Bitcoin, Εναλλακτικά Νομίσματα & Δίκαιο

Ο όρος «bitcoin» αναφέρεται τόσο στο εικονικό νόμισμα «bitcoin» όσο και στο αποκεντρωμένο σύστημα ανταλλαγής νομισμάτων «bitcoin», το οποίο δίνει τη δυνατότητα για τη διεξαγωγή ομότιμων συναλλαγών χωρίς την ύπαρξη μεσαζόντων. Κλειδί για την διασφάλιση της εμπιστοσύνης εντός του συστήματος είναι μία ριζοσπαστική στη σύλληψή της τεχνολογία καταγραφής των διεξαγόμενων συναλλαγών σε έναν δημόσιο ηλεκτρονικό κατάλογο / βάση δεδομένων, που επίσης διατηρείται αποθηκευμένος αποκεντρωμένα στους κόμβους του συστήματος μέσω τεχνολογίας ομότιμων δικτύων [blockchain technology].

Το σύστημα του εικονικού νομίσματος «bitcoin» επιτρέπει την κατοχή και μεταφορά, ανωνύμως, ποσών εκπεφρασμένων σε «bitcoin» εντός του δικτύου από χρήστες που διαθέτουν διευθύνσεις «bitcoin». Η διεύθυνση «bitcoin» μπορεί να συγκριθεί με τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού (ΔικΕΕ, υπόθεση C‑264/14, σκέψη 11). Το εικονικό νόμισμα «bitcoin» χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για πληρωμές μεταξύ ιδιωτών στο Διαδίκτυο, καθώς και σε ορισμένα διαδικτυακά εμπορικά καταστήματα που δέχονται το συγκεκριμένο νόμισμα. Το «bitcoin» αποτελεί εικονικό νόμισμα δεν έχει έναν αποκλειστικά εκδότη, αλλά δημιουργείται εντός ενός δικτύου μέσω ειδικού αλγορίθμου (ΔικΕΕ, υπόθεση C‑264/14, σκέψη 11).

H ανταλλακτική αξία του «bitcoin» στηρίζεται σε έναν συνδυασμό : (α) τεχνολογικής καινοτομίας, που διασφαλίζει τον αποκεντρωμένο χαρακτήρα και την εμπιστοσύνη στις συναλλαγές, (β) τεχνητής σπάνης στον αριθμό των διαθέσιμων μονάδων «bitcoin», οι οποίες έχουν περιοριστεί από τον δημιουργό του συστήματος στα 24 εκατομμύρια, και (γ) ανάγκης για την διευκόλυνση των συναλλαγών πέρα από σύνορα, κρατική εποπτεία και εξαρτήσεις από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από τον συνδυασμό των παραπάνω παραγόντων προκύπτει πως το σύστημα ανταλλαγής νομισμάτων «bitcoin» διαθέτει μία σχετική δυναμική αύξησης της ανταλλακτικής αξίας των μονάδων του όσο πιο δημοφιλές γίνεται στις συναλλαγές [network effect].  Η αύξηση της χρήσης του «bitcoin» έχει δώσει ώθηση στη δημιουργία επιχειρήσεων, που παρέχουν υπηρεσίες αγοραπωλησίας μονάδων του εικονικού νομίσματος «bitcoin» έναντι κρατικά αναγνωρισμένων νομισμάτων, όπως η σουηδική κορόνα, ή το αντίστροφο. Σε αντίθεση με την πιο συνήθη άποψη και τη σύνδεσή του με το ελεύθερο λογισμικό, τα κοινά αγαθά και την ομότιμη κοινωνική [ανα]παραγωγή, η όλη δομή, αρχιτεκτονική και σχεδιασμός του «bitcoin» δεν έχουν αντισυστημικό χαρακτήρα αλλά προωθούν την λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της διάχυσης του εμπορεύματος, μολονότι με πιο αποκεντρωμένο τρόπο.

