του Ν. 4354/2015).

Στις ΕΔΑΔΠ δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης §του άρθρου 2 § 5  περ. δ΄του ν. 4261/2014 (άρθρο 2 § 1 του Ν. 4354/2015).

Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα (άρθρο 2 § 2 του Ν. 4354/2015):

  • Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης.
  • Τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871- 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ΄` αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της § 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013.
  • Την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να κοινοποιείται αντίγραφο της συμβάσεως στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός δέκα (10) ημερών από την υπογραφή της (άρθρο 2 § 2 του Ν. 4354/2015).

Αναγγελία και Διατυπώσεις Δημοσιότητας

Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α`) και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Eπιτρέπεται η μεταβίβαση περαιτέρω απαιτήσεων στην εκδότρια και η προσθήκη αυτών σε εκείνες οι οποίες ήδη χρησιμοποιούνται για την εξασφάληση των απαιτήσεων που σχετίζονται με την τιτλοποίηση, εφόσoν η μεταβίβαση δεν επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου (άρθρο 10 § 8 του Ν. 3156/2003).

Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α` 220). Τυχόν συμφωνίες μεταξύ μεταβιβάζοντας πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και δανειοληπτών περί ανεκχώρητου των μεταξύ τους απαιτήσεων δεν αντιτάσσονται στον εκδοχέα. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντας πιστωτικού ιδρύματος. Ο εκχωρητής θεωρείται αντίκλητος του εκδοχέα για οποιαδήποτε κοινοποίηση σχετίζεται με τη μεταβιβασθείσα απαίτηση. Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, οι Εταιρείες Διαχείρισης της περίπτωσης α΄` της § 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποχρεούνται να αποδίδουν την εισφορά του άρθρου 1 του ν. 128/1975 (Α` 178), που βαρύνει τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων εφαρμοζομένων των διατάξεων του ως άνω νόμου και των κατ`εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων (άρθρο 2 § 3 του Ν. 4354/2015).

Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν όμως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η  μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να oρίζoνται και οι απαιτήσεις στις οποίες αφορά η μεταβίβαση (άρθρο 10 § 9 του Ν. 3156/2003).

Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο  άρθρο 3 § 8 του ν. 2844/2000,. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση λόγω πώλησης. Καταβολή προς την εταιρεία ειδικού σκοπού πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού (άρθρο 10 § 10 του Ν. 3156/2003).

Η ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή  σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο της έδρας του μεταβιβάζοντος (άρθρο 3 του ν. 2844/2000) όπως ορίζεται στο άρθρο 10 § 16 του Ν. 3156/2003

Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1. Καταβολή προς το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον δανειολήπτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου (άρθρο 2 § 4 του Ν. 4354/2015).

Διαχείριση των Απαιτήσεων

Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσoν ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα.  Δέον να ειπωθεί πως εάν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα: Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή (άρθρο 10 § 14 του Ν. 3156/2003).

Ο διαχειριστής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υποχρεούται να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξή τους, το προϊόν των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, υποχρεωτικώς σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικά σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο. Στην κατάθεση πρέπει να  γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Κάθε εμπράγματη ασφάλεια που παρέχεται για λογαριασμό των ομολογιούχων, τα κεφάλαια, που εισπράττει ο διαχειριστής για λογαριασμό τους ή οι κινητές αξίες που κατατίθενται σε αυτόν, δεν υπόκεινται σε κατάσχεση, συμψηφισμό ή άλλου είδους δέσμευση από τον ίδιο ή τους δανειστές του ούτε περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του (άρθρο 10 § 15 του Ν. 3156/2003).

Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεών που μεταβιβάζονται και οι αποδόσεις της κατάθεσης διατίθενται για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών, κατά- κεφάλαιο, -τόκους, έξοδα, φόρους και πάσης φύσεως δαπάνες, καθώς και των λειτουργικών δαπανών της εταιρείας ειδικού σκοπού και των απαιτήσεων κατ΄ αυτής, όπως ορίζεται στους όρους του ομολογιακού δανείου και του προγράμματος (άρθρο 10 § 17 του Ν. 3156/2003).

