Η Συμπίεση Περιθωρίου Κέρδους ως Παραβίαση του Δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού

Ο Ν. 3959/2011 για την «προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού» (ΦΕΚ 93/Α’/20.04.2011) απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης, που τυχόν κατέχουν, στο σύνολο ή μέρος οποιασδήποτε αγοράς στην Ελληνική Επικράτεια. Σκοπός της απαγόρευσης είναι η προστασία του αποτελεσματικού ανταγωνισμού από την πιθανότητα δομικών αλλοιώσεών του, έτσι ώστε να ενισχύεται η ευημερία των καταναλωτών και να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική κατανομή των πηγών προμήθειας.

Στον νόμο δεν ορίζεται διεξοδικά η έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης αλλά γίνεται μόνο ενδεικτική απαρίθμηση των εξής κυριότερων μορφών καταχρηστικής συμπεριφοράς από επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην οικεία αγορά (άρθρο 1 § 2 του Ν. 3959/2011) :

  • Η άμεση ή έμμεση επιβολή μη εύλογων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής.
  • Ο περιορισμός της παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης με ζημία των καταναλωτών.
  • Η εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως η αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, με αποτέλεσμα να περιέρχονται ορισμένες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό.
  • Η εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δε συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

Ειδική μορφή καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης αποτελεί και η συμπίεση περιθωρίου κέρδους («margin squeeze»), όπως έχει επανειλημμένως κριθεί από σχετικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αλλά και των Ελληνικών δικαστηρίων (Βλ. ιδίως Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απόφαση της 18ης Ιουλίου 1988, Υπόθεση IV/30.178, Napier Brown v British Sugar, OJ L 284, 19.10.1988; Απόφαση της 21ης Μαΐου 2003, Υπόθεση COMP/C-1/37.451, 37.578, 37.579, Deutsche Telekom AG, OJ L 263/9, 14.10.2003; Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2007, Υπόθεση COMP/38.784, Wanadoo Espana v. Telefonica (2008/C 83/05); Πρωτοδικείο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2000, Τ-5/97, Industrie des Poudres Sphériques SA v Commission, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-3755; Απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, T-271/03, Deutsche Telekom AG v. Commission, Συλλογή 2008, σ. II-477; Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Τ-336/07, Telefonica κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB; απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-280/08, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή [2010] I-09555; ΔΕφΑθ 2193/2009, ΔιΜΕΕ 2009/567).

Περιπτώσεις καταχρηστικής συμπίεσης περιθωρίου εμφανίζονται πιο συχνά σε τομείς της οικονομίας, όπου υφίστανται μονοπώλια ή σοβαροί φραγμοί εισόδου στην ανάντη χονδρική αγορά. Τέτοια μονοπώλια παρατηρούνται κατά κόρον στις δικτυακές αγορές, όπως στις αγορές της ενέργειας ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπου η πρόσβαση στα σχετικά δίκτυα κατά κανόνα μονοπωλείται.

Ορισμοί

Συμπίεση περιθωρίου κέρδους λαμβάνει χώρα όταν μια επιχείρηση, που αφενός κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μία ανάντη αγορά και αφετέρου δραστηριοποιείται σε μία κατάντη αγορά, χρεώνει τις υπηρεσίες της ανάντη αγοράς σε τιμή που, συγκρινόμενη με την τιμή που χρεώνει στην κατάντη αγορά, δεν επιτρέπει ακόμη και σε έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή να έχει εμπορικό κέρδος στην κατάντη αγορά με κάποια διάρκεια (βλ. Πρωτοδικείο ΕΕ, Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2000, Τ-5/97, Industrie des Poudres Sphériques SA v Commission, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-3755, σκέψη 178; Πρωτοδικείο ΕΕ, Απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, T-271/03, Deutsche Telekom AG v. Commission, Συλλογή 2008, σ. II-477. Βλ. επίσης Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες Γραμμές σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις», OJ C 45, 24.2.2009, p. 7–20).

Προϋποθέσεις Θεμελίωσης Συμπίεσης Περιθωρίου

Για τη στοιχειοθέτηση της συμπίεσης περιθωρίου πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις/περιστάσεις (βλ. European Regulators Group, Report on the Discussion on the application of margin squeeze tests to bundles, March 2009, ERG (09) 07, para. 13) :

  • Κατοχή δεσπόζουσας θέσης από την παρανομούσα επιχείρηση στην ανάντη αγορά.
  • Παρουσία της παρανομούσας επιχείρησης στην κατάντη αγορά προϊόντων / υπηρεσιών (κάθετη ολοκλήρωση).
  • Αναγκαιότητα προμήθειας των προϊόντων / υπηρεσιών της ανάντη αγοράς για τη δραστηριοποίηση ανταγωνιστών στην κατάντη αγορά.
  • Δυνατότητα / τάση για τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην κατάντη αγορά μέσω της συμπίεσης περιθωρίου.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Κατευθυντήριες Γραμμές της για την εφαρμογή του άρθρου 82 ΣυνθΕΚ [πλέον 102 ΣυνθΛΕΕ] έχει κρίνει ότι για την στοιχειοθέτηση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης μέσω συμπίεσης περιθωρίου πρέπει να συντρέχουν και οι ακόλουθες περιστάσεις (βλ. σκέψη 81 της Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες Γραμμές σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις», OJ C 45, 24.2.2009, p. 7–20) :

  1. Η άρνηση να αφορά προϊόν ή υπηρεσία που αντικειμενικά χρειάζεται μια εταιρεία για να ασκήσει αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κατάντη αγορά,
  2. Η άρνηση να ενδέχεται να οδηγήσει σε εξάλειψη του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην κατάντη αγορά, και
  3. Η άρνηση να ενδέχεται να αποβεί σε ζημία των καταναλωτών.

Πρακτικές Συμπίεσης Περιθωρίου

Η συμπίεση περιθωρίου μπορεί να γίνει με τους ακόλουθους τρόπους (βλ. σκέψη 81 της Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες Γραμμές σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις», OJ C 45, 24.2.2009, p. 7–20) :

Με «διάκριση τιμών (discriminatory pricing)», όταν ο καθετοποιημένος πάροχος χρεώνει αυξημένη χονδρική τιμή στους ανταγωνιστές και μειωμένη χονδρική τιμή στο λιανικό του άκρο,
Με «μη διάκριση τιμών (non-discriminatory pricing)», όταν ο καθετοποιημένος πάροχος χρεώνει την ίδια αυξημένη τιμή και στους ανταγωνιστές και στο λιανικό του άκρο. Μέσω αυτής της πρακτικής, το περιθώριο του καθετοποιημένου παρόχου παραμένει ανεπηρέαστο εξαιτίας της σταυροειδούς επιδότησης μεταξύ του χονδρικού και λιανικού άκρου του.