Σήμερα, το «bitcoin» και, γενικότερα, τα εναλλακτικά νομίσματα ουσιαστικά δεν ρυθμίζονται από τη σφαίρα του θετού δικαίου, τελούν όμως σε αβεβαιότητα ως προς την πρακτική μεταχείρισή τους από τις δημόσιες αρχές κάθε κράτους. Κατά κανόνα, κρατική ρύθμιση ενός πεδίου δραστηριότητας επιβάλλεται, εφόσον κρίνεται αναγκαία για την εξυπηρέτηση ενός σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Σε αυτή την φάση της σχετικά περιορισμένης κυκλοφορίας των μονάδων «bitcoin» ως μέσων συναλλαγής οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και οι κρατικές αρχές των περισσότερων κρατών – μελών έχουν διατηρήσει ρόλο παρατηρητή, απέχοντας από νομοθετικές ενέργειες ρύθμισης του φαινομένου και περιοριζόμενες σε έκδοση συστάσεων για τους κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση τους. Σε κάθε περίπτωση, τυχόν ρύθμιση των εναλλακτικών νομισμάτων στο μέλλον θα πρέπει να λάβει χώρα, εφόσον χρειάζεται, με ειδική νομοθεσία, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού χαρακτήρα τους όσο και οι προοπτικές που αυτά ανοίγουν.

Ορισμοί
Δεν υπάρχει για την ώρα προσδιορισμός της νομικής έννοιας του εναλλακτικού νομίσματος. Εντούτοις, ως εικονικό νόμισμα μπορεί να οριστεί η ψηφιακή απεικόνιση αξίας, που δεν εκδίδεται από κεντρική τράπεζα, πιστωτικό ίδρυμα ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο υπό προϋποθέσεις μπορεί να χρησιμοποιείται ως εναλλακτική μορφή χρήματος. Περαιτέρω, ως σύστημα εναλλακτικού νοήματος μπορεί να οριστεί το σύνολο των διαδικασιών που διασφαλίζει τόσο την ενσωμάτωση όσο και την κυκλοφορία της αξίας του εναλλακτικού νομίσματος (βλ. Έκθεση ΕΚΤ, Φεβρουάριος 2015, σελ. 4 και 25).

Νομική Φύση των Εικονικών Νομισμάτων
Κατ’ αρχάς, γίνεται δεκτό ότι το εικονικό νόμισμα «bitcoin» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενσώματο αγαθό κατά την έννοια του άρθρου 14 της Οδηγίας 2006/112/ΕΕ περί ΦΠΑ, διότι έχει ως αποκλειστικό σκοπό να αποτελέσει μέσο πληρωμής (ΔικΕΕ, υπόθεση C‑264/14, σκέψη 24). Αντιθέτως, το ΔικΕΕ δέχτηκε ότι η αγοραπωλησία μονάδων του εικονικού νομίσματος «bitcoin» έναντι κρατικά αναγνωρισμένων νομισμάτων ή/και το αντίστροφο, η οποία παρέχεται έναντι καταβολής χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στο περιθώριο κέρδους το οποίο προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ, αφενός, της τιμής στην οποία ο οικείος επιχειρηματίας αγόρασε το συνάλλαγμα και, αφετέρου, της τιμής στην οποία πώλησε το συνάλλαγμα αυτό στους πελάτες του, συνιστά υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 2 § 1 γ’ της Οδηγίας 2006/112/ΕΕ περί ΦΠΑ (ΔικΕΕ, υπόθεση C‑264/14, σκέψη 31).

Από οικονομικής άποψης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θεωρεί τα εικονικά νομίσματα, όπως το bitcoin, πλήρεις μορφές χρήματος, καθώς δεν πληρούν τη λειτουργία του χρήματος ως μονάδας μέτρησης και μόνο σε περιορισμένο βαθμό τις λειτουργίες του χρήματος ως μέσου ανταλλαγής και ως μέσου αποθήκευσης αξίας (βλ. Έκθεση ΕΚΤ, Φεβρουάριος 2015, σελ. 23-4).