Οι ΕΔΑΔΠ νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄` 246). Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης (άρθρο 2 § 4 του Ν. 4354/2015).

Οι ΕΔΑΔΠ δύνανται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, να προσλαμβάνουν Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών για ληξιπρόθεσμες οφειλές, που λειτουργούν σύμφωνα με το ν. 3758/2009, ή αντίστοιχου σκοπού εταιρείες, που λειτουργούν σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. ή κράτος του ΕΟΧ. Οι Εταιρείες του παρόντος νόμου κατά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οφείλουν να ακολουθούν τις ρυθμίσεις του ν. 3758/ 2009, σύμφωνα με τη διάταξη  του άρθρου 1 § 22 του παρόντος και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος. Οι διατάξεις των άρθρων 4, 5, 6 § 2 και 3, 8 και 10 αντίστοιχα του ν. 3758/2009 (Α΄` 68) εφαρμόζονται και στις εταιρείες του άρθρου 1 παράγραφος 1 περίπτωση α΄` του παρόντος (άρθρο 2 § 5 του Ν. 4354/2015).

Προστασία Προσωπικών Δεδομένων

Οι Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων εισήχθησαν με διάταξη νόμου, με την οποία θεσπίστηκε το πλαίσιο για τη νόμιμη δράση τους, την αδειοδότησή τους από την ΤτΕ, τον ρόλο, τις αρμοδιότητές τους, όταν ενεργούν για λογαριασμό των τραπεζών ή για λογαριασμό Εταιρειών Απόκτησης Απαιτήσεων (Απόφαση υπ’ αρ. 17/2019 της ΑΠΔΠΧ).

Η διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα μπορεί να ανατεθεί μόνο σε Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων από ∆άνεια και Πιστώσεις (εφεξής Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων ή Ε∆Α), οι οποίες αδειοδοτούνται και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Σε περίπτωση δε μεταβίβασης αυτών των απαιτήσεων, η αποκτώσα εταιρεία (αν δεν είναι αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα) πρέπει υποχρεωτικά να έχει συμβληθεί με Εταιρεία ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων, στην οποία θα αναθέσει τη διαχείριση αυτών (βλ. άρθρο 1 § 1 α΄, β΄ και γ΄ ν. 4354/2015).

Περαιτέρω, οι Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων δύνανται να λαμβάνουν άδεια από την ΤτΕ και για να χορηγούν νέα δάνεια ή/και πιστώσεις σε δανειολήπτες, των οποίων δάνεια ή πιστώσεις διαχειρίζονται, με αποκλειστικό σκοπό την αναχρηματοδότηση των δανείων τους ή την αναδιάρθρωση της δανειολήπτριας επιχείρησης. Τα νέα δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις και διέπονται από το Ελληνικό ∆ίκαιο (άρθρο 1 § 20 του ως άνω νόμου). Οι Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων θεωρούνται σε κάθε περίπτωση δανειστές και προμηθεύτριες, κατά την έννοια του νόμου περί Προστασίας Καταναλωτή, και πρέπει να τηρούν τον Κώδικα ∆εοντολογίας των Τραπεζών, τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και όλες τις σχετικές με χορηγούμενα από πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα δάνεια και πιστώσεις αποφάσεις της ΤτΕ και να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες (άρθρο 1 § 22 του ως άνω νόμου). Επιπλέον, οι  Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων λογίζονται ως χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, κατά την έννοια του άρθρου 4 § 3 ν. 3691/2008 (Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις) και ως υπόχρεα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 του ιδίου νόμου, εποπτεύονται δε από την ΤτΕ (άρθρο 1 § 25 ν. 4354/2015).

