Η Νομιμότητα της Ψηφιακής Μεταπώλησης «Μεταχειρισμένων» Προγραμμάτων Ηλεκτρονικού Υπολογιστή στην Ελληνική Νομοθεσία

Η Ισχύουσα Νομοθεσία περί Ανάλωσης του Δικαιώματος Διανομής

Οι πνευματικοί δημιουργοί, με τη δημιουργία ενός έργου διανοίας, αποκτούν πάνω σ’ αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει, ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και το δικαίωμα της προστασίας του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα) (βλ. άρθρο 1 § 1 του Ν. 2121/1993).

Το περιουσιακό δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας δίνει στους δικαιούχους, μεταξύ άλλων, την εξουσία (δικαίωμα), όσον αφορά το πρωτότυπο ή τα αντίτυπα (αντίγραφα) των έργων τους, να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή με άλλους τρόπους (βλ. άρθρο 3 § 1 δ’ του Ν. 2121/1993).

Το δικαίωμα διανομής εντός της Κοινότητας αναλώνεται μόνο εάν η πρώτη πώληση ή η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πρώτη μεταβίβαση της κυριότητας του πρωτοτύπου ή των αντιτύπων εντός της Κοινότητας πραγματοποιείται από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του (βλ. άρθρο 3 § 1 δ’ του Ν. 2121/1993).

Τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και το προπαρασκευαστικό υλικό του σχεδιασμού τους θεωρούνται ως έργα λόγου προστατευόμενα κατά τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Η προστασία παρέχεται σε κάθε μορφή έκφρασης ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιδέες και οι αρχές στις οποίες βασίζεται οποιοδήποτε στοιχείο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, περιλαμβανομένων και εκείνων στις οποίες βασίζονται τα συστήματα διασύνδεσής του, δεν προστατεύονται κατά τον Ν. 2121/1993. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή θεωρείται πρωτότυπο εφόσον είναι προσωπικό πνευματικό δημιούργημα του δημιουργού του (βλ. άρθρο 2 του Ν. 2121/1993, που ενσωματώνει το άρθρο 1 § 3 της Οδηγίας 2009/24/ΕΚ στην Ελληνική νομοθεσία).

Η πρώτη πώληση αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα από το δημιουργό ή με τη συγκατάθεσή του εξαντλεί το δικαίωμα διανομής του αντιτύπου αυτού μέσα στην Κοινότητα με εξαίρεση του δικαιώματος ελέγχου των μεταγενέστερων εκμισθώσεων του προγράμματος ή ενός αντιγράφου του (βλ. άρθρο 41 του Ν. 2121/1993, που ενσωματώνει το άρθρο 4 § 1 της Οδηγίας 2009/24/ΕΚ στην Ελληνική νομοθεσία).

Με βάση τον παραπάνω κανόνα δικαίου η πρώτη πώληση του πρωτοτύπου του έργου ή των αντιγράφων του από τον φορέα του δικαιώματος ή με τη συναίνεσή του εντός της ΕΕ επιφέρει ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησής τους στην Κοινότητα. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να αναλώνεται όταν το πρωτότυπο ή τα αντίγραφά του πωλούνται από το δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του εκτός Κοινότητας (βλ. σκέψη 28 της Οδηγίας 2009/24/ΕΚ).

Η Νομολογία του ΔικΕΕ για το Ζήτημα της Ανάλωσης του Δικαιώματος Διανομής

Το 2012 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔικΕΕ») επί της υπόθεσης UsedSoft (βλ. ΔικΕΕ, Απόφαση της 3.7.2012, Υπόθεση C-128/11, UsedSoft, ECLI:EU:C:2012:407), στα πλαίσια της οποίας το ΔικΕΕ έκρινε τα εξής:

