Η Δημοσίευση της «Λίστας Λαγκάρντ» στο HOT DOC : Νόμιμο Δικαίωμα ή Ποινικό Αδίκημα;

Το Σάββατο, 27 Οκτωβρίου 2012, εκδόθηκε από την Εισαγγελία Αθηνών ένταλμα σύλληψης του έγκριτου δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη, εκδότη του εβδομαδιαίου περιοδικού HOT DOC. Είχε προηγηθεί από το βράδυ της Παρασκευής η κυκλοφορία του περιοδικού, όπου δημοσιευόταν η φερόμενη ως “Λίστα Λαγκάρντ”. Αιτιολογία για την έκδοση του εντάλματος αποτέλεσε, σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα μεταδίδουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η τέλεση από τον εκδότη του πλημμελήματος της παράνομης πρόσβασης σε αρχείο προσωπικών δεδομένων και της δημοσιοποίησής του (άρθρο 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997). Το ποινικό αυτό αδίκημα επισύρει φυλάκιση και χρηματική ποινή. Το πρωί της Κυριακής ο δημοσιογράφος συνελήφθη με τη διαδικασία του αυτοφώρου στο σπίτι του παρουσία εισαγγελέα και, κατόπιν, οδηγήθηκε στο ακροατήριο.

Όλο το προηγούμενο διάστημα η αποκάλυψη της κωλυσιεργίας των αρμόδιων αρχών σε σχέση με τον χειρισμό της λεγόμενης “Λίστας Λαγκάρντ” είχε προκαλέσει σοβαρά ερωτήματα για το αν τελικά υπάρχει η πολιτική βούληση για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Η σύλληψη ενός από τους λίγους δημοσιογράφους της χώρας, που υπηρετούν την ερευνητική δημοσιογραφία, επειδή δημοσιοποίησε τη λίστα, είναι λοιπόν εύλογο να προκαλεί την κοινή γνώμη. Εντούτοις, ζητούμενο μεταξύ άλλων είναι και να δοθεί μία εμπεριστατωμένη απάντηση για το αν πράγματι παραβιάστηκε η σχετική νομοθεσία;

Η Στάθμιση των υπό Σύγκρουση Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

Τα δικαιώματα του πληροφορείν (άρθρο 14 του Συντ.) και του πληροφορείσθαι (άρθρο 5Α του Συντ.) είναι θεμελιώδη σε μία δημοκρατική κοινωνία. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν καθήκον να ενημερώνουν το κοινό για υποθέσεις και θέματα γενικού ενδιαφέροντος και αντίστοιχα το κοινό έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για τα ζητήματα αυτά. Εφόσον πρόκειται για πρόσωπα της δημόσιας ζωής ή θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, η ανάγκη ενημέρωσης του κοινού καθίσταται περισσότερο έντονη.

Έντούτοις, η δημοσιογραφία και η ενημέρωση του κοινού δεν είναι απεριόριστες αλλά οι δημοσιογράφοι οφείλουν να σέβονται τους περιορισμούς, που τίθενται από τον νόμο, και να μην θίγουν με παράνομο τρόπο την προσωπικότητα τρίτων (άρθρο 5 του Συντ.). Ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος στην προσωπικότητα είναι, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α του Συντ.). Στα πλαίσια αυτά η υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας κατά την άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος του πληροφορείν επιτάσσει στους δημοσιογράφους και, γενικώς, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων τρίτων προσώπων σύμφωνα με τους όρους που θέτει το σχετικό νομικό πλαίσιο (κατά βάση ο Ν. 2472/1997).

Η υπόθεση της δημοσίευσης της “Λίστας Λαγκάρντ” αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης του δικαιώματος για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Σ.) με τα δικαιώματα του πληροφορείν (άρθρο 14 του Συντ.) και του πληροφορείσθαι (άρθρο 5Α του Συντ.). Η στάθμιση μεταξύ των παραπάνω θεμελιωδών δικαιωμάτων γίνεται ανά περίπτωση (ad hoc) σύμφωνα με τις αρχές της πρακτικής αρμονίας και αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.) με τέτοιον τρόπο, ώστε τα προστατευόμενα αγαθά (αφενός η ελευθερία του Τύπου και το δικαίωμα στην πληροφόρηση και αφετέρου το δικαίωμα στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό) να διατηρούν την κανονιστική τους εμβέλεια.