Από τις διατάξεις του νόμου αυτού σε συνδυασμό με την Π∆ΤΕ 118/19-05-2017 (αντικατέστησε την ΠΕΕ 95/27.5.2016) (ΦΕΚ Β΄ 1764/22-05-2017) ορίσθηκε το πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του ν. 4354/2015 -, προκύπτει ότι οι Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων αποτελούν νομικά πρόσωπα ειδικού σκοπού, τα οποία υποχρεούνται να διαθέτουν συγκεκριμένη οργανωτική δομή και καταγεγραμμένες διαδικασίες για την άσκηση της δραστηριότητάς τους (βλ. και Απόφαση 87/2017 της Αρχής). Μάλιστα, οι συγκεκριμένες Εταιρείες έχουν δυνατότητα αναχρηματοδότησης απαιτήσεων στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης του δανείου ή της πίστωσης. Επομένως, η διαχείριση απαιτήσεων από τις ΕΔΑΔΠ ταυτίζεται, καταρχάς, με την αντίστοιχη διαχείριση που θα πραγματοποιούσε ένα πιστωτικό ίδρυμα, περιορίζεται, ωστόσο, στις πράξεις διαχείρισης, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί εκ των προτέρων στη «σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων». Συγκεκριμένα, οι Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων επιτρέπεται να αναλαμβάνουν, για λογαριασμό της αναθέτουσας τράπεζας, τη νομική και λογιστική παρακολούθηση της απαίτησης μέχρι την ολική ή μερική εξόφληση της οφειλής. Για το σκοπό αυτό, οι Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων νομιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, να υπογράφουν αντ’ αυτής εξοφλητικές αποδείξεις και συμβάσεις διακανονισμού της οφειλής και εν γένει να δεσμεύουν την αναθέτουσα τράπεζα έναντι τρίτων, να ασκούν ένδικα βοηθήματα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη νομική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, καθώς και να προσλαμβάνουν Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών που λειτουργούν σύμφωνα με το ν. 3758/2009 (Απόφαση υπ’ αρ. 23/2018 της ΑΠΔΠΧ).

Οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων δύνανται να ενεργούν για λογαριασμό μίας Εταιρείας Απόκτησης Απαιτήσεων, η οποία είναι δικαιούχος των υπό διαχείριση απαιτήσεων και δεν υπόκειται η ίδια σε εποπτεία στην Ελλάδα, εφόσον μπορεί να βρίσκεται εγκατεστημένη οπουδήποτε στον κόσμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις θεωρούνται τραπεζικές, οι δε αρχικώς χορηγήσασες τράπεζες αποξενούνται πλήρως από τα δάνεια και τις πιστώσεις αυτές και οι Εταιρείες ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων, θα πρέπει να είναι αποκλειστικά και μόνες αρμόδιες για την ενημέρωση του αρχείου ΣΑΥ και ΣΣΧ της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ αναφορικά με την τύχη των διαχειριζόμενων δανείων και πιστώσεων.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων έχουν την ιδιότητα:

  • Του εκτελούντος επεξεργασία για λογαριασμό εποπτευόμενων από την ΤτΕ πιστωτικών ιδρυμάτων για τον σκοπό της διαχείρισης των απαιτήσεών τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις, που εκτελούν τη σχετική επεξεργασία στα πλαίσια έννομης υποχρέωσης, που απορρέει από τον Ν. 4354/2015, δεν καθίστανται αυτοτελώς υπεύθυνες επεξεργασίας, καθώς οι σχετικές έννομες υποχρεώσεις ταυτίζονται με τις έννομες υποχρεώσεις που έχουν και τα πιστωτικά ιδρύματα (π.χ. Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών ή Ν. 4557/2018). Μόνο κατ’ εξαίρεση και εφόσον προκύπτουν αυτοτελείς έννομες υποχρεώσεις για τις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων, αυτές θα λειτουργούν ως αυτοτελώς υπεύθυνες επεξεργασίας.
  • Της αυτοτελώς υπεύθυνης επεξεργασίας αναφορικά με την διαχείριση απαιτήσεων (μη εποπτευόμενων από την ΤτΕ) εταιρειών απόκτησης απαιτήσεων για τον γενικό σκοπό της διαχείρισης των απαιτήσεών τους σύμφωνα με τον Ν. 4354/2015 σε όσες δραστηριότητες επεξεργασίας έχουν ως νομική βάση έννομες υποχρεώσεις τους από το ισχύον νομικό πλαίσιο (Ν. 3156/2003 και 4354/2015) ή το δημόσιο συμφέρον, που και πάλι προκύπτει από το ισχύον νομικό πλαίσιο. Τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάγονται στην έννοια του joint controllership, αφού η τήρηση του νόμου από τις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων δεν αφήνει περιθώρια συνδιαμόρφωσης με τις Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων των σκοπών / μέσων επεξεργασίας.

