Δίκαιη Ικανοποίηση Λόγω Υπέρβασης της Εύλογης Διάρκειας της Διοικητικής Δίκης

Μία από τις σοβαρότερες δυσλειτουργίες του Ελληνικού δικαστικού συστήματος είναι η απαράδεκτα μεγάλη διάρκεια απονομής της δικαιοσύνης, που έχει πλέον βγει εκτός ελέγχου μετά και τις πρόσφατες πολύμηνες αποχές των δικαστών. Στον χώρο της διοικητικής δικαιοσύνης το πρόβλημα εντείνεται ακόμη περισσότερο. Ως αποτέλεσμα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), στα 52 χρόνια λειτουργίας του η χώρα μας έχει καταδικαστεί συνολικά 403 φορές για παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) εξαιτίας υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δικαστικής διαδικασίας, ενώ μόνο στο 2011 οι καταδίκες ανήλθαν τις πενήντα. Σε κάθε μία από τις υποθέσεις αυτές το Ελληνικό κράτος εξαναγκάστηκε από το ΕΔΑΔ να καταβάλει αποζημίωση πολλών χιλιάδων Ευρώ στους παθόντες, το ανθρώπινο δικαίωμα των οποίων σε δίκαιη δίκη κρίθηκε ότι παραβιάστηκε.

Για την αντιμετώπιση του ζητήματος θεσμοθετήθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του Ν. 4055/2012 το ένδικο βοήθημα της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση των πολιτών στις περιπτώσεις υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν για την ευθυγράμμιση της χώρας μας στις απαιτήσεις του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε συμμόρφωση των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ, όπως αυτά ερμηνεύθηκαν με την απόφαση του ΕΔΑΔ, της 21.12.2010, Αθανασίου κλπ. κατά Ελλάδος. Είχε άλλωστε προηγηθεί και σχετική απόφαση του ΕΔΑΔ, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελληνική έννομη τάξη δεν προσφέρει στους ενδιαφερομένους μια πραγματική προσφυγή για το παράπονο του εύλογου χρόνου (βλ. Απόφαση της 10 Απριλίου 2003, nο. 53401/99, Κόντη-Αρβανίτη κατά Ελλάδος, παρ.παρ. 29-30).

Με το νέο αυτό ένδικο βοήθημα το Ελληνικό κράτος επιχειρεί να περιορίσει την έκθεση της χώρας στη διεθνή κοινότητα εξαιτίας της σωρείας των αιτήσεων αποζημίωσης που συσσωρεύονται κάθε χρόνο ενώπιον του ΕΔΑΔ. Στην ουσία όμως στοχεύει στον έλεγχο της οικονομικής αιμορραγίας από επιδικασθείσες μέσω του ΕΔΑΔ αποζημιώσεις σε βάρος της χώρας, δημιουργώντας έναν εγχώριο βαθμό δικαιοδοσίας για το θέμα, ο οποίος και θα επιδικάζει σαφώς κατώτερα ποσά (ΣτΕ 4467/2012). Και αυτό γιατί μετά την θεσμοθέτηση του ενδίκου αυτού βοηθήματος η πιθανότητα επιτυχίας τυχόν προσφυγών στο ΕΔΑΔ για μεγαλύτερα ποσά αποζημίωσης καθίσταται πρακτικά μηδαμινή, αφού σύμφωνα με τη νομολογία του τελευταίου τα επιδικαζόμενα σε εθνικό επίπεδο ποσά δύνανται να είναι χαμηλά, αρκεί να μην είναι πολύ κατώτερα ενός ευλόγου ορίου (“unreasonable”) και υπό τον όρο ότι οι σχετικές αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο (“standard of living”) της συγκεκριμένης χώρας, εκδίδονται ταχέως, είναι αιτιολογημένες και εκτελούνται άμεσα (βλ. απόφ. ΕΔΑΔ της 10.10.2004, Dubjakova κατά Σλοβακίας και της 26.3.2006, Scordino κατά Ιταλίας).

Τα Κριτήρια για το Εύλογο της Διάρκειας της Δίκης στη Νομολογία του ΕΔΑΔ

Το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ προβλέπει ρητά ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε δίκη, μεταξύ άλλων, εντός λογικής προθεσμίας. Κατά συνέπεια, η απονομή δικαιοσύνης εντός ευλόγου χρόνου αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του ανθρώπινου δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Η υπέρβαση του εύλογου χρόνου συνιστά παραβίαση του ανθρώπινου αυτού δικαιώματος και δημιουργεί την ευθύνη του παραβαίνοντος κράτους σε αποζημίωση του παθόντος για τη ζημία που υπέστη.