Από νομικής άποψης τα εικονικά νομίσματα επίσης δεν θεωρούνται χρήματα ή νομίσματα. Στην νομική έννοια του χρήματος εμπίπτουν φορείς οικονομικής αξίας που εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες κρατών και χρησιμοποιούνται ευρέως στις συναλλαγές ως μέσο ανταλλαγής της αξίας αυτής. Ειδικότερα, εντός της Ευρωζώνης ως νόμιμο μέσο πληρωμής γίνεται δεκτό μόνο το Ευρώ είτε σε μορφή νομισμάτων / χαρτονομισμάτων είτε ενσωματωμένο σε ηλεκτρονικό χρήμα [βλ. Κανονισμός (ΕΚ) 974/1998 για την εισαγωγή του Ευρώ]. Τα εικονικά νομίσματα δεν χρησιμοποιούνται ευρέως στις συναλλαγές, δεν εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες κρατών και δεν ενσωματώνουν αξία νομισμάτων, που αναγνωρίζονται σύμφωνα με τα παραπάνω ως νόμιμα μέσα πληρωμής από κάποια κρατική οντότητα. Ως εκ τούτου, τα εικονικά νομίσματα δεν εμπίπτουν στην έννοια του χρήματος ή του νομίσματος (βλ. Έκθεση ΕΚΤ, Φεβρουάριος 2015, σελ. 24).

Έτσι, συμπεραίνεται ότι από νομικής άποψης το εικονικό νόμισμα «bitcoin» αποτελεί ουσιαστικά ένα μέσο πληρωμής, που συμφωνείται συμβατικά μεταξύ των συναλλασσομένων μερών. Για τον λόγο αυτόν το εικονικό νόμισμα αποτελεί μέσο εξοφλήσεως μόνο για τις επιχειρήσεις που το δέχονται και εφόσον δέχονται κάθε φορά την εξόφληση απαιτήσεων με βάση αυτό (ΔικΕΕ, υπόθεση C‑264/14, σκέψη 42).

Το Bitcoin και η Νομοθεσία για τις Υπηρεσίες Πληρωμών
Ως υπηρεσίες πληρωμών ορίζονται (άρθρο 4 § 3 Ν. 3862/2010) :

  1. Yπηρεσίες που επιτρέπουν τις αναλήψεις μετρητών από λογαριασμό πληρωμών, καθώς και όλες οι δραστηριότητες που απαιτούνται για την τήρηση λογαριασμού πληρωμών,
  2. εκτέλεση πράξεων πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς κεφαλαίων, σε λογαριασμό πληρωμών που έχει ανοίξει ο χρήστης στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών : (i) εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης, (ii) εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο, (iii) εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών.
  3. εκτέλεση πράξεων πληρωμής στο πλαίσιο των οποίων τα χρηματικά ποσά καλύπτονται από πιστωτικό άνοιγμα για το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών : (i) εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης, (ii) εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο, (iii) εκτέλεση μεταφορών πίστωσης, συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών, (ε) έκδοση ή/και απόκτηση μέσων πληρωμών,
    εμβάσματα,
  4. εκτέλεση πράξεων πληρωμής όπου η συγκατάθεση του πληρωτή για να εκτελεσθεί μια πράξη πληρωμής δίδεται μέσω τηλεπικοινωνιακής, ψηφιακής ή πληροφορικής συσκευής και η πληρωμή γίνεται στον φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακού, πληροφορικού συστήματος ή δικτύου, ο οποίος ενεργεί αποκλειστικά ως μεσάζων μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του προμηθευτή αγαθών και υπηρεσιών.

Περαιτέρω, ως ιδρύματα πληρωμών ορίζονται τα νομικά πρόσωπα που έχουν άδεια να παρέχουν και να εκτελούν υπηρεσίες πληρωμών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 4 § 4 Ν. 3862/2010).

Πράξη πληρωμής αποτελεί κάθε ενέργεια, στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος και συνίσταται στη διάθεση, μεταβίβαση ή ανάληψη χρηματικών ποσών, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου (άρθρο 4 § 5 Ν. 3862/2010).

Υπηρεσία εμβασμάτων είναι κάθε  υπηρεσία πληρωμών κατά την οποία λαμβάνεται χρηματικό ποσό από πληρωτή, χωρίς να δημιουργείται λογαριασμός πληρωμών στο όνομα του πληρωτή ή του δικαιούχου, με μοναδικό σκοπό τη μεταφορά αντίστοιχου ποσού σε δικαιούχο ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ενεργεί για λογαριασμό του δικαιούχου, ή/και κατά την οποία αυτά τα χρηματικά ποσά λαμβάνονται για λογαριασμό του δικαιούχου και τίθενται στη διάθεση του (άρθρο 4 § 13 Ν. 3862/2010).