Συνοψίζοντας και έχοντας υπόψη και την σχετική Γνωμοδότηση υπ’ αρ. 1/2010 του Art29WP, η ιδιότητα των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων ως υπεύθυνων / εκτελούντων επεξεργασία θα πρέπει να κρίνεται ανά περίπτωση με βάση τις νομικές και πραγματικές περιστάσεις κάθε δραστηριότητας επεξεργασίας. Αυτό συνεπάγεται πως μία Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων δύναται σε μία συμβατική σχέση με τρίτο δικαιούχο απαιτήσεων να συγκεντρώνει και τις δύο ιδιότητες της υπεύθυνης / εκτελούσας επεξεργασίας για επιμέρους δραστηριότητες επεξεργασίας και είναι ζήτημα νομικής ερμηνείας σε ποια δραστηριότητα επεξεργασίας θα συντρέχει η κάθε μία από αυτές.

Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων οφειλετών κατά το μέτρο που είναι αναγκαία για τους σκοπούς τιτλοποίησης απαιτήσεων κατά το νόμο αυτόν γίνεται σύμφωνα με το ν. 2472/1997 και δεν προϋποθέτει προηγούμενη άδεια της Αρχής του Ν. 2472/1997 ή συναίνεση του οφειλέτη (άρθρο 10 § 21 του Ν. 3156/2003). Η κοινολόγηση προσωπικών δεδομένων με διαβίβαση, διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση αποτελεί επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 4 περ. 2 του ΓΚΠΔ).

Ο μεταβιβάζων έχει το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να δίνει προς την εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις κάθε στοιχείο ή δεδομένο σχετικό με τις απαιτήσεις και τους αντίστοιχους οφειλέτες. Το ίδιο ισχύει και για την εταιρεία ειδικού σκοπού έναντι των ομολογιούχων ή των εκπροσώπων τους, καθώς και των προσώπων που μετέχουν στις διαδικασίες που προβλέπονται από το νόμο αυτόν (άρθρο 10 § 22 του Ν. 3156/2003). Ως εκ τούτου, η διαβίβαση των στοιχείων οφειλετών από τον εκχωρητή χρηματοπιστωτικό οργανισμό είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσής του που επιβάλλεται από νόμο. Επιπλέον, η ιδιότητα της αποκτώσας εταιρείας ως εταιρείας ειδικού σκοπού θεμελιώνει στο πρόσωπό της τη συνδρομή υπερέχοντος εννόμου συμφέροντος για τη διαβίβαση των στοιχείων των οφειλετών. Ειδικότερα, επιπλέον τηρούνται και οι προαναφερόμενοι όροι και προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 5 § 2 περ. ε΄ του ν. 2472/1997, ήτοι διαβίβαση απολύτως αναγκαία για την επιδίωξη και είσπραξη των σχετικών απαιτήσεων, απαράλλακτα, όπως ήταν αναγκαία και στην αρχική δικαιούχο των απαιτήσεων αυτών τράπεζα, η οποία υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των οφειλετών χωρίς να θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες τους, εφόσον η επεξεργασία γίνεται στο πλαίσιο του ν. 3156/2003 από περιορισμένο κύκλο αποδεκτών. Αυτονόητο είναι ότι η διαβίβαση πρέπει να περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία στοιχεία για το σκοπό της τιτλοποίησης (απόφαση υπ’ αρ. 71/2018 της ΑΠΔΠΧ).