Η εξασφάλιση της ελευθερίας του Τύπου δικαιολογεί λοιπόν παρεκκλίσεις από την προστασία των προσωπικών δεδομένων αλλά μόνο εντός των ορίων που καθορίζονται από την αρχή της αναλογικότητας (βλ. Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29, Σύσταση 1/97 σχετικά με τη νομοθεσία για την προστασία των δεδομένων και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης).

Η Δημοσίευση της “Λίστας Λαγκάρντ” στο Πεδίο Εφαρμογής του Ν. 2472/1997

Κάθε πληροφορία, που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο και μέσω αυτής είναι δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητάς του, αποτελεί προσωπικό δεδομένο. Η λίστα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό HOT DOC, περιείχε ονοματεπώνυμα και επαγγελματικές ιδιότητες φυσικών προσώπων, συνοδευόμενα από την πληροφορία ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν τραπεζικούς λογαριασμούς στην τράπεζα HSBC της Ελβετίας. Οι παραπάνω τρεις κατηγορίες δεδομένων αποτελούν προσωπικά δεδομένα, αφού τα πρόσωπα, που αφορούν, εξακριβώνονται από τα ονοματεπώνυμά τους.

Πέρα όμως από τα παραπάνω, για την εφαρμογή του Ν. 2472/1997 αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση είναι η συνδρομή δύο περαιτέρω προϋποθέσεων :

  • Να έλαβε χώρα επεξεργασία των προσωπικών αυτών δεδομένων.
  • Η επεξεργασία αυτή να είναι εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη ή, αν είναι μη αυτοματοποιημένη, τα δεδομένα να περιλαμβάνονται ή να πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο.

Ο ορισμός της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων στον νόμο είναι ιδιαίτερα ευρύς. Σύμφωνα με το άρθρο 2 δ’ Ν. 2472/1997 επεξεργασία αποτελεί, μεταξύ άλλων, η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή προσωπικών δεδομένων. Στην περίπτωση της δημοσιοποίησης της “Λίστας Λαγκάρντ” από το περιοδικό HOT DOC υπήρξε συλλογή, καταχώρηση και διάδοση των προσωπικών δεδομένων της λίστας.

Εντούτοις, για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997, η επεξεργασία αυτή πρέπει ακόμη να είναι εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη ή, αν είναι μη αυτοματοποιημένη, τα δεδομένα να περιλαμβάνονται ή να πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο (άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 2472/1997). Αρχείο θεωρείται κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια (άρθρο 2 ε’ Ν. 2472/1997).

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) η δημοσίευση προσωπικών δεδομένων σε περιοδικό θεωρείται μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (βλ. αποφάσεις 17 και 18/2008, 63/2010 της ΑΠΔΠΧ). Παρ’ όλα αυτά, έχει κριθεί ότι το ίδιο το περιοδικό ή εφημερίδα αποτελεί διαρθρωμένο αρχείο, γιατί συνιστά διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που καθίστανται προσιτά με την εφαρμογή συγκεκριμένων κριτηρίων, όπως π.χ. τίτλος, αρίθμηση και ημερομηνία του τεύχους του περιοδικού ή του σχετικού άρθρου (βλ. απόφαση 26/2007 της ΑΠΔΠΧ).

Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα ότι η δημοσίευση της “Λίστας Λαγκάρντ” στο περιοδικό HOT DOC εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997.

Το Επιτρεπτό της Δημοσίευσης Προσωπικών Δεδομένων Δημοσίων Προσώπων που Συμπεριλαμβάνονται στη “Λίστα Λαγκάρντ”

Πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί περαιτέρω αν η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που διεξήχθη με τη δημοσιοποίηση της “Λίστας Λαγκάρντ” από το περιοδικό HOT DOC είναι νόμιμη και δεν παραβιάζει τον Ν. 2472/1997.

Στα πλαίσια αυτά το άρθρο 5 παρ. 2 ε του Ν. 2472/1997 αφήνει περιθώρια για τη στάθμιση θεμελιωδών δικαιωμάτων, που αναφέρθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, ορίζοντας ότι επιτρέπεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και χωρίς την συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων (των προσώπων της λίστας) :

“(ό)ταν είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών.”