Από τη νομολογία του ΕΔΑΔ προκύπτει ότι ο υπολογισμός του εύλογου χρόνου της απονομής δικαιοσύνης πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση. Βασικά κριτήρια υπολογισμού είναι το σύνολο των συνθηκών της υπόθεσης και, ειδικότερα, η φύση και η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών καθώς και η σημασία του αντικειμένου της διαφοράς για τους προσφεύγοντες (βλέπε, μεταξύ πολλών άλλων, Frydlender κατά Γαλλίας [GC], αριθ. 30979/96, παρ. 43, CEDH 2000-VII, Grand Chamber, Γκιόκα κατά Ελλάδος, Νο. 44806/07, 16.4.2009, Βausthlgewebe Gmbh, 1999, 487). Εξ αυτών, το κριτήριο της σημασίας του αντικειμένου της διαφοράς για τον προσφεύγοντα είναι το πιο καθοριστικό για την εκτίμηση υπέρβασης ή μη της εύλογης διάρκειας απονομής της δικαιοσύνης (βλ. Comingersoll S.A.v. Portugal [GC], No 35382/97, par. 19, ECHR 2000 – IV). Ιδιαίτερα, στην διοικητική δίκη, όπου ισχύει το ανακριτικό σύστημα, η ευθύνη των δικαστικών αρχών για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης είναι μεγαλύτερη. Έτσι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ η διάρκεια της απονομής δικαιοσύνης στη διοικητική δίκη θα πρέπει να υπολογίζεται αρχόμενη από την διοικητική διαδικασία που προηγείται και αποτελεί την αναγκαία προδικασία της διοικητικής δίκης (X. c France, 31.3.1992, A 234 – C, Vallée c. France, 26.avr. 1994, A 289, Santoni c France, 29 juill. 2003, D 2003, 2269) μέχρι και την συμμόρφωση της Διοίκησης στην εκδοθείσα δικαστική απόφαση, συμπεριλαμβάνοντας έτσι και τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3068/2002 (Silva Pontes; Di Pede et Zappia c. Italie, 26.9.1996, JCP, 1997, I, 4000, Bouilly c. France, Satonnet c. France, 2 août 2000, Pinto de Oliveira c. Portugal).

Το Ένδικο Βοήθημα των Άρθρων 53 – 58 του Ν. 4055/2012

Με βάση τα άρθρα 53 – 58 του Ν. 4055/2012 μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη ο καθένας, το δικαίωμα του οποίου σε δίκαιη δίκη παραβιάστηκε, επειδή η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσής του ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη αυτή. Αντικείμενο της αίτησης είναι η δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποζημίωση της περιουσιακής του ζημίας και την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης.

Η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση των άρθρων 53 – 58 του Ν. 4055/2012 ασκείται από οποιονδήποτε διάδικο, πλην του Δημοσίου και των δημόσιων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς, κατά την έννοια του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ. Έτσι, δεν ενδιαφέρει αν ο αιτών διάδικος νίκησε ή έχασε κατά την δίκη, που αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης (βλ. άρθρο 4γ ΠΟΛ 1129/28-05-2012). Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών.

Ως προς τα θέματα διοικητικής δικονομίας, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση :

  1. Ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας.
  2. Ασκείται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής.
  3. Υπογράφεται από δικηγόρο βάσει συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου και συνοδεύεται με παράβολο 200 €.
  4. Περιέχει, μεταξύ άλλων, την ηλεκτρονική διεύθυνση ή τον αριθμό του τηλεφώνου ή του τηλε-ομοιοτύπου (φαξ) του αιτούντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του.
  5. Κατατίθεται στη γραμματεία του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου.
  6. Κοινοποιείται στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με επιμέλεια του αιτούντος.

Αρμόδιος δικαστικός λειτουργός για την εκδίκαση της αίτησης είναι, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον (άρθρο 54 Ν. 4055/2012) :

  1. του Συμβουλίου της Επικρατείας, Σύμβουλος ή Πάρεδρος,
  2. των διοικητικών εφετείων, Πρόεδρος Εφετών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση,
  3. των διοικητικών πρωτοδικείων, Πρόεδρος Πρωτοδικών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.

Η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση των άρθρων 53 – 58 του Ν. 4055/2012 περιλαμβάνει τρία (3) στάδια. Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια, που προβλέπονται στον νόμο για την εκτίμηση υπέρβασης ή μη της εύλογης διάρκειας απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης, ταυτίζονται με αυτά που έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία του ΕΔΑΔ, και, συγκεκριμένα, είναι (άρθρο 57 Ν. 4055/2012) :

  • Η συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι η διάρκεια της υπερέβη την εύλογη διάρκεια,
  • Η πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων,
  • Η στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, και
  • Το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα.

Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει παραβίαση του εύλογου χρόνου της διοικητικής δίκης, το δικαστήριο αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. σχετ. αποφ. ΕΔΑΔ, της 29.3.2006, Cochiarella κατά Ιταλίας, της 23.9.2004, Αγαθός κλπ. κατά Ελλάδος και της 15.7.2004, Θεοδωρόπουλος κατά Ελλάδος). Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει κατά το τρίτο και τελευταίο στάδιο στον καθορισμό του ύψους του. Σημειώνεται ότι η μη εμπρόθεσμη αποστολή από το Δημόσιο των απόψεών του στα πλαίσια της δίκης δεν δύναται να συνιστά λόγο αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης, η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις θα προχωρά κανονικά (άρθρο 56 παρ. 1 Ν. 4055/2012).

Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποίησης δεν επιδέχεται ενδίκων μέσων. Εκτελείται δε κατά τις οικείες, περί εντάλματος πληρωμής, διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών. Η είσπραξη του ποσού αυτού μπορεί να επιτευχθεί και με αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου η οποία γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτού. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου επιτρέπεται μετά την παρέλευση των έξι (6) μηνών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών (άρθρο 58 παρ. 1 Ν. 4055/2012).

Σύνδεσμοι

Ο Ν. 4055/2012.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.