Τέλος, ως χρηματικά ποσά νοούνται χαρτονομίσματα και κέρματα, λογιστικό και ηλεκτρονικό χρήμα (άρθρο 4 § 15 Ν. 3862/2010).

Εφόσον το εικονικό νόμισμα «bitcoin» αποτελεί ουσιαστικά ένα μέσο πληρωμής, που συμφωνείται συμβατικά μεταξύ των συναλλασσομένων μερών, προκύπτει ότι τέτοιου τύπου εικονικά νομίσματα δε μπορούν να θεωρηθούν χρήμα και, ως εκ τούτου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας για τις υπηρεσίες πληρωμών. Η νέα Οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών, που πρόσφατα υιοθετήθηκε, δεν αλλάζει τα δεδομένα ως προς τα εναλλακτικά νομίσματα. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί, αφενός, να θεωρείται τρεχούμενος λογαριασμός, κατάθεση, πληρωμή ή μεταφορά χρηματικού ποσού (ΔικΕΕ, υπόθεση C‑264/14, σκέψη 42). Εντούτοις, υπηρεσίες ανταλλαγής μονάδων εικονικών νομισμάτων με κρατικά αναγνωρισμένα νομίσματα δύνανται υπό όρους να θεωρηθούν ως ρυθμιζόμενες υπηρεσίες πληρωμών (Commercial Court of Créteil, 6 December 2011, and Court of Appeal of Paris, 26 September 2013) (βλ. Έκθεση ΕΚΤ, Φεβρουάριος 2015, σελ. 24).

Συναλλαγές που αφορούν μη κρατικά αναγνωρισμένα νομίσματα, δηλαδή νομίσματα που δεν αποτελούν εκ του νόμου μέσα πληρωμής σε μία ή περισσότερες χώρες, μπορούν πάντως να θεωρηθούν χρηματοπιστωτικές πράξεις, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω μη κρατικά αναγνωρισμένα νομίσματα γίνονται δεκτά από τους συναλλασσόμενους ως εναλλακτικό, σε σχέση με τα κρατικά αναγνωρισμένα νομίσματα, μέσο πληρωμής και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως μέσα πληρωμής (ΔικΕΕ, υπόθεση C‑264/14, σκέψη 49). Το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας έχει χαρακτηρίσει το «bitcoin» ως μονάδα λογαριασμού αξίας («unit of account»), που δεν αναγνωρίζεται ως νόμισμα κράτους και επομένως συνιστά χρηματοπιστωτικό εργαλείο.

Για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αλλά και σταθερότητας των υπηρεσιών πληρωμών μέσω εικονικών νομισμάτων είναι λοιπόν πιθανή στο μέλλον η ρύθμιση του ρίσκου, που ενέχουν τα εικονικά νομίσματα για τους επενδυτές με σκοπό την μεγαλύτερη ασφάλεια των σχετικών συναλλαγών (βλ. Έκθεση ΕΚΤ, Φεβρουάριος 2015, σελ. 27).

Το Bitcoin και η Νομοθεσία για το Ηλεκτρονικό Χρήμα
Το ηλεκτρονικό χρήμα διέπεται από τον Ν. 4261/2014 (ΦΕΚ 10/Α/5-5-2014), με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, «για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος».

Ως «ηλεκτρονικό χρήμα» νοείται οιαδήποτε αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό, μεταξύ άλλων και μαγνητικό υπόθεμα νομισματική αξία αντιπροσωπευόμενη από απαίτηση έναντι του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος, έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού για τον σκοπό της πραγματοποίησης πράξεων πληρωμών και η οποία γίνεται δεκτή από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν του εκδότη (άρθρο 2 § 2 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ).

Για την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος απαιτείται η αντίστοιχη άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να ιδρύονται και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή με τη μορφή του αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 ή με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 (EE L 294) ή με τη μορφή της Ευρωπαϊκής Συνεταιριστικής Εταιρείας (SCE) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 με αρχικό κεφάλαιο 350.000 € (άρθρο 8 του Ν. 4261/2014, άρθρα 2 § 1 και 4 της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ).

Το bitcoin και, γενικότερα, τα εικονικά νομίσματα διαφέρουν από το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως αυτό ορίζεται στην Οδηγία 2009/110/ΕΚ, κατά το μέτρο που, στη περίπτωση του εικονικού νομίσματος και σε αντίθεση με το ηλεκτρονικό χρήμα, τα χρηματικά ποσά δεν εκφράζονται σε κάποια κρατικά αναγνωρισμένη μονάδα, όπως, παραδείγματος χάριν, το Ευρώ, αλλά σε μια εικονική μονάδα, όπως είναι το «bitcoin» (ΔικΕΕ, υπόθεση C‑264/14, σκέψη 12).

Το Bitcoin και η Νομοθεσία για την Νομιμοποίηση Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες
Εξαιτίας του ότι γίνονται δεκτά από σχετικά διευρυμένο κύκλο προσώπων και επιχειρήσεων για την μετατροπή τους σε κρατικά αναγνωρισμένα νομίσματα και αντιστρόφως και μάλιστα χωρίς χωροχρονικούς περιορισμούς, τα εικονικά νομίσματα μπορούν να χρησιμοποιούνται για παράνομες δραστηριότητες με προεξάρχουσα αυτή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Εντούτοις, η εφαρμογή της Ενωσιακής νομοθεσίας για την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες τίθεται εν αμφιβόλω σε σχέση με εικονικά νομίσματα, όπως το «bitcoin», που δεν ελέγχονται από κάποια οντότητα η οποία μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη υπό τον νόμο και να ρυθμιστεί, αλλά σε μεγάλο βαθμό λειτουργούν αποκεντρωμένα ή τουλάχιστον μέσα από δίκτυα κόμβων.

Σε κάθε περίπτωση η επί του παρόντος κυρίαρχη τάση στα κράτη – μέλη και στους διακρατικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πως τα ανταλλακτήρια εικονικών νομισμάτων δεν αποτελούν υπόχρεους φορείς της ισχύουσας Οδηγίας 2015/849/ΕΕ για την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (AMLD4).

Το Bitcoin και η Εξαίρεση από το ΦΠΑ
Το Δικαστήριο της ΕΕ δέχθηκε ότι η παροχή υπηρεσιών συναλλαγματικής ανταλλαγής κρατικά αναγνωρισμένων νομισμάτων με μονάδες του εικονικού νομίσματος «bitcoin» και αντιστρόφως, έναντι καταβολής χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στο περιθώριο κέρδους που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ, αφενός, της τιμής στην οποία ο οικείος επιχειρηματίας αγόρασε το συνάλλαγμα και, αφετέρου, της τιμής στην οποία πώλησε το συνάλλαγμα αυτό στους πελάτες, εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 135 § 1 ε’ της Οδηγίας 2006/112/ΕΕ περί ΦΠΑ και, συνεπώς, εξαιρείται από την εφαρμογή του σχετικού φόρου (ΔικΕΕ, υπόθεση C‑264/14, σκέψη 53).

Περισσότερα
Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, «σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας».
Νέα Οδηγία «για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά».
Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, «για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος».
Οδηγία 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, «σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας».
Έκθεση ΕΚΤ, Συστήματα Εικονικών Νομισμάτων – Περαιτέρω Ανάλυση, Φεβρουάριος 2015.
ΔικΕΕ, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C‑264/14, Skatteverket κατά
David Hedqvist.
Υπ’ αρ. 2628/30.9.2010 ΠΔ/ΤΕ «Όροι και προϋποθέσεις για την παροχή άδειας ίδρυσης και λειτουργίας και κανόνες εποπτείας των, κατά την έννοια του άρθρου 4, παρ. 4 του ν. 3862/2010, Ιδρυμάτων Πληρωμών» (ΦΕΚ 1677/Β/21.10.2010).
Υπ’ αρ. 33/19-12-2013 ΠΔ/ΤΕ «Όροι και προϋποθέσεις για την χορήγηση άδειας λειτουργίας και κανόνες εποπτείας των Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος» (ΦΕΚ Β 6/7.1.2014).