Η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους είναι ένα παράδειγμα μόχλευσης ισχύος από μια αγορά (στην οποία υφίσταται δεσπόζουσα θέση) σε μία άλλη (στην οποία η επιχείρηση έχει παρουσία – αλλά όχι απαραιτήτως δεσπόζουσα θέση – και στην οποία επιδιώκεται η αύξηση ισχύος μέσω της ισχύος που διαθέτει την αγορά στην οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση). Συμμετέχοντας σε συμπίεση των περιθωρίων κέρδους, η επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση αυξάνει το κόστος των κατάντη ανταγωνιστών της και επιβάλλει στις εν λόγω επιχειρήσεις πρόσθετη πίεση, που η ίδια δεν επιβαρύνεται για την παροχή των δικών της υπηρεσιών στην κατάντη αγορά. Έτσι, ενώ μέσω της συμπίεσης περιθωρίου η κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση δύναται να λειτουργεί δίχως ζημία στο σύνολο ανάντη και κατάντη αγορών, από την άλλη εξίσου αποτελεσματικοί κατάντη ανταγωνιστές αναγκάζονται να υποστούν απώλειες. Μια τέτοια συμπεριφορά είναι πιθανό να εμποδίζει τη διατήρηση του υφιστάμενου βαθμού ανταγωνισμού που υπάρχει στην κατάντη αγορά ή την ανάπτυξή του (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2007, Υπόθεση COMP/38.784, Wanadoo Espana v. Telefonica (2008/C 83/05), σκέψη 284.).

Πρακτική συμπίεσης περιθωρίων κέρδους προκύπτει ιδίως αν αποδειχθεί ότι μία επιχείρηση δεν θα μπορούσε να ασκήσει αποδοτικές δραστηριότητες στην κατάντη αγορά, βασιζόμενη στην τιμή που το τμήμα της στην ανάντη αγορά εφαρμόζει στους ανταγωνιστές της. Η πρακτική αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατόν να ελεγχθεί, με την απόδειξη ότι το περιθώριο μεταξύ της τιμής που επιβάλλεται για την πρόσβαση που χρεώνεται στους ανταγωνιστές στην κατάντη αγορά και της τιμής που χρεώνει ο προμηθευτής στην ανάντη αγορά είναι ανεπαρκές για να επιτρέπει σε παρέχοντα υπηρεσίες με εύλογη αποδοτικότητα στην κατάντη αγορά να επιτυγχάνει φυσιολογικό επίπεδο κέρδους (βλ. παραγράφους 117 – 119 της Ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στις συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (“Access Notice”, OJ C 265, 22.08.1998, pp. 2-28).

Έτσι, καταχρηστική συμπίεση των τιμών στοιχειοθετείται όταν η διαφορά μεταξύ των λιανικών τελών μιας επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά και του χονδρικού τέλους για την παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών στους ανταγωνιστές της είναι αρνητική ή δεν επαρκεί για την κάλυψη του κόστους προϊόντος του φορέα που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά για την παροχή υπηρεσιών στους λιανικούς του πελάτες της κατάντη αγοράς, Το δε περιθώριο μεταξύ των λιανικών και των χονδρικών τελών του προμηθευτή μπορεί να είναι μηδενικό, αρνητικό ή θετικό. Ένα αρνητικό περιθώριο, όπου τα χονδρικά τέλη είναι υψηλότερα από τα λιανικά, αποτελεί απόδειξη συμπίεσης των τιμών, χωρίς καν να συνυπολογίζεται το κόστος των επιμέρους προϊόντων. Σε περίπτωση θετικού περιθωρίου, όπου τα χονδρικά τέλη υπολείπονται των λιανικών, συμπίεση των τιμών υφίσταται όταν το εύρος του περιθωρίου δεν επαρκεί ώστε να παρέχει στον φορέα εκμετάλλευσης τη δυνατότητα να καλύπτει το κόστος των επιμέρους προϊόντων για την παροχή των δικών του λιανικών υπηρεσιών (βλ. Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 21 Μαΐου 2003, Υπόθεση COMfC-1/37.451, 37.578, 37.579, Deutsche Telekom AG, παρ. 102 και 107, ΕΕ L 63 της 14.10.2003 σ. 9 – 41, η οποία έχει επικυρωθεί από το Πρωτοδικείο ΕΕ (βλ. απόφαση υπ’ αρ. T-271/03).

Για την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της συμπίεσης περιθωρίου στο άρθρο 2 του Ν. 3959/2011 είναι απαραίτητη (α) η ανάλυση των σχετικών αγορών, ανάντης και κατάντης, στις οποίες λαμβάνει χώρα η ελεγχόμενη συμπεριφορά, (β) η έρευνα περί ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης των ελεγχόμενων επιχειρήσεων στην ανάντη αγορά και, τέλος, (γ) η καταχρηστική εκμετάλλευση αυτής στην κατάντη αγορά μέσω της πρακτικής συμπίεσης περιθωρίου.

Προσδιορισμός Σχετικών Αγορών

Ο προσδιορισμός των σχετικών αγορών είναι ένα απαραίτητο πρώτο βήμα για την στοιχειοθέτηση παράβασης του άρθρου 2 του Ν. 3959/2011. Και αυτό γιατί μόνο μέσω της εργασίας αυτής είναι δυνατός ο προσδιορισμός των πραγματικών ανταγωνιστών, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και να τις εμποδίσουν να ενεργούν ανεξάρτητα από τις πιέσεις που επιβάλλει ο πραγματικός ανταγωνισμός. Από την άποψη αυτή, ο ορισμός της αγοράς καθιστά δυνατό, μεταξύ άλλων, να υπολογιστούν τα μερίδια αγοράς, τα οποία προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη στην αγορά για την αξιολόγηση μιας δεσπόζουσας θέσης (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση περί του ορισμού της επίμαχης αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C C 372, της 09.04.1997, σ. 0005 – 0013, σημείο 2).

Η εκάστοτε κρίσιμη σχετική αγορά προϊόντων περιλαμβάνει «όλα τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται» (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση περί του ορισμού της επίμαχης αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 372, της 09.04.1997, σ. 0005 – 0013, σημείο 7; Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 802/2004, της 7ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού του (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 133 της 30/04/2004, σ. 0001 – 0039, Παράρτημα Ι, Τμήμα 6). Δεδομένου ότι ο προσδιορισμός της σχετικής αγοράς χρησιμεύει για να κριθεί αν η ελεγχόμενη επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμού και να ενεργεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της, τους πελάτες της και τους καταναλωτές της, δεν πρέπει προς τούτο να εξετάζονται μόνον τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των οικείων προϊόντων, αλλά πρέπει και να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι συνθήκες ανταγωνισμού και η διάρθρωση της ζητήσεως και της προσφοράς στην αγορά (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, C-322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 37; Aπόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C-202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. 2369, σκέψη 78).