Το άρθρο 13 του ΓΚΠΔ προβλέπει ότι: «Όταν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υποκείμενο των δεδομένων συλλέγονται από το υποκείμενο των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τη λήψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων όλες τις ακόλουθες πληροφορίες: […] ε) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εάν υπάρχουν».

Για την κοινοποίηση προσωπικών δεδομένων σε τρίτους αποδέκτες το υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων πρέπει να ενημερώνεται, όταν τα προσωπικά δεδομένα κοινολογούνται για πρώτη φορά στον αποδέκτη (σκέψη 61 εδ. 2 του ΓΚΠΔ). Οι σχετικές πληροφορίες παρέχονται γραπτώς ή με άλλα μέσα, μεταξύ άλλων, εφόσον ενδείκνυται, ηλεκτρονικά (άρθρο 12 § 1 εδ. 2 του ΓΚΠΔ)

Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής (άρθρο 10 § 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 § 9 του ν. 3156/2003). Περαιτέρω, ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 10 § 8 του ν. 3156/2003. Συνεπώς, η ως άνω εγγραφή της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο συνιστά κατά το άρθρο 10 § 10 του ν. 3156/2003 αναγγελία της σύμβασης εκχώρησης προς τον οφειλέτη μη απαιτούμενης έγγραφης αναγγελίας της εκχώρησης από την μεταβιβάζουσα εταιρεία ή την εταιρεία ειδικού σκοπού προς τον οφειλέτη (έτσι και η απόφαση 2391/2011 ΜΠΡ ΑΘ).

Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι οι ειδικότερες διατάξεις για την τιτλοποίηση απαιτήσεων ορίζουν ότι αρκεί και ισχύει ως αναγγελία (ενημέρωση) η καταχώριση της σχετικής σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο (βλ. Ετήσια Έκθεση 2014, 3.6.2. Τιτλοποίηση απαίτησης τραπεζών), πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν απαιτείται στην περίπτωση αυτή σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις και άλλου είδους προηγούμενη ατομική ενημέρωση. Συνιστάται, πάντως, κατά τον χρόνο της συλλογής των δεδομένων ο υπεύθυνος επεξεργασίας που προχωρεί σε τιτλοποίηση της απαίτησής του, δηλαδή η τράπεζα ή άλλος χρηματοπιστωτικός οργανισμός, να περιλαμβάνει στο περιεχόμενο της ενημέρωσης, στην οποία προβαίνει, κατά το άρθρο 11 § 1 του ν. 2472/1997, ως κατηγορία αποδεκτών, τις εταιρείες ειδικού σκοπού για την περίπτωση τιτλοποίησης απαιτήσεων και, πάντως, το αργότερο μετά την τιτλοποίηση της απαίτησης ο ανωτέρω υπεύθυνος επεξεργασίας ή η εταιρεία ειδικού σκοπού πρέπει να ενημερώνει σχετικά ατομικώς τον οφειλέτη (π.χ. με την αποστολή του σχετικού λογαριασμού του). Και τούτο διότι, από τη συστηματική ερμηνεία των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι οι ειδικότερες διατάξεις για την τιτλοποίηση απαιτήσεων αίρουν την υποχρέωση ενημέρωσης του άρθρου 11 § 3 ν. 2472/1997 μόνο κατά το αναγκαίο για να εφαρμοστούν περιεχόμενό τους και όχι την ίδια την υποχρέωση ενημέρωσης (βλ. και ΜΠΑ 2828/2014). Τούτο είναι σύμφωνο και με την υποχρέωση ενημέρωσης, όπως αυτή προβλέπεται πλέον και με τον ΓΚΠΔ (βλ. άρθρα 12, 13 και 14).

Για περιπτώσεις μεγάλου αριθμού υποκειμένων, ίσου ή υπέρτερου των χιλίων, (βλ. αποφάσεις υπ’ αρ. 408/1998, 1/1999 και 24/2004 της ΑΠΔΠΧ) η εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσης ενημέρωσης δύναται να λαμβάνει χώρα δια του Τύπου κατόπιν έγκρισης της ΑΠΔΠΧ.