Το έννομο συμφέρον, που ικανοποίησε ο δημοσιογράφος με τη δημοσίευση της λίστας, είναι η ελευθερία της πληροφόρησης. Ήταν όμως απολύτως αναγκαία μία τέτοια ενέργεια, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Και υπερέχει προφανώς η ελευθερία της πληροφόρησης από το έννομο αγαθό του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού των προσώπων της λίστας;

Η φοροδιαφυγή έχει αναδειχθεί από την ίδια την κυβέρνηση και τους δανειστές της χώρας ως μία από τις αιτίες της κρίσης αλλά και ως ένα σοβαρό πρόβλημα, που πρέπει να επιλυθεί για την έξοδο από αυτή. Η κατάθεση μεγάλων χρηματικών ποσών σε τράπεζες του εξωτερικού αποτελεί έναν από τους πιο διαδεδομένους τρόπους φοροδιαφυγής και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος). Στην περίπτωση του HOT DOC η “Λίστα Λαγκάρντ” και ο χειρισμός της από τις αρμόδιες αρχές προκάλεσε έναν άνευ προηγουμένου δημόσιο διάλογο, που το τελευταίο διάστημα απασχολούσε τους πολίτες της χώρας και το Κοινοβούλιο. Ο κρατικός χειρισμός του θέματος μέσω των αλλεπάλληλων συγκαλύψεων έπληξε σοβαρά το κοινό περί δικαίου αίσθημα και την αξιοπιστία των θεσμών του κράτους. Υπόνοιες περί συγκαλύψεως και εκβιασμών με βάση τη λίστα ήταν καθημερινό φαινόμενο τόσο σε ιδιωτικές συζητήσεις όσο και δημοσίως. Είναι άλλωστε γνωστό ότι σε άλλες χώρες η εκμετάλλευση από τις αρμόδιες αρχές της ίδιας λίστας, γνωστή και ως “Λίστα Φαλτσιάνι”, απέφερε δις στα κρατικά ταμεία. Τέτοια εκμετάλλευση των δυνατοτήτων, που κόμιζε η λίστα, για να εισρεύσει χρήμα στα κρατικά ταμεία, ουδόλως υιοθετήθηκε από τους φέροντες δημόσια εξουσία.

Σε αυτά τα πλαίσια η δημοσίευση της λίστας αποτελεί μία ξεκάθαρη συνεισφορά του Τύπου σε έναν διάλογο δημοσίου ενδιαφέροντος για ένα θέμα, που έχει καταστεί κεντρικό στην κοινωνική ζωή.

Με δεδομένη μάλιστα την ολιγωρία των αρχών στο θέμα, η δημοσιοποίηση της λίστας καταπολέμησε την κρατική συγκάλυψη με το πυρηνικό όπλο της διάχυτης δια του τύπου δημοσιότητας. Επομένως, σε αυτές τις συνθήκες η δημοσίευση της λίστας κατέστη απολύτως αναγκαία για την πληροφόρηση του κοινού και για τη στηλίτευση των κακώς κείμενων της κρατικής εξουσίας.

Η λίστα περιείχε προσωπικά δεδομένα προσώπων, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ως δημόσια, δηλαδή πρόσωπα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή/και που διαχειρίζονται συμφέροντα τρίτων. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ για τα πρόσωπα αυτά δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού για πληροφόρηση προσωπικών τους δεδομένων κατά κανόνα θεμελιώνεται, εφόσον τηρείται η αναλογικότητα της έκθεσής τους σε σχέση με την αναγκαιότητα πληροφόρησης της κοινής γνώμης.

Με βάση τα παραπάνω η δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων, που εμπεριείχε η λίστα και αφορούσαν δημόσια πρόσωπα, είναι νόμιμη και η πράξη αυτή δε μπορεί να θεωρηθεί άδικη και ποινικά κολάσιμη.

Τα μη Δημόσια Πρόσωπα της Λίστας και ο Ρόλος του Τύπου ως “Δημόσιου Φρουρού” (Public Watchdog)

Στη λίστα περιλαμβάνονται και προσωπικά δεδομένα προσώπων, που δεν μπορούν να θεωρηθούν δημόσια. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ για τα πρόσωπα αυτά δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού για πληροφόρηση των προσωπικών τους δεδομένων κατά κανόνα δε θεμελιώνεται.

Εντούτοις, κατά τη γνώμη του γράφοντος η περίπτωση της δημοσίευσης της “Λίστας Λαγκάρντ” από το περιοδικό HOT DOC αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση, όπου ο Τύπος παίζει τον ρόλο του “δημόσιου φρουρού” της Δημοκρατίας (public watchdog function). Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ με τη δυνατότητά του να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα με τη δημοσιοποίηση και δημόσια κριτική τους ο Τύπος ελέγχει την εξουσία και έτσι λειτουργεί ως δημόσιος φρουρός μίας ελεύθερης δημοκρατικής κοινωνίας (βλ., ιδίως, απόφαση ΕΔΔΑ, υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας, 27.5.2004, Prager & Oberschlink κατά Αυστρίας, 26.4.1995).