Ο προσδιορισμός της οικείας σχετικής αγοράς έχει μία «προϊοντική» και μία γεωγραφική διάσταση (product and geographical aspect). Για την οριοθέτηση της «προϊοντικής» διάστασης μίας αγοράς κρίσιμη είναι η διεξαγωγή έρευνας για τις δυνατότητες υποκατάστασης των υπηρεσιών, που δυνητικά αποτελούν τμήμα αυτής, τόσο από πλευράς προσφοράς όσο και από πλευράς ζήτησης (supply & demand substitutability) (βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Νοεμβρίου 1983, C-322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 37; Aπόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C-202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. 2369, σκέψη 78). Έτσι, προκειμένου να αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς, οι ερευνώμενες υπηρεσίες θα πρέπει να διαθέτουν επαρκή βαθμό υποκαταστασιμότητας (βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 13ης Φεβρουαρίου 1979, C – 85/76, Hoffmann – La Roche κατά Επιτροπής, [1979] ECR 461, σκέψη 28). Από οικονομικής απόψεως, η δυνατότητα υποκατάστασης από πλευράς της ζήτησης είναι ο πιο άμεσος και πιο σημαντικός παράγων πειθαρχίας για τους προμηθευτές συγκεκριμένης υπηρεσίας, ιδίως όσον αφορά τις αποφάσεις τους περί καθορισμού των τιμών (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση περί του ορισμού της επίμαχης αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 372, της 09.04.1997, σ. 0005 – 0013, σημείο 13. Βλ. επίσης Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2007, Υπόθεση COMP/38.784, Wanadoo Espana v. Telefonica (2008/C 83/05), παράγραφος 146). Επιπλέον, η υποκαταστασιμότητα από πλευράς της προσφοράς μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη για τον ορισμό της σχετικής αγοράς στις περιπτώσεις στις οποίες αυτή η υποκαταστασιμότητα έχει ισοδύναμα αποτελέσματα με αυτά της υποκαταστασιμότητα όσον αφορά την αμεσότητα και την αποτελεσματικότητα. Προς τούτο, πρέπει οι προμηθευτές να είναι σε θέση να προσανατολίζουν εκ νέου την παραγωγή τους προς τα οικεία προϊόντα και να τα εμπορεύονται βραχυπρόθεσμα, χωρίς να υφίστανται σημαντικό πρόσθετο κόστος και χωρίς να διατρέχουν σημαντικό επιπλέον κίνδυνο, ανταποκρινόμενοι στις ελαφρές αλλά μόνιμες μεταβολές των σχετικών τιμών (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση περί του ορισμού της επίμαχης αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 372, της 09.04.1997, σ. 0005 – 0013, σημείο 20. Βλ. επίσης Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2007, Υπόθεση COMP/38.784, Wanadoo Espana v. Telefonica (2008/C 83/05), παράγραφος 147 – 148).

Επιπλέον, όσον αφορά την γεωγραφική διάσταση η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή όπου οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις συμμετέχουν στην προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών και οι όροι του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς και η οποία μπορεί να διακριθεί από γειτονικές κυρίως περιοχές, διότι στις εν λόγω περιοχές οι όροι του ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση περί του ορισμού της επίμαχης αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 372, της 09.04.1997, σ. 0005 – 0013, σημείο 8).

Προϋπόθεση για την θεμελίωση ύπαρξης καταχρηστικής συμπίεσης περιθωρίου αποτελεί η απόδειξη ότι η προμήθεια προϊόντων / υπηρεσιών σε μία ανάντη αγορά είναι αναγκαία για τη δραστηριοποίηση ανταγωνιστών στην κατάντη αγορά (βλ. ιδίως Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απόφαση της 18ης Ιουλίου 1988, Υπόθεση IV/30.178, Napier Brown v British Sugar, OJ L 284, 19.10.1988; Απόφαση της 21ης Μαΐου 2003, Υπόθεση COMP/C-1/37.451, 37.578, 37.579, Deutsche Telekom AG, OJ L 263/9, 14.10.2003; Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2007, Υπόθεση COMP/38.784, Wanadoo Espana v. Telefonica (2008/C 83/05); Πρωτοδικείο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2000, Τ-5/97, Industrie des Poudres Sphériques SA v Commission, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-3755; Απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, T-271/03, Deutsche Telekom AG v. Commission, Συλλογή 2008, σ. II-477; Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Τ-336/07, Telefonica κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB; ΔΕφΑθ 2193/2009, ΔιΜΕΕ 2009/567. Βλ και European Regulators Group, Report on the Discussion on the application of margin squeeze tests to bundles, March 2009, ERG (09) 07, para. 13.).

Ύπαρξη Δεσπόζουσας Θέσης

Ως δεσπόζουσα θέση ορίζεται η θέση οικονομικής ισχύος την οποία κατέχει μια επιχείρηση, η οποία της παρέχει την εξουσία να εμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, προσφέροντάς της τη δυνατότητα ανεξάρτητης, σε σημαντικό βαθμό, συμπεριφοράς έναντι των ανταγωνιστών της, των πελατών της και, σε τελική ανάλυση, των καταναλωτών (βλ. Δικαστήριο ΕΕ, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, C- 27/76, United Brands Company και United Brands Continentaal BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1978] 207, σκέψη 65; Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-250/92, Gottrup Klimm Grovvareforening κατά Dansk Landbrugs Grovvareselskab AmbA, Συλλογή [1994] I-5641, σκέψη 47; Πρωτοδικείο ΕΕ, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, T-139/98, AAMS κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001 II-3413, σκέψη 51; Απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, T-65/98, Van den Bergh Foods κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-4653, σκέψη 154; Aπόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C-202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. 2369, σκέψη 99). Το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει σε επιχείρηση να κατακτά, με τις δικές της ικανότητες, τη δεσπόζουσα θέση σε μια αγορά και μολονότι, κατά μείζονα λόγο, η διαπίστωση της υπάρξεως μιας τέτοιας δεσπόζουσας θέσεως δεν συνεπάγεται καθεαυτή καμία μομφή έναντι της ελεγχόμενης επιχείρησης (βλ., ΔΕΕ, Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, C-322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή [1983]  3461, σκέψη 57; Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, C-395/96 P και C-396/96 P, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή [2000] I 1365, σκέψη 37), κατά πάγια ωστόσο νομολογία, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υπέχει ειδική ευθύνη να μη θίγει, με τη συμπεριφορά της, τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (βλ, ΔΕΕ, Απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C 202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή [2009] I 2369, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως προκύπτει εν γένει από τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, λαμβανόμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη καθοριστικοί (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, C- 27/76, United Brands Company και United Brands Continentaal BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1978] 207, σκέψη 66; Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-250/92, Gottrup Klimm Grovvareforening κατά Dansk Landbrugs Grovvareselskab AmbA, Συλλογή [1994] I-5641, σκέψη 47). Μεταξύ των παραγόντων αυτών, προεξέχουσα θέση έχει η ύπαρξη ιδιαιτέρως σημαντικών μεριδίων αγοράς. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, τα ιδιαιτέρως σημαντικά μερίδια αγοράς συνιστούν, αφ’ εαυτών, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, απόδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως. Η κατοχή ιδιαιτέρως σημαντικού μεριδίου αγοράς θέτει την επιχείρηση που κατέχει το μερίδιο αυτό επί ορισμένη περίοδο, με τον όγκο παραγωγής και προσφοράς που αντιπροσωπεύει –δεδομένου ότι οι κάτοχοι αισθητά μικρότερων μεριδίων δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν ταχέως τη ζήτηση εκ μέρους πελατών που θα επιθυμούσαν ενδεχομένως να εγκαταλείψουν την κατέχουσα το σημαντικότερο μερίδιο επιχείρηση–, σε θέση ισχύος που την καθιστά αναπόφευκτο εταίρο και, ήδη για τον λόγο αυτόν, της εξασφαλίζει, τουλάχιστον επί σχετικά μεγάλες περιόδους, την ανεξαρτησία συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τη δεσπόζουσα θέση (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης  Φεβρουαρίου 1979, C- 85/76, Hoffmann-La Roche & Co. AG κατά Επιτροπής, Συλλογή [1979] 461, σκέψη 41; Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, C-200/92, Συλλογή [1999] I-04399, σκέψη 256; Aπόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C-202/07 P, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. 2369, σκέψη 147; Πρωτοδικείο ΕΕ, απόφαση της, T-65/98, Van den Bergh Foods κατά Επιτροπής, Συλλογή [2004] 4, σκέψη 154; Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Τ-336/07, Telefonica κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 147).

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μερίδιο αγοράς 50 % αποτελεί, αφ’ εαυτού και πλην εξαιρετικών περιστάσεων, δεσπόζουσα θέση (βλ. Δικαστήριο ΕΕ Απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991, C-62/86, AKZO Chemie BV κατά Επιτροπής, Συλλογή [1991] I-03359, σκέψη 60; Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, C-200/92, Συλλογή [1999] I-04399, σκέψη 256). Ομοίως, μερίδιο αγοράς 70 % έως 80 % συνιστά, αυτό καθεαυτό, σαφή ένδειξη περί υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως (βλ. Πρωτοδικείο ΕΕ, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1991, Τ-30/89, Hilti AG κατά Επιτροπής, Συλλογή [1991] ΙI-01439, σκέψη 92; απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-191/98, T-212/98 έως T-214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II-3275, σκέψη 907, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, C-200/92, Συλλογή [1999] I-04399, σκέψη 257).

Περαιτέρω, πρόσθετα κριτήρια για τον προσδιορισμό της δεσπόζουσας θέσης, όπως διαμορφώθηκαν και ακολουθούνται από την νομολογία του ΔΕΕ είναι :

  • Το ποσοστό συμμετοχής άλλων ανταγωνιστών στην αγορά – Το μερίδιο αγοράς μιας επιχείρησης προκειμένου να αποτελέσει επαρκή ένδειξη δεσπόζουσας θέσης πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τα μερίδια αγοράς των κύριων ανταγωνιστών της.
  • Η ύπαρξη φραγμών εισόδου στη συγκεκριμένη αγορά που εμποδίζουν την ανάπτυξη του δυνητικού ανταγωνισμού – Οι φραγμοί εισόδου δύνανται να ανήκουν σε μία από τις ακόλουθες δύο κατηγορίες: (α) διαρθρωτικοί φραγμοί εισόδου και (β) νομοθετικοί-κανονιστικοί φραγμοί εισόδου. Διαρθρωτικοί φραγμοί εισόδου υφίστανται σε περιπτώσεις όπου η φύση της τεχνολογίας σε συνδυασμό με τα σχετικά κόστη που συνεπάγεται η εφαρμογή της και/ή το επίπεδο της ζήτησης υπηρεσιών είναι τέτοια που οδηγούν σε διαφορετικές συνθήκες/ ασύμμετρους όρους μεταξύ υφιστάμενων και νεοεισερχόμενων φορέων, παρεμποδίζοντας ή αποκλείοντας την είσοδο των τελευταίων στην αγορά. Οι νομοθετικοί-κανονιστικοί φραγμοί εισόδου απορρέουν από νομοθετικά, διοικητικά ή άλλου είδους κρατικά μέτρα τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο στους όρους εισόδου ή/ και τοποθέτησης φορέων εκμετάλλευσης στη σχετική αγορά (βλ. Jones Alison, Sufrin Brenda (2008), EC Competition Law, 3rd Edition, Oxford : Oxford University Press, pp. 84 – 92 and 407 – 425. Σχετικά με την προκειμένη περίπτωση βλ. Ενδεικτικά Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απόφαση της 18ης Ιουλίου 1988, Υπόθεση IV/30.178, Napier Brown v British Sugar, OJ L 284, 19.10.1988, σκέψεις 56 – 60).
  • Λοιποί παράγοντες – Άλλοι παράγοντες που έχουν θεωρηθεί ως ενδεικτικοί της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης είναι η συνολική δύναμη της επιχείρησης, η ποικιλία των προϊόντων της, η ισχύς επί των τιμών η ύπαρξη οικονομιών κλίμακας, η συμπεριφορά της αλλά και η δύναμη των καταναλωτών να επιδρούν στις επιχειρηματικές αποφάσεις μιας επιχείρησης.

Συμπίεση περιθωρίου τιμών εμφανίζεται στις περιπτώσεις, όπου μία επιχείρηση είναι οργανωμένη με κάθετη ολοκλήρωση με την έννοια της δραστηριοποίησης σε δύο ή περισσότερα επίπεδα της παραγωγικής διαδικασίας (βλ. European Regulators Group, Report on the Discussion on the application of margin squeeze tests to bundles, March 2009, ERG (09) 07, para. 13. Βλ. όμως και όλη τη σχετική νομολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΕΕ, Βλ. ιδίως Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απόφαση της 18ης Ιουλίου 1988, Υπόθεση IV/30.178, Napier Brown v British Sugar, OJ L 284, 19.10.1988; Απόφαση της 21ης Μαΐου 2003, Υπόθεση COMP/C-1/37.451, 37.578, 37.579, Deutsche Telekom AG, OJ L 263/9, 14.10.2003; Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2007, Υπόθεση COMP/38.784, Wanadoo Espana v. Telefonica (2008/C 83/05); Πρωτοδικείο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2000, Τ-5/97, Industrie des Poudres Sphériques SA v Commission, Συλλογή 2000, σ. ΙΙ-3755; Απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, T-271/03, Deutsche Telekom AG v. Commission, Συλλογή 2008, σ. II-477; Απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Τ-336/07, Telefonica κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB; ΔΕφΑθ 2193/2009, ΔιΜΕΕ 2009/567).

Σε τέτοιες περιπτώσεις παρατηρούνται προσπάθειες μόχλευσης της ισχύος από την ανάντη στην κατάντη αγορά. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, όπου είναι πιο συχνά εξαιτίας της δομής τους ως δικτυακών αγορών και των ισχυρών φραγμών εισόδου που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, το άρθρο 41 § 1 του Ν. 4070/2012, που ενσωματώνει στην Ελληνική έννομη τάξη το τροποποιημένο άρθρο 14 § 3 της Οδηγίας Πλαίσιο 2002/21/ΕΚ, προβλέπει την επιβολή ex ante ρύθμισης από τις εθνικές αρχές επικοινωνιών ως εξής (βλ. Οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 , για την τροποποίηση των οδηγιών 2002/21/ΕΚ σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, 2002/19/ΕΚ σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες καθώς και με τη διασύνδεσή τους, και 2002/20/ΕΚ για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών) :

«Εάν μια επιχείρηση έχει σημαντική ισχύ σε μια συγκεκριμένη αγορά (πρώτη αγορά), είναι δυνατόν να οριστεί ως έχουσα σημαντική ισχύ και σε μια στενά συνδεδεμένη με αυτήν αγορά (δεύτερη αγορά), εάν οι δεσμοί μεταξύ των δύο αγορών είναι τέτοιοι ώστε να είναι δυνατή η εκμετάλλευση της ισχύος στην πρώτη αγορά στο πλαίσιο της δεύτερης αγοράς, με αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της θέσης ισχύος της επιχείρησης. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να ληφθούν στη δεύτερη αγορά επανορθωτικά μέτρα, με στόχο την αποτροπή της εκμετάλλευσης αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 50 και 52 του παρόντος και, εάν τα εν λόγω μέτρα αποδειχθούν ανεπαρκή, είναι δυνατόν να επιβληθούν επανορθωτικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος.»

Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ εταιρείες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων θα πρέπει να θεωρούνται ως ενιαία οικονομική μονάδα, που εμπίπτει στην έννοια της επιχείρησης με βάση το άρθρο 102 ΣυνθΛΕΕ, εφόσον ως προς την υπό διερεύνηση συμπεριφορά κάθε μία από αυτές δεν απολαύει πραγματικής αυτονομίας αλλά εκτελεί εσωτερικά κατανεμημένες δραστηριότητες στα πλαίσια μίας κοινής γραμμής δράσης του ομίλου (βλ. ενδεικτικά ΔΕΕ, απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1974, C- 15/74, Centrafarm κατά Sterling Drug; απόφαση της 4ης Μαΐου 1988, C – 30/87, Bodson κατά Pompes Funebres des Regions Liberees SA).  Έτσι, στην απόφαση Viho Europe BV κατά Commission το Δικαστήριο ΕΕ απεφάνθη ότι μία μητρική εταιρεία και οι κατεχόμενες κατά 100% από αυτήν θυγατρικές αποτελούν μία ενιαία οικονομική μονάδα (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, C – 73/95, ECR I – 5457).

Καταχρηστική Εκμετάλλευση Δεσπόζουσας Θέσης με Συμπίεση Περιθωρίου

Η απαγόρευση της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως καλύπτει κάθε συμπεριφορά που μπορεί να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς και που έχει ως αποτέλεσμα να κωλύεται η διατήρηση του υφισταμένου στην αγορά ανταγωνισμού ή η ανάπτυξή του, λόγω της χρησιμοποιήσεως διαφορετικών μέσων από εκείνα που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό (Βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, C – 85/76, Hoffmann – La Roche κατά Επιτροπής, Συλλογή [1979] 461, σκέψη 91; Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, C- 322/81, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, Συλλογή [1983] 3461, σκέψη 70, Απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991, C-62/86, AKZO Chemie BV κατά Επιτροπής, Συλλογή [1991] I-03359, σκέψη 69; Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, C-95/04, British Airways plc κατά Επιτροπής, Συλλογή [2007] I – 02331 σκέψη 66).

Στα πλαίσια αυτά, το άρθρο 2 του Ν. 3959/2011, όπως ερμηνεύεται με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ, απαγορεύει σε κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση να εφαρμόζει τιμολογιακές πρακτικές οι οποίες αναπτύσσουν αποτελέσματα αποκλεισμού για τους εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές της, πραγματικούς ή εν δυνάμει, ήτοι πρακτικές οι οποίες καθιστούν δυσχερέστερη, ή ακόμα και αδύνατη, την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην αγορά, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δεσπόζουσα θέση της με μέσα άλλα από εκείνα που εντάσσονται στο πλαίσιο υγιούς ανταγωνισμού (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-280/08, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή [2010] I-09555, σκέψη 177; Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB, σκέψεις 39 – 40 με εκεί παραπομπές σε περαιτέρω νομολογία).

Στα φαινόμενα καταχρηστικών συμπεριφορών, που αντίκεινται στο άρθρο 2 του Ν. 3959/2011, συγκαταλέγονται και περιπτώσεις, όπου μία επιχείρηση αποπειράται να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε μία αγορά μέσω της εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης της σε άλλη, καταφεύγοντας σε πρακτικές συμπίεσης περιθωρίου. Σχετικά, στην απόφαση TeliaSonera το ΔΕΕ έκρινε ότι (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB, σκέψεις 85 – 87) :

«[…] Μπορούν να χαρακτηριστούν ως καταχρηστικές ορισμένες συμπεριφορές σε αγορές στις οποίες δεν υπάρχει δεσπόζουσα θέση, που παράγουν αποτελέσματα είτε στις αγορές αυτές είτε στις αγορές στις οποίες υπάρχει δεσπόζουσα θέση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Tetra Pak κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 25).

Συγκεκριμένα, καίτοι η εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ προϋποθέτει την ύπαρξη δεσμού μεταξύ της δεσπόζουσας θέσεως και της φερομένης ως καταχρηστικής συμπεριφοράς, ο οποίος συνήθως δεν υπάρχει όταν μια συμπεριφορά σε αγορά διαφορετική από την αγορά στην οποία υπάρχει δεσπόζουσα θέση παράγει αποτελέσματα στην ίδια αυτή αγορά, εντούτοις, όταν πρόκειται για αγορές διακεκριμένες μεν, αλλά συναφείς, ειδικές περιστάσεις μπορούν να δικαιολογήσουν εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ σε συμπεριφορά διαπιστωθείσα στη συναφή αγορά, στην οποία δεν υφίσταται δεσπόζουσα θέση, και παράγουσα αποτελέσματα στην ίδια αυτή αγορά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 1985, 311/84, CBEM, Συλλογή 1985, σ. 3261, σκέψη 26, και Tetra Pak κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 27)

Τέτοιες περιστάσεις μπορεί να υπάρχουν όταν η συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως που είναι καθετοποιημένη και κατέχει δεσπόζουσα θέση σε αγορά προηγούμενου σταδίου συνίσταται στην προσπάθεια εκτοπισμού των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών στην αγορά επόμενου σταδίου, ιδίως μέσω της συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους αυτών. Τέτοιες συμπεριφορές ενδέχεται πράγματι, ιδίως λόγω των στενών δεσμών μεταξύ των σχετικών αγορών, να έχουν ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του ανταγωνισμού στην αγορά επόμενου σταδίου.»

Συμπίεση των περιθωρίων κέρδους θεμελιώνεται αν ένας ανταγωνιστής, που έχει την ίδια διάρθρωση κόστους με τη δραστηριότητα την οποία αναπτύσσει σε μεταγενέστερο στάδιο η καθετοποιημένη επιχείρηση, δεν μπορεί να είναι αποδοτικός στην αγορά του μεταγενέστερου σταδίου, δεδομένων των τιμών χονδρικής και λιανικής της επιχειρήσεως αυτής (βλ. Πρωτοδικείο ΕΕ, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Τ-336/07, Telefonica κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 213). Συνεπώς, η συμπίεση των περιθωρίων κέρδους προκύπτει από την απόκλιση μεταξύ των τιμών των παροχών χονδρικής και των τιμών των παροχών λιανικής και όχι από το επίπεδο των τιμών αυτών καθαυτές (βλ. Πρωτοδικείο ΕΕ, απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, T-271/03, Deutsche Telekom AG v. Commission, Συλλογή 2008, σ. II-477, σκέψεις 167, 189 – 191; απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Τ-336/07, Telefonica κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 187).

Για την θεμελίωση καταχρηστικής συμπίεσης περιθωρίου είναι απαραίτητη η σύγκριση ανάμεσα στην χονδρική τιμή, που χρεώνει η υπό έρευνα επιχείρηση για την αναγκαία εισροή της ανάντη αγοράς, και στη λιανική τιμή, με την οποία δραστηριοποιείται η ελεγχόμενη επιχείρηση στην κατάντη αγορά. Στην περίπτωση που το περιθώριο που προκύπτει από τη σύγκριση αυτή είναι αρνητικό ή δεν επαρκεί για την ύπαρξη δυνατότητας ανταγωνισμού στην κατάντη αγορά, τότε η συμπίεση περιθωρίου καθίσταται παράνομη και καταχρηστική. Όπως έχει κρίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην απόφαση Deutsche Telekom (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απόφαση της 21ης Μαΐου 2003, Υπόθεση COMP/C-1/37.451, 37.578, 37.579, Deutsche Telekom AG, OJ L 263/9, 14.10.2003, σκέψεις 107 – 108 και 140 – 141. Σημειώνεται ότι η απόφαση αυτή έχει επικυρωθεί τόσο σε πρωτοβάθμιο όσο και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο από το ΔΕΕ) :

«[…] καταχρηστική συμπίεση των τιμών στοιχειοθετείται όταν η διαφορά μεταξύ των λιανικών τελών μιας επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά και του χονδρικού τέλους για την παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών στους ανταγωνιστές της είναι αρνητική ή δεν επαρκεί για την κάλυψη του κόστους προϊόντος του φορέα που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά για την παροχή υπηρεσιών στους λιανικούς του πελάτες της κατάντη αγοράς.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ασκείται πίεση επί των εμπορικών περιθωρίων των ανταγωνιστών κατά τρόπο που νοθεύει τον ανταγωνισμό, επειδή τα περιθώρια είτε δεν υφίστανται είτε είναι τόσο περιορισμένα που δεν παρέχουν στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να ανταγωνισθούν τον εδραιωμένο φορέα εκμετάλλευσης στις αγορές της λιανικής πρόσβασης. Το ανεπαρκές περιθώριο μεταξύ των χονδρικών και των λιανικών τελών ενός καθετοποιημένου και κατέχοντα δεσπόζουσα θέση φορέα εκμετάλλευσης αποτελεί συμπεριφορά που νοθεύει τον ανταγωνισμό ιδίως όταν έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τρίτων παρόχων από τον ανταγωνισμό στην κατάντη αγορά, ακόμη και όταν αυτοί οι ανταγωνιστές είναι εξίσου αποδοτικοί όπως και ο εδραιωμένος φορέας εκμετάλλευσης (βλ. παραγράφους 117 – 119 της Ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στις συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (“Access Notice”) OJ C 265, 22.08.1998, pp. 2-28).

“[…] Όταν —όπως περιγράφεται ανωτέρω— οι χονδρικές και οι λιανικές υπηρεσίες είναι συγκρίσιμες, συμπίεση των τιμών υφίσταται όταν το περιθώριο μεταξύ των λιανικών και των χονδρικών τιμών της DT είναι αρνητικό ή, τουλάχιστον, όταν δεν επαρκεί για την κάλυψη του κατάντη κόστους της DT. Αυτό θα σήμαινε ότι η DT, κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα από το 1998 και ύστερα, δεν θα ήταν και δεν θα είναι σε θέση να παρέχει τις δικές της λιανικές υπηρεσίες χωρίς να υφίσταται ζημία στην περίπτωση που θα όφειλε να καταβάλλει τη χονδρική τιμή πρόσβασης ως εσωτερική τιμή μεταφοράς για τις δικές της λιανικές υπηρεσίες.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ασκείται πίεση επί των εμπορικών περιθωρίων των ανταγωνιστών ακόμη και όταν αυτοί λειτουργούν εξίσου αποδοτικά με την DT, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να παρέχουν τις λιανικές υπηρεσίες πρόσβασης σε ανταγωνιστική τιμή μόνο όταν καταφέρνουν να είναι αποδοτικότεροι από την DT. Ως εκ τούτου, η πίεση επί των περιθωρίων δημιουργεί στους ανταγωνιστές μία πρόσθετη πίεση αποδοτικότητας, η οποία δεν ασκείται επί του εδραιωμένου φορέα εκμετάλλευσης κατά την παροχή των δικών του λιανικών υπηρεσιών.”

Αντιστοίχως, στην απόφαση British Sugar η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κρίνει ότι (βλ. Απόφαση της 18ης Ιουλίου 1988, 88/518/ΕΟΚ, IV/30.178, Napier Brown – British Sugar, Επίσημη Εφημερίδα ΕΕ 1988, L 284, σ. 41, σκέψεις 65 και 66. Σημειώνεται ότι η απόφαση αυτή έχει επικυρωθεί σε πρωτοβάθμιο επίπεδο από το ΔΕΕ) :

«H BS [άφησε] ένα ανεπαρκές περιθώριο για […] πωλητή της ζάχαρης, με την ίδια παραγωγική αποδοτικότητα όπως η BS […] Η διατήρηση, εκ μέρους μιας εταιρείας που έχει δεσπόζουσα θέση […] ενός περιθωρίου μεταξύ της τιμής της πρώτης ύλης, την οποία χρεώνει στις εταιρείες που την ανταγωνίζονται στην κατασκευή του παράγωγου προϊόντος, και της τιμής την οποία χρεώνει για το παράγωγο προϊόν καθεαυτό το οποίο δεν αντανακλά επαρκώς το κόστος μετατροπής της δεσπόζουσας εταιρείας […] αποτελεί κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης […]».

Αλλά και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην πρόσφατη απόφαση TeliaSonera έχει επικυρώσει την προσέγγιση της Επιτροπής στο θέμα, κρίνοντας ότι (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB, σκέψεις 32 – 33) :

«[…] θα υφίστατο τέτοια συμπίεση των περιθωρίων κέρδους αν η απόκλιση μεταξύ των τιμών χονδρικής των ενδιάμεσων παροχών ADSL και των τιμών λιανικής για τις παροχές συνδέσεως υψηλής ταχύτητας προς τους τελικούς πελάτες ήταν είτε αρνητική είτε ανεπαρκής για να καλύψει το ειδικό κόστος των εν λόγω ενδιάμεσων παροχών ADSL με το οποίο η TeliaSonera πρέπει να επιβαρυνθεί για την παροχή των δικών της υπηρεσιών λιανικής στους τελικούς πελάτες, οπότε η απόκλιση αυτή αποκλείει τη δυνατότητα ενός ανταγωνιστή εξίσου αποτελεσματικού με την επιχείρηση αυτή να την ανταγωνιστεί για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών στους τελικούς πελάτες.

Συγκεκριμένα, σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος οι ανταγωνιστές, μολονότι είναι εξίσου αποτελεσματικοί με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, να μπορούν να λειτουργήσουν στην αγορά λιανικής μόνον επί ζημία ή με τεχνητά μειωμένα ποσοστά κερδοφορίας.»

Μέθοδος Υπολογισμού της Συμπίεσης των Περιθωρίων Κέρδους

Όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού της συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους, οι βασικοί κανόνες αυτής τέθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην απόφαση Telefonica και έχουν ως εξής (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2007, Υπόθεση COMP/38.784, Wanadoo Espana v. Telefonica (2008/C 83/05), σκέψεις 311 – 396. Η απόφαση αυτή έχει επικυρωθεί σε πρωτοβάθμιο επίπεδο από το ΔΕΕ) :

  1. Πρώτον, το επίπεδο αποτελεσματικότητας των ανταγωνιστών πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα το κόστος της υπό έρευνα επιχείρησης στην κατάντη αγορά (μέθοδος του «εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή»).
  2. Δεύτερον, η πρόσφορη μέθοδος για τον υπολογισμό των δαπανών και, επομένως του κόστους της λιανικής υπηρεσίας είναι η μέθοδος του μακροπρόθεσμου μέσου αυξητικού κόστους.
  3. Τρίτον, η εκτίμηση της κερδοφορίας σε βάθος χρόνου μπορεί να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με δύο μεθόδους, δηλαδή τη λεγόμενη μέθοδο «ανά χρονικό διάστημα» και τη μέθοδο των προεξοφλημένων ταμειακών ροών.
  4. Τέταρτον, ο υπολογισμός της συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει του χαρτοφυλακίου των υπηρεσιών που εμπορεύεται η υπό έρευνα επιχείρηση στη σχετική αγορά λιανικής, και
  5. Πέμπτον, για τον υπολογισμό της δυνατότητας αναπαραγωγής των τιμών σε μεταγενέστερο στάδιο, οι λιανικές τιμές της υπό έρευνα επιχείρησης πρέπει να είναι δυνατό να αναπαραχθούν από έναν εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή ο οποίος χρησιμοποιεί προϊόν χονδρικής της υπό έρευνα επιχείρησης σε καθεμία από τις σχετικές αγορές χονδρικής.

Τα παραπάνω κριτήρια ανάλυσης παρέχουν τη δυνατότητα να εξακριβωθεί αν η υπό έρευνα επιχείρηση θα ήταν σε θέση να προσφέρει τις δικές της παροχές λιανικής στους τελικούς πελάτες χωρίς να υφίσταται ζημία, στην περίπτωση που θα ήταν προηγουμένως υποχρεωμένη να καταβάλλει τις δικές της τιμές χονδρικής για τις αναγκαίες εισροές της ανάντη αγοράς (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB, σκέψη 42; απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-280/08, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή [2010] I-09555, σκέψη 201).

Τάση για τον Περιορισμό του Ανταγωνισμού στην Κατάντη Αγορά

Προϋπόθεση για την ύπαρξη παραβίασης του άρθρου 2 του Ν. 3959/2011, όπως αυτό ερμηνεύεται με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ, είναι η πρότερη απόδειξη ότι η καταχρηστική συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως τείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό ή, με άλλα λόγια, ότι η υπό έρευνα συμπεριφορά είναι ικανή να έχει τέτοιο αποτέλεσμα (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, C-95/04, British Airways plc κατά Επιτροπής, Συλλογή [2007] I – 02331 σκέψη 30). Αντιθέτως, δεν απαιτείται να αποδειχθεί η επέλευση κάποιου αποτελέσματος αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (βλ. Πρωτοδικείο ΕΕ, απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, T-271/03, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή [2008] II-477, σκέψη 234).  Καθώς δε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού δεν εμπίπτουν μόνον οι πρακτικές που ζημιώνουν άμεσα τους καταναλωτές, αλλά και οι πρακτικές που ζημιώνουν τους καταναλωτές πλήττοντας τον ανταγωνισμό, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση υπέχει ειδική ευθύνη να μη θίγει με τη συμπεριφορά της τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της αγοράς (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-280/08, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή [2010] I-09555, σκέψη 176 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Στα πλαίσια αυτά έχει κριθεί ότι μία επιχείρηση, που κατέχει δεσπόζουσα θέση, δεν επιτρέπεται να αποκλείει ανταγωνιστές από την αγορά, ενισχύοντας έτσι τη θέση της, δια της χρησιμοποιήσεως διαφορετικών μέσων σε σχέση με τα χρησιμοποιούμενα υπό συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού. Υπό αυτό το πρίσμα, δε μπορεί να θεωρείται θεμιτή κάθε πρακτική ανταγωνισμού δια των τιμών (βλ. Δικαστήριο ΕΕ απόφαση της 3ης Ιουλίου 1991, C-62/86, AKZO Chemie BV κατά Επιτροπής, Συλλογή [1991] I-03359, σκέψη 70). Συμπερασματικά, η ύπαρξη και μόνον τιμολογιακής πρακτικής μιας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως η οποία συνεπάγεται συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών της μπορεί να συνιστά καταχρηστική πρακτική, χωρίς να είναι αναγκαία η απόδειξη επιζήμιου για τον ανταγωνισμό αποτελέσματος (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-280/08, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή [2010] I-09555, σκέψεις 250 – 251; Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB, σκέψη 61).

Στα πλαίσια αυτά στις πρόσφατες και συναφείς με την υπό κρίση υπόθεση αποφάσεις Deutsche Telekom και TeliaSonera το Δικαστήριο ΕΕ έκρινε σε δεύτερο βαθμό ότι (βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, C-280/08, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, Συλλογή [2010] I-09555, σκέψεις 253 – 254; Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB, σκέψεις 63 – 65) :

«[…] η επίμαχη πρακτική, που υιοθετήθηκε από κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, [σ.σ. πρακτική συμπίεσης περιθωρίου] συνιστά κατάχρηση κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, διότι, δεδομένου ότι παράγει αποτελέσματα εκτοπισμού για τους τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικούς με αυτήν ανταγωνιστές της μέσω της συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους τους, μπορεί να καταστήσει δυσχερέστερη, ή ακόμα και αδύνατη, την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην οικεία αγορά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 253).

Κατά συνέπεια, για να αποδειχθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας της πρακτικής αυτής, το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα που αυτή παράγει στην αγορά πρέπει να υπάρχει, αλλά δεν πρέπει οπωσδήποτε να είναι συγκεκριμένο, καθόσον αρκεί η απόδειξη της δυνητικής υπάρξεως επιζήμιου για τον ανταγωνισμό αποτελέσματος ικανού να αποκλείσει τους ανταγωνιστές που είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

Συγκεκριμένα, όταν κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση εφαρμόζει πράγματι τιμολογιακή πρακτική η οποία συνεπάγεται συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών της με σκοπό τον εκτοπισμό αυτών από τη σχετική αγορά, το γεγονός ότι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, ήτοι ο εκτοπισμός των ανταγωνιστών αυτών, δεν επιτυγχάνεται εν τέλει δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της εν λόγω πρακτικής ως καταχρηστικής κατά το άρθρο 102 ΕΚ.

Στο ίδιο πνεύμα το Δικαστήριο ΕΕ αναφέρει ότι (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011, C-52/09, Konkurrensverket v TeliaSonera Sverige AB, σκέψεις 70, 73 – 74, 76 – 77) :

“[…] Συγκεκριμένα, όταν η πρόσβαση στην προμήθεια του προϊόντος χονδρικής είναι απαραίτητη για την πώληση του προϊόντος λιανικής, οι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί με τη δεσπόζουσα στην αγορά χονδρικής επιχείρηση ανταγωνιστές, δεδομένου ότι μπορούν να λειτουργήσουν στην αγορά λιανικής μόνον επί ζημία ή, εν πάση περιπτώσει, υπό συνθήκες περιορισμένης αποδοτικότητας, υφίστανται ένα ανταγωνιστικό μειονέκτημα στην αγορά αυτή ικανό να εμποδίσει ή να περιορίσει την πρόσβασή τους στην εν λόγω αγορά ή την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους σε αυτήν (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 234).

[…] Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί το επίπεδο της συμπιέσεως των περιθωρίων κέρδους των τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικών με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση ανταγωνιστών. Συγκεκριμένα, αν το περιθώριο είναι αρνητικό, δηλαδή αν, στην προκειμένη περίπτωση, η τιμή χονδρικής για τις ενδιάμεσες παροχές ADSL είναι υψηλότερη από την τιμή λιανικής για τις παροχές προς τους τελικούς πελάτες, το τουλάχιστον δυνητικό αποτέλεσμα εκτοπισμού είναι πιθανό, με δεδομένο το γεγονός ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι ανταγωνιστές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως, ακόμη και αν είναι εξίσου ή και πιο αποτελεσματικό από αυτή, θα είναι υποχρεωμένοι να πωλούν επί ζημία.

Αν, αντιθέτως, το ως άνω περιθώριο παραμένει θετικό, θα πρέπει τότε να αποδειχθεί ότι η εφαρμογή αυτής της τιμολογιακής πρακτικής ήταν ικανή, λόγω, παραδείγματος χάριν, μειώσεως της κερδοφορίας, να καταστήσει τουλάχιστον δυσχερέστερη για τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στη σχετική αγορά.

[…] Η εκτίμηση της οικονομικής δικαιολογήσεως τιμολογιακής πρακτικής που είναι δυνατόν να παράγει αποτέλεσμα εκτοπισμού και την οποία εφαρμόζει επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση πραγματοποιείται βάσει του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 73). Συναφώς, πρέπει να καθοριστεί αν το αποτέλεσμα εκτοπισμού που προκύπτει από μια τέτοια δυσμενή για τον ανταγωνισμό πρακτική μπορεί να αντισταθμιστεί ή ακόμη και να ξεπεραστεί με πλεονεκτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα τα οποία ωφελούν επίσης τον καταναλωτή. Αν το αποτέλεσμα εκτοπισμού της πρακτικής αυτής δεν έχει σχέση με τα πλεονεκτήματα για την αγορά και τους καταναλωτές ή αν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των πλεονεκτημάτων αυτών, η εν λόγω πρακτική πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική (απόφαση British Airways κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 86).

Πρέπει να συναχθεί συνεπώς το συμπέρασμα ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας τιμολογιακής πρακτικής που συνεπάγεται τη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους, είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι, λαμβανομένου ειδικότερα υπόψη του απαραίτητου χαρακτήρα του προϊόντος χονδρικής, η πρακτική αυτή παράγει ένα τουλάχιστον δυνητικό επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα στην αγορά λιανικής, χωρίς ουδόλως αυτό να δικαιολογείται από οικονομικής απόψεως.

Τις δυνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό από πρακτικές συμπίεσης περιθωρίου καταγράφει η επίσης πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπόθεση της Telefonica (βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2007, Υπόθεση COMP/38.784, Wanadoo Espana v. Telefonica (2008/C 83/05), σκέψη 557) :

«[…] Η ανταγωνιστικότητα της αγοράς ήταν πιθανό να περιοριστεί σε σύγκριση με την κατάσταση που θα επικρατούσε αν δεν λάμβανε χώρα η πρακτική της συμπίεσης του περιθωρίου κέρδους. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε πιθανότητα βλάβης για τους καταναλωτές. Αν όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμείνουν ίδιοι, οι καταναλωτές τελικά θα βρίσκονται σε χειρότερη θέση σε μια αγορά στην οποία η δομή του ανταγωνισμού νοθεύεται, περιορίζεται ή μειώνεται. Εν απουσία των στρεβλώσεων που απορρέουν από την υπό κρίση πρακτική συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους από την Telefónica, ο ανταγωνισμός μεταξύ των παρόχων στην λιανική αγορά ευρυζωνικών υπηρεσιών πιθανότατα θα είχε ενισχυθεί, δίχως τα εμπόδια από την τους ισχύοντες περιορισμούς στη λήψη αποφάσεων όσον αφορά την εξισορρόπηση μεταξύ της αύξησης του όγκου της τηλεπικοινωνιακής κίνησης και της κερδοφορίας. Χωρίς τέτοιους περιορισμούς στους ανταγωνιστικούς παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο, είναι πιθανό ότι η αγορά θα είχε παραδώσει μεγαλύτερα οφέλη για τους καταναλωτές στο σύνολό τους, όπως αύξηση των δυνατοτήτων επιλογής και της καινοτομίας.»

Από την παραπάνω αποδελτίωση των σχετικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Δικαστηρίου ΕΕ προκύπτει ότι ειδικότερες περιστάσεις σε πρακτικές συμπίεσης περιθωρίου κέρδους δύνανται να θεμελιώνουν την τάση για τον περιορισμό του ανταγωνισμού, όπως οι ακόλουθες περιστάσεις :

  • Δυνατότητα μέσω της υπό έρευνας πρακτικής για τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την σχετική αγορά.
  • Μη υποκαταστασιμότητα του προϊόντος της χονδρικής αγοράς για τη δραστηριοποίηση στην λιανική αγορά.
  • Αρνητικό περιθώριο κέρδους.
  • Αδυναμία αντιστάθμισης των απωλειών μέσω της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των ανταγωνιστών.

Περισσότερα

Βασικοί Κανόνες Ανταγωνισμού της Ενωσιακής Νομοθεσίας.
Ν. 3959/2011 για την «προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού» (ΦΕΚ 93/Α’/20.04.2011).