  • Η μεταβίβαση από τον δικαιούχο ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή στον πελάτη, σε συνδυασμό με τη σύναψη, μεταξύ των ίδιων μερών, σύμβασης για την παραχώρηση άδειας χρήσης του, συνιστά «πρώτη πώληση ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή» κατά την έννοια του άρθρου 4 § 2 της Οδηγίας 2009/24/ΕΚ (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. UsedSoft, § 48).
  • Η ανάλωση του δικαιώματος διανομής αφορά τόσο τα υλικά όσο και τα άυλα αντίγραφα ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, επομένως δε και τα αντίγραφα προγραμμάτων τα οποία, στο πλαίσιο της πρώτης πωλήσεώς τους, μεταφορτώθηκαν από το Διαδίκτυο στον υπολογιστή του πρώτου αγοραστή τους (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. UsedSoft, § 59).
  • Η ανάλωση του δικαιώματος διανομής επέρχεται και στην περίπτωση αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, στο οποίο ο δικαιούχος, μετά την πώληση, επιφέρει διορθώσεις και βελτιώσεις μέσω ενημερώσεων (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. UsedSoft, § 68).
  • Ο αρχικός αγοραστής που μεταπωλεί είτε υλικό είτε άυλο αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, σε σχέση με το οποίο το δικαίωμα διανομής που είχε ο δικαιούχος αναλώθηκε, οφείλει να διασφαλίσει ότι το δικό του αντίγραφο είναι κατά τη στιγμή της μεταπωλήσεώς του αδύνατο να χρησιμοποιηθεί (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. UsedSoft, § 70).
  • Για το έγκυρό της ανάλωσης του δικαιώματος διανομής ο δικαιούχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή πρέπει να έχει εξασφαλίσει αμοιβή αντίστοιχη προς την οικονομική αξία του αντιγράφου του έργου (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. UsedSoft, § 72 και 88).
  • Για το έγκυρό της ανάλωσης του δικαιώματος διανομής ο αρχικός αγοραστής πρέπει να έχει εξασφαλίσει από τον δικαιούχο χρονικώς απεριόριστο δικαίωμα χρήσης του εν λόγω αντιγράφου (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. UsedSoft, § 72 και 88).
  • Ο δεύτερος αγοραστής της άδειας προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπως και κάθε μεταγενέστερος αγοραστής της, μπορούν να επικαλεστούν ανάλωση του δικαιώματος διανομής και, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν πρόσωπα που νομίμως απέκτησαν αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. UsedSoft, § 77).
  • Η ανάλωση του δικαιώματος διανομής λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη συμβατικών ρητρών που απαγορεύουν περαιτέρω μεταβίβαση (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. UsedSoft, § 88).

Το 2016 το ΔικΕΕ εξέδωσε νέα απόφαση υπέρ της ανάλωσης του δικαιώματος διανομής αντιγράφων προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών εντός της ΕΕ, επαναλαμβάνοντας την υπαγωγή της στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές της υπόθεσης UsedSoft. Στην εν λόγω υπόθεση Aleksandrs Ranks and Jurijs Vasiļevičs vs. Finanšu un ekonomisko noziegumu izmeklēšanas prokoratūra and Microsoft Corp (βλ. ΔικΕΕ, απόφαση της 12 Οκτωβρίου 2016, υπόθεση C-166/15, Aleksandrs Ranks and Jurijs Vasiļevičs vs. Finanšu un ekonomisko noziegumu izmeklēšanas prokoratūra and Microsoft Corp., ECLI:EU:C:2016:76), το ΔικΕΕ έκρινε περαιτέρω τα εξής:

  • Ο αρχικός αγοραστής του ενσωματωμένου σε πρωτότυπο υλικό φορέα αντιγράφου προγράμματος θα πρέπει να διαθέτει άδεια απεριόριστης χρήσης του προγράμματος αυτού και να αχρηστεύσει οποιοδήποτε αντίγραφο του εν λόγω προγράμματος εξακολουθεί να έχει στην κατοχή του κατά τον χρόνο μεταπωλήσεως του αντιγράφου (βλ. ΔικΕΕ, υποθ. Ranks and Vasiļevičs vs. Finanšu un ekonomisko, § 39).
  • Η αντιγραφή προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή επί μη πρωτότυπου υλικού φορέα, το δικαίωμα διανομής στο οποίο έχει αναλωθεί, επιτρέπεται δυνάμει των προβλεπόμενων από το άρθρο 5 § 1-2, της Οδηγίας 2009/24/ΕΚ εξαιρέσεων από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής (βλ. ΔικΕΕ, υποθ. Ranks and Vasiļevičs vs. Finanšu un ekonomisko, § 39).
  • Απόκειται στον αποκτήσαντα την άδεια απεριόριστης χρήσης του αντιγράφου μεταχειρισμένου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ο οποίος, επικαλούμενος τον κανόνα της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής, μεταφορτώνει αντίγραφο του εν λόγω προγράμματος στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του από τον ιστότοπο του δικαιούχου να αποδείξει, με οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ότι απέκτησε νομίμως την εν λόγω άδεια (βλ. ΔικΕΕ, υποθ. Ranks and Vasiļevičs vs. Finanšu un ekonomisko, § 56).

Διαφορετική νομολογιακή προσέγγιση επιφύλαξε το ΔικΕΕ ως προς την ανάλωση του δικαιώματος διανομής στο ψηφιακό περιεχόμενο των ηλεκτρονικών βιβλίων (e-books). Σε απόφασή του στην υπόθεση Τom Kabinet (βλ. ΔικΕΕ, απόφαση της 19.12.2019, υπόθεση C-263/18, Τom Kabinet, ECLI:EU:C:2019:1111), το ΔικΕΕ έκρινε η παροχή στο κοινό μέσω μεταφορτώσεως, για μόνιμη χρήση, ενός ηλεκτρονικού βιβλίου δεν καλύπτεται από την έννοια της διανομής αλλά της «παρουσίασης στο κοινό» και, ειδικότερα, από το δικαίωμα των δημιουργών «να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος» (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. Tom Kabinet § 72).

Το ΔικΕΕ στήριξε τη διαφορετική μεταχείριση των ηλεκτρονικών βιβλίων και των προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή στο γεγονός ότι «ένα ηλεκτρονικό βιβλίο δεν αποτελεί πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, οπότε δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή του οι ειδικές διατάξεις της οδηγίας 2009/24/ΕΚ» (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. Tom Kabinet § 54). Συγκεκριμένα, έκρινε ότι η Οδηγία 2009/24/ΕΚ, που αφορά ειδικώς την προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών, συνιστά lex specialis σε σχέση με την Οδηγία 2001/29. Περαιτέρω, ότι από τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2009/24/ΕΚ προκύπτει σαφώς η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να εξομοιώσει, στο πλαίσιο της παρεχόμενης από την οδηγία 2009/24/ΕΚ προστασίας, τα υλικά και τα άυλα αντίγραφα των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, με αποτέλεσμα η ανάλωση του δικαιώματος διανομής που προβλέπει το άρθρο 4 § 2 της Οδηγίας 2009/24/ΕΚ να αφορά το σύνολο των αντιγράφων αυτών (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. Tom Kabinet § 55).

Αντιθέτως, σύμφωνα με το ΔικΕΕ βούληση του νομοθέτη της Ένωσης κατά τη θέσπιση της οδηγίας 2001/29/ΕΚ δεν ήταν μια τέτοιου είδους εξομοίωση των υλικών και άυλων αντιγράφων των έργων που προστατεύονται βάσει των σχετικών διατάξεων της Οδηγίας αυτής, στην οποία προκύπτει η βούληση σαφούς διακρίσεως μεταξύ της ηλεκτρονικής διανομής και της υλικής διανομής προστατευόμενων περιεχομένων (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. Tom Kabinet § 56).

Στα πλαίσια αυτά, το ΔικΕΕ μνημόνευσε την κοινή δήλωση των συμβαλλόμενων κρατών κατά τη διπλωματική διάσκεψη της 20ής Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με τη Συνθήκη του ΠΟΔΙ για την πνευματική ιδιοκτησία, σύμφωνα με την οποία «(ο)ι εκφράσεις “αντίτυπα” και “πρωτότυπα και αντίτυπα” σε σχέση με το δικαίωμα διανομής και το δικαίωμα εκμίσθωσης που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα αναφέρονται αποκλειστικά στα υλικά ενσωματωμένα αντίτυπα τα οποία μπορούν να τεθούν σε κυκλοφορία ως ενσώματα αντικείμενα» (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. Tom Kabinet § 7).

Τέλος, στην υπόθεση Tom Kabinet το ΔικΕΕ ολοκλήρωσε την αιτιολόγηση της κρίσης του στη βάση ότι τα άυλα ψηφιακά αντίγραφα βιβλίων, σε αντίθεση με τα βιβλία σε υλικό φορέα, δεν φθείρονται με τη χρήση, οπότε τα μεταχειρισμένα αντίγραφα υποκαθιστούν πλήρως τα καινούργια αντίγραφα. Επιπλέον, ότι οι ανταλλαγές των αντιγράφων αυτών δεν απαιτούν ούτε προσπάθεια ούτε πρόσθετα έξοδα, οπότε μια παράλληλη αγορά μεταχειρισμένων έργων ενδέχεται να θίγει το συμφέρον των δικαιούχων να λαμβάνουν εύλογη αμοιβή για τα έργα τους κατά τρόπο πολύ σημαντικότερο απ’ ό,τι η αγορά για μεταχειρισμένα ενσώματα αντικείμενα, κατά παράβαση του σκοπού της καθιέρωσης υψηλού επιπέδου προστασίας υπέρ των δημιουργών και της διασφάλισης εύλογης αμοιβής για τη χρήση των έργων τους (βλ. σκέψεις 4, 9 και 10 της Οδηγίας) (βλ. ΔικΕΕ, υπόθ. Tom Kabinet § 58).

Νομική Αξιολόγηση της Αρχής της Ανάλωσης στην Ελληνική Έννομη Τάξη

Από την ισχύουσα νομοθεσία και νομολογία προκύπτει ότι θεμελιώνεται ανάλωση του δικαιώματος διανομής αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:

  • Το αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή έχει ήδη πωληθεί τουλάχιστον μία φορά εντός της ΕΕ από τον δικαιούχο ή από τρίτα μέρη (πχ. διανομείς) με τη συγκατάθεση αυτού.
  • Η πρώτη πώληση έλαβε χώρα δια αντιτίμου, που συνιστά εύλογη αμοιβή για τον δικαιούχο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή.
  • Κατά την πρώτη πώληση του αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ο δικαιούχος παρείχε στον αγοραστή άδεια χρήσης απεριόριστου χρόνου.
  • Από τον χρόνο της μεταπώλησης και έπειτα, ο αγοραστής καθιστά το αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, που έχει στην κατοχή του μη δυνάμενο να χρησιμοποιηθεί.

Περαιτέρω, από την ερμηνεία της νομοθεσίας και της νομολογίας, όπως εκτέθηκε παραπάνω, προκύπτει ότι προϋπόθεση για την νόμιμη κατοχή αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι η διαγραφή ή θέση σε κατάσταση μη δυνάμενη χρήσης των αντιγράφων αυτού τόσο από το δεύτερο όσο και από κάθε μεταγενέστερο αγοραστή στη σχετική αλυσίδα συναλλαγών.

Τέλος, το βάρος απόδειξης της ανάλωσης του δικαιώματος διανομής το φέρει ο δεύτερος καθώς και κάθε αγοραστής, που την επικαλείται, ως προς όλες τις προϋποθέσεις του, που αναφέρονται παραπάνω.

Συμπληρώνεται ότι σύμφωνα με την νομολογία του ΔικΕΕ τέτοια θεμελίωση της ανάλωσης του δικαιώματος διανομής δεν συντρέχει για άλλα προστατευόμενα έργα σε ψηφιακή μορφή πέραν των προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπως λόγου χάρη για ηλεκτρονικά βιβλία.

Σημεία Προσοχής για Ενδιαφερόμενες Επιχειρήσεις

Κάθε έμπορος, που ενδιαφέρεται να δραστηριοποιηθεί στην δευτερογενή αγορά πώλησης «μεταχειρισμένων» ψηφιακών αντιγράφων προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή πρέπει να διερευνά τα εξής:

  1. Ο δικαιούχος επί του μεταπωλούμενου προγράμματος λογισμικού έχει παράσχει άδεια χρήσης, που δεν περιορίζει την παραχώρηση περαιτέρω άδειας χρήσης, μολονότι περιοριστικοί όροι σε άδειες χρήσης, που καταστρατηγούν τον κανόνα της ανάλωσης, εισάγοντας άμεσους ή και έμμεσους περιορισμούς περαιτέρω διάθεσης λογισμικού, αναμένεται να κρίνονται ως καταχρηστικοί.
  2. Δεν υφίστανται υπηρεσίες, που συνοδεύουν το μεταπωλούμενο πρόγραμμα λογισμικού, οι οποίες τερματίζονται από τον δικαιούχο κατά την μεταπώληση, καθιστώντας αυτό άχρηστο ή υποβαθμίζοντας τη χρήση του, όπως λόγου χάρη υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους.
  3. Στη σύμβαση, που καταρτίζεται με τον αντισυμβαλλόμενο αρχικό -ή/και μεταγενέστερο- αγοραστή του μεταπωλούμενου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, Ο έμπορος διασφαλίζει συμβατικά τα εξής:
  • Ο αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη για το έγκυρο της ανάλωσης και την πλήρωση όλων των προϋποθέσεων αυτής.
  • Ο αντισυμβαλλόμενος διατηρεί τον έμπορο αζήμιο από οποιαδήποτε αξίωση τρίτων μερών σε σχέση με την καταφόρτωση και μεταπώληση από τον έμπορο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή.
  • Ο αντισυμβαλλόμενος δεσμεύεται να παράσχει πλήρη απόδειξη στον έμπορο περί της ανάλωσης του δικαιώματος διανομής ως προς όλες τις προϋποθέσεις του, όπως λόγου χάρη τη διαγραφή ή θέση σε κατάσταση μη δυνάμενη χρήσης των αντιγράφων αυτού από κάθε αγοραστή στη σχετική αλυσίδα συναλλαγών μέχρι το μεταπωλούμενο πρόγραμμα φτάσει στον έμπορο.