Η φοροδιαφυγή έχει αναδειχθεί σε μείζον πρόβλημα στους καιρούς δριμείας κρίσης, που διάγουμε. Οι πιθανότητες τέλεσής της από καταθέτες του εξωτερικού είναι αυξημένες, αφού η εξαγωγή κεφαλαίων σε τράπεζες άλλων χωρών είναι ένας από τους βασικούς τρόπους φοροδιαφυγής. Την ίδια ώρα οι ελεγκτικοί μηχανισμοί ολιγωρούν και μεταθέτουν ευθύνες για τη μη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων, που δίνει η “Λίστα Λαγκάρντ” για την είσπραξη φόρων από τους έχοντες και κατέχοντες.

Εξάλλου στο άρθρο του περιοδικού HOT DOC, που συνόδευε το περιεχόμενο της λίστας, ο δημοσιογράφος επιτέλεσε επάξια το έργο του, ενημερώνοντας τον αναγνώστη ότι τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στη λίστα δεν συνεπάγεται ότι είναι φοροφυγάδες και ότι κάτι τέτοιο εναπόκειται να διακριβωθεί όχι από τους δημοσιογράφους αλλά από τη Δικαιοσύνη. Επιπρόσθετα, δεν δημοσίευσε τα διακινούμενα από κάθε πρόσωπο χρηματικά ποσά, που θα πρόσθεταν σοβαρότητα στην έκταση έκθεσης της ιδιωτικότητας αυτών και, επομένως, τήρησε αναλογικά κριτήρια για την ικανοποίηση της ελευθερίας της πληροφόρησης.

Γι’ αυτό, στην περίπτωση του HOT DOC η πληροφόρηση, τόσο με την έννοια του πληροφορείν όσο και του πληροφορείσθαι, θα πρέπει να θεωρηθεί ως έννομο συμφέρον υπέρτερο του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων των θιγόμενων, που περιλαμβάνονται στη λίστα αυτή, ακόμη και αν αυτοί δεν είναι δημόσια πρόσωπα. Και αυτό γιατί η δημοσίευση απλών προσωπικών δεδομένων και μη δημόσιων προσώπων (πχ. ονοματεπώνυμα) κρίνεται εν προκειμένω αναγκαία για την αποτροπή της συγκάλυψης και την πίεση προς τη δημόσια εξουσία να επιλύσει το πρόβλημα. Συνεπώς, δικαιολογείται και καθίσταται τελικώς μη άδικη και καταλογιστή, γιατί επιτελεί με τον καλύτερο τρόπο την λειτουργία του “δημόσιου φρουρού”.

Με αυτή τη δόκιμη επιχειρηματολογία θα μπορούσε να προσπελαστεί και ο νομικός σκόπελος του άρθρου 11 Ν. 2472/1997 και, επομένως, να μην τύχει στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογής η υποχρέωση του δημοσιογράφου για την ενημέρωση μη δημοσίων προσώπων ότι τα προσωπικά τους δεδομένα τυγχάνουν συλλογής (άρθρο 11 Ν. 2472/1997).

Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, η δημοσίευση της “Λίστας Λαγκάρντ” από το HOT DOC εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997 “για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” και ελέγχεται για τυχόν τέλεση του πλημμελήματος της παράνομης πρόσβασης σε αρχείο προσωπικών δεδομένων και της δημοσιοποίησής του (άρθρο 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997).

Εντούτοις, ο κατ’ αρχάς άδικος χαρακτήρας της δημοσίευσης τελικά αίρεται, γιατί η πράξη αυτή υπάγεται στην εξαίρεση του άρθρου 5 παρ. 2 ε του Ν. 2472/1997, όπως αυτό ερμηνεύεται από την ad hoc στάθμιση των υπό σύγκρουση θεμελιωδών δικαιωμάτων και τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης.

Συνεπώς, με τη δημοσίευση της λίστας από το περιοδικό από το HOT DOC ο εκδότης του Κώστας Βαξεβάνης δεν τέλεσε το ποινικό αδίκημα του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997. Οποιοδήποτε λοιπόν δικαστήριο, που θα αξιολογήσει επαρκώς τις κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της υπόθεσης μέσα από τα εργαλεία που παρέχει το νομικό μας σύστημα, θα πρέπει να τον αθωώσει.

Περισσότερα

Το Σύνταγμα

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

Ο Ν. 2472/1997 για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα