Εγκλήματα κατά της Τιμής Τελούμενα μέσω Ιστολογίων (Blogs)

Τα ιστολόγια (blogs) είναι ιστότοποι έκφρασης γνώμης και διεξαγωγής συζητήσεων. Αποτελούν πολύτιμα εργαλεία της κοινωνίας της πληροφορίας, μέσω των οποίων δίνεται η δυνατότητα σε κάθε χρήστη να εκφράζει γνώμες και, γενικότερα, να αναρτά περιεχόμενο στο διαδίκτυο ελεύθερα προσβάσιμο σε τρίτους. Μέσω αυτών δίνεται επίσης η δυνατότητα διάδρασης και διαπροσωπικής συζήτησης μεταξύ χρηστών μέσω της ανάρτησης σχολίων σε διαδικτυακές καταχωρήσεις του διαχειριστή του εκάστοτε ιστολογίου.

Εντούτοις, η ελευθερία έκφρασης μέσω των ιστολογίων δεν περιλαμβάνει την ελευθερία εξύβρισης, συκοφαντικής δυσφήμισης ή άλλων αξιόποινων προσβολών της τιμής και της υπόληψης τρίτων προσώπων. Συνεπώς, η φαινομενική ευκολία διάπραξης και η υπαρκτή δυσχέρεια καταστολής τέτοιων προσβολών δε συνεπάγεται το ότι η τιμώρηση των εγκλημάτων κατά της τιμής βρίσκει τα όριά της στο διαδίκτυο, αφού το κράτος δεν εξαιρεί τον κυβερνοχώρο από το ρυθμιστικό του πεδίο.

Ορισμός
Τα ιστολόγια (blogs) είναι διαδικτυακά ημερολόγια που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις  (hyperlinks) και καταχωρήσεις απόψεων, έχουν δε ως «βασική μονάδα» τους τις καταχωρήσεις και όχι τις εκάστοτε «σελίδες» (pages), όπως συμβαίνει με τους ιστότοπους (websites). Ο κάτοχος – διαχειριστής του διαδικτυακού ημερολογίου (blogger), ο οποίος μπορεί να είναι επώνυμος, ανώνυμος ή με ψευδώνυμο,  καταγράφει, ανακοινώνει και καταθέτει τις απόψεις του σε αυτό για διάφορα ζητήματα. Τα ιστολόγια είναι δυνατό να συνδέονται με άλλους ιστότοπους, ιστοσελίδες και blogs και να επιτρέπουν στους χρήστες -αναγνώστες τους να απαντήσουν στις απόψεις του γράφοντος, ανακοινώνοντας στο ίδιο ιστολόγιο τα δικά τους σχόλια, που είναι επίσης αναγνώσιμα από όλους τους τρίτους χρήστες του διαδικτύου. Τα ιστολόγια συντηρούνται από τους χρήστες τους (bloggers). Είναι διαδραστικά μέσα, που διαφέρουν από τις ιστοσελίδες, τις οποίες διατηρούν στο διαδίκτυο τα μέσα ενημέρωσης, γιατί η διαμόρφωση του περιεχομένου τους δεν αποφασίζεται μόνο από τους κατόχους – διαχειριστές τους αλλά από όλους τους χρήστες – αναγνώστες του εκάστοτε ιστολογίου. Τα διαδικτυακά ημερολόγια συνδέονται μεταξύ τους στενά και έτσι έχουν αναπτύξει το δικό τους πολιτισμό, ενώ για τον χαρακτηρισμό όλων των ημερολογίων του ιστού, ως κοινότητας και ως κοινωνικού δικτύου χρησιμοποιείται ο όρος «blogosphere». Στη συνείδηση των χρηστών του διαδικτύου, τα ιστολογία έχουν τη θέση του μέσου, όπου η ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται στην απόλυτη μορφή της (ΕφΘρακ 91/2012, ΠΠρΑθ 1767/2015).

Η Δημιουργία Ιστολογίων ως Δικαίωμα στην Κοινωνία της Πληροφορίας
Κατ’ αρχάς, η δημιουργία και διαχείριση ιστολογίων καθώς και η δημοσίευση έργων λόγου και τέχνης στο διαδίκτυο αποτελούν νόμιμα δικαιώματα, και πιο συγκεκριμένα, αναγνωρίζονται και προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως εκφάνσεις –τουλάχιστον – των ακόλουθων θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών :

  • Της ελευθερίας έκφρασης, που περιλαμβάνει το δικαίωμα της διαμόρφωσης, της κατοχής, της έκφρασης, της διάδοσης, της λήψης ή ακόμα και της αποσιώπησης μίας γνώμης και θεμελιώνει αξίωση με αρνητικό περιεχόμενο για αποχή της κρατικής εξουσίας από επεμβάσεις στην παρεμπόδιση της άσκησης της ελευθερίας αυτής (14 § 1 Σ, 10 § 1 ΕΣΔΑ, 19 § 2 ΔΣΑΠΔ, 11 ΧΘΔΕΕ).
  • Της ελευθερίας πληροφόρησης στην ενεργητική της μορφή, δηλαδή του δικαιώματος του πληροφορείν, που θεμελιώνει αξίωση με αρνητικό περιεχόμενο για αποχή της κρατικής εξουσίας από επεμβάσεις στην παρεμπόδιση της άσκησης της ελευθερίας αυτής, λειτουργώντας όμως και ως πολιτικό δικαίωμα με ενεργητικό περιεχόμενο, καθώς διευκολύνει το σχηματισμό της πολιτικής βούλησης και εγγυάται τη συνειδητή συμμετοχή των πολιτών στον έλεγχο της εξουσίας (5Α § 1 Σ).
  • Του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας, το οποίο περιλαμβάνει την αξίωση πρόσβασης τόσο στην υλικοτεχνική υποδομή της κοινωνίας της πληροφορίας όσο και στην ίδια την πληροφορία που διακινείται ηλεκτρονικά και το οποίο θεμελιώνει την υποχρέωση αποχής του κράτους από ενέργειες που περιορίζουν την απρόσκοπτη πρόσβαση και συμμετοχή των ατόμων στα αγαθά και τις εφαρμογές της κοινωνίας της πληροφορίας, ενώ από την άλλη δεσμεύει το κράτος σε θετικές ενέργειες με σκοπό την κατ’ αρχήν ισότιμη πρόσβαση όλων σε αυτήν (5Α § 2 Σ). Όπως έχει άλλωστε κριθεί και από τον ειδικό εισηγητή των Ηνωμένων Εθνών για την ελευθερία της έκφρασης, η πρόσβαση στις πληροφορίες μέσω διαδικτύου είναι ουσιώδης σε μια δημοκρατική κοινωνία (Report of the Special Rapporteur on the promotion and protection of the right to freedom of opinion and expression, UN Doc. A/66/290 της 10ης Αυγούστου 2011, σημείο 87).

Η δημιουργία και διαχείριση ιστολογίων δύναται επίσης να ασκείται και ανώνυμα / ψευδώνυμα. Η ελευθερία της ανώνυμης / ψευδώνυμης διαδικτυακής έκφρασης κρίνεται άξια προστασίας, καθώς η υποχρεωτικά επώνυμη έκφραση ενδέχεται να επηρεάζει αρνητικά το περιεχόμενο του μηνύματος καθώς και να οδηγεί σε περιορισμό της πολυμορφίας του δημοσίου διαλόγου εξαιτίας πιθανών δυσμενών συνεπειών στο πρόσωπο του εκφέροντος γνώμη. Η προστασία από το κράτος της ανώνυμης / ψευδώνυμης έκφρασης θεμελιώνεται επίσης στην θεσμική εγγύηση της ελεύθερης και πλουραλιστικής πληροφόρησης, η οποία δύναται να περιοριστεί σημαντικά, αν η ενάσκηση της ελευθερίας έκφρασης καταστεί υποχρεωτικά επώνυμη. Περαιτέρω, η ανώνυμη χρήση του διαδικτύου αποτελεί σήμερα ένα από τα μέσα άμυνας του πολίτη από τις επιθέσεις στην ιδιωτική του ζωή (βλ. και Σύσταση R (99) του Συμβουλίου της Ευρώπης). Κατά συνέπεια, η προστασία του δικαιώματος στην ανώνυμη / ψευδώνυμη δημιουργία και διαχείριση ιστοτόπων και ιστολογίων είναι σημαντικό μέσο για την αυτοπροστασία του ατόμου από την παρακολούθησή του και, τελικά, την προσβολή του εννόμου του αγαθού στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό.

Ιστολόγια & Εγκλήματα κατά της Τιμής
Το δικαίωμα στη δημιουργία και διαχείριση ιστολογίων δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα αλλά υπόκειται σε περιορισμούς. Έτσι, τελεί υπό την γενική επιφύλαξη υπέρ του νόμου και οριοθετείται ρητώς από περιορισμούς, που θεσπίζονται με τυπικό νόμο, δικαιολογούνται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων, και είναι απολύτως αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Συνεπώς, το δικαίωμα στη δημιουργία και διαχείριση ιστολογίων δε μπορεί παρά να βρίσκει τα όρια του, στις περιπτώσεις που το φιλοξενούμενο σε ιστολόγια διαδικτυακό περιεχόμενο, έστω και αν έχει αναρτηθεί από τρίτα πρόσωπα, προσβάλλει παρανόμως την τιμή και την υπόληψη τρίτων, όπως συμβαίνει όταν μέσω του φιλοξενούμενου περιεχομένου τελούνται εγκλήματα κατά της τιμής (361 επ. ΠΚ). Έχει λοιπόν κριθεί ότι η τιμώρηση των εγκλημάτων κατά της τιμής, ακόμα και όταν διαπράττονται στο διαδίκτυο, συνιστά θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης (ΠΠρΠειρ 27/2009, ΔιΜΕΕ 2009 : 65).

Τέτοια εγκλήματα προσβάλλουν το έννομο αγαθό της τιμής και της υπόληψης, που αποτελεί έκφανση της προσωπικότητας κάθε προσώπου. Συγκεκριμένα, ως προσωπικότητα νοείται το πλέγμα των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, ψυχική και κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, σε τρόπο ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Μεταξύ των κυριοτέρων εκδηλώσεων της προσωπικότητας περιλαμβάνονται η τιμή και η υπόληψη, δηλαδή η ηθική και κοινωνική αξία του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας και η οποία έχει ως πηγή την ατομικότητά του.

Ιστολόγια & Εγκλήματα δια του Τύπου
Σύμφωνα με το Σύνταγμα καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους (14 § 1 Σ). Περαιτέρω, ο Τύπος είναι ελεύθερος, ενώ η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται (14 § 2 Σ). Ο Τύπος επιτελεί λειτουργία “δημοσίου φύλακα του δημοκρατικού πολιτεύματος” (public watchdog function) (βλ. ΕΔΔΑ, Αποφ της 27.03.1996, προσφυγή 17488/1990, Goodwin v UK; Απόφ. της 20.05.1999, προσφυγή 21980/1993, Bladet Tromso et Stensaas v Norway). Λόγω του ρόλου αυτού, η δημοσιογραφική ελευθερία συνεπάγεται επίσης τη δυνατότητα να καταφεύγει κανείς σε κάποια δόση υπερβολής, ακόμη και πρόκλησης (Gaweda κατά Πολωνίας, αρ. 26229/95, παραγ. 34, ΕΔΔΑ 2002-ΙΙ). Στα πλαίσια της λειτουργίας αυτής το  ΕΔΔΑ έχει δεχθεί ότι ο δημοσιογραφικός λόγος δύναται να είναι ακόμη και ενοχλητικός, προκλητικός ή προσβλητικός (βλ. ΕΔΔΑ, Αποφ. της 07.12.1976, προσφυγή 5493/1972, Handyside v UK; Αποφ. της 14.03.2002, προσφυγή 26229/1995, Gaweda v Poland).

Ο Τύπος επιτελεί τα κοινωνικά λειτουργήματα της πληροφόρησης και της σύμπραξης για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Εντούτοις, αποτελεί κοινωνική λειτουργία, που σωρεύει σημαντική εξουσία στις σύγχρονες κοινωνίες, έχοντας χαρακτηριστεί, όχι αδίκως, ως τέταρτη εξουσία. Στα πλαίσια αυτά, ο Τύπος κινείται και αναπτύσσεται ελεύθερα, υπάγεται όμως σε ειδικό νομοθετικό καθεστώς που διασφαλίζει από τη δράση του την προστασία άλλων έννομων αγαθών, όπως της τιμής, της υπόληψη και, γενικότερα, της προσωπικότητας του καθενός. Το νομικό αυτό πλαίσιο προβλέπει αυξημένες ευθύνες προστασίας της τιμής και της υπόληψης για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και, έτσι, διαφοροποιείται από τους γενικούς κανόνες προστασίας της προσωπικότητας, που εφαρμόζονται σε καταχρήσεις της ελευθερίας έκφρασης διεξαγόμενες με μέσα και τρόπους, που δε φέρουν την ιδότητα του Τύπου. Προκύπτει λοιπόν ζήτημα αν τα ιστολόγια υπάγονται στην έννοια του Τύπου και, επομένως, οι διαχειριστές τους φέρουν αυξημένες ευθύνες κατά την άσκηση της ελευθερίας έκφρασης μέσω αυτών. Ορθώς η απάντηση της Ελληνικής νομολογίας είναι αρνητική. Τα ιστολόγια αποτελούν κατά κανόνα πεδίο ανταλλαγής προσωπικών απόψεων μεταξύ ενδιαφερόμενων και, επομένως, δε σωρεύουν την κοινωνική εξουσία, που παρατηρείται σε μέσα μαζικής ενημέρωσης, και αποτελεί τον δικαιοπολιτικό σκοπό της επιβολής αυξημένων εγγυήσεων στη λειτουργία του Τύπου.

Ειδικά, η νομοθεσία περί Τύπου έχει ως εξής :

  1. Αντικειμενική Ευθύνη Ιδιοκτήτη Εντύπου – Ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, οι οποίες υπαιτίως προξενήθηκαν με δημοσίευμα που θίγει την τιμή ή την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 του ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 του ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια, συντρέχει στον συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή τον διευθυντή σύνταξης του εντύπου (άρθρο 1 § 1 του Ν 1178/1981).
  2. Ελάχιστο Όριο Χρηματικής Ικανοποίησης για Ηθική Βλάβη – Ως ελάχιστο όριο της χρηματικής ικανοποίησης του ζημιωθέντος από την παραπάνω πράξη καθορίζεται, εφόσον αυτή τελέστηκε διά του τύπου, κατά την κρίση του Δικαστή, όχι κατώτερο των αναφερόμενων κατά περίπτωση ποσών, ειδικά δε προκειμένου για εφημερίδες ως κατώτατο όριο καθορίζεται το ποσό των 10.000.000 δρχ. (29.000,00 ευρώ) για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης και για τα περιοδικά που κυκλοφορούν μέσω των πρακτορείων εφημερίδων και το ποσό των 2.000.000 δρχ. (5.900,00 ευρώ) για τις άλλες εφημερίδες, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό και αυτό ανεξάρτητα από την απαίτηση προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία (άρθρο 1 § 2 του Ν 1178/1981).
  3. Εις Ολόκληρον Ευθύνη – Για τυχόν παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας τρίτου μέσω δημοσιεύματος ο ιδιοκτήτης, εκδότης, διευθυντής και συντάκτης ευθύνονται εις ολόκληρον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 926 του ΑΚ (ΑΠ 853/2008, ΑΠ 1395/2005, ΑΠ 782/2005 Α΄ δημ. ΝΟΜΟΣ), κατά την οποία «Αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία». Το ελάχιστο όριο χρηματικής ικανοποίησης εφαρμόζεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, φυσικού ή νομικού προσώπου, για τον οποίο καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη, αφού ο συντάκτης του επιλήψιμου δημοσιεύματος, ο εκδότης του εντύπου, αν αυτός δεν ταυτίζεται με τον ιδιοκτήτη, και ο διευθυντής σύνταξης ευθύνονται προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης που έχει προκληθεί από το επιλήψιμο δημοσίευμα κατά τις κοινές διατάξεις των άρθρων 57,59,914,919,920,932 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361-363 του ΠΚ (ΑΠ 1573/2005 ΕλλΔνη 2006,840, ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 2006,187, ΑΠ 387/2005 ΕλλΔνη 2006,168, ΑΠ 1505/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 389/2004 ΕλλΔνη 2005,1714, ΑΠ 1252/2003 ΕλλΔνη 2005,486, ΑΠ 1267/2003 ΕλλΔνη 2005,490). Εντούτοις, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, προκύπτει ότι, αν δεν υπάρχει, για οποιοδήποτε λόγο, υπαιτιότητα στο πρόσωπο του συντάκτη παραγωγού, δημοσιογράφου, συντονιστή ή παρουσιαστή της εκπομπής κ.λπ., δεν υπάρχει δε και υπαιτιότητα ούτε του εκδότη, δηλαδή του νόμιμου εκπροσώπου της αδειούχου εταιρίας, δεν θεμελιώνεται αξίωση προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης εκείνου που ενδεχομένως έχει προσβληθεί (ΑΠ 1904/2008 ΕλλΔνη 2010,781), ενώ δεν θεμελιώνεται τέτοια αξίωση κατά του σχολιαστή εκπομπής, εκτός αν πρόκειται για εκπομπή που παρουσιάζει αυτός (ΑΠ 366/2011 Α΄ δημ. ΝΟΜΟΣ).
  4. Αντικειμενική Ευθύνη Ιδιοκτήτη Ραδιοτηλεοπτικού Μέσου – Στο άρθρο μόνο του Ν 1178/1981, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, υπάγονται και οι τηλεοπτικοί και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, στα δε κατά το Ν 1178/1981 «δημοσιεύματα» περιλαμβάνονται και οι τηλεοπτικές και οι ραδιοφωνικές εκπομπές. Συνακόλουθα, προκειμένου για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, ως «εκδότης» νοείται ο νόμιμος ή οι περισσότεροι νόμιμοι εκπρόσωποι της αδειούχου εταιρίας, ως «διευθυντής» ο υπεύθυνος προγράμματος και προκειμένου για ειδησεογραφικές εκπομπές ο διευθυντής του τμήματος των ειδήσεων, ως «συντάκτης» δε του δημοσιεύματος ο παραγωγός ή ο δημοσιογραφικός υπεύθυνος ή ο δημοσιογράφος-συντονιστής ή παρουσιαστής της εκπομπής, ανάλογα με το είδος και τη δομή της εκπομπής (άρθρο 4 § 10 του Ν. 2328/1995).
  5. Λοιπές Υποχρεώσεις Ραδιοτηλεοπτικών Μέσων – Οι κάθε είδους εκπομπές (συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων) που μεταδίδουν οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί πρέπει να σέβονται την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο, την επαγγελματική, κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου ή στοιχεία επαρκή για τον προσδιορισμό του οποίου μεταδίδονται (άρθρο 3 § 1 β΄ του Ν. 2328/1995). Περαιτέρω, η μετάδοση των γεγονότων μέσω σταθμών πρέπει να είναι αληθής, ακριβής και όσο είναι δυνατό πλήρης. Τα γεγονότα πρέπει να παρουσιάζονται με προσοχή και αίσθημα ευθύνης, ώστε να μην δημιουργούν υπέρμετρη ελπίδα, σύγχυση ή πανικό στο κοινό (άρθρο 5 § 1 του ΠΔ 77/2003). Πληροφορίες, που δεν έχουν ελεγχθεί, δεν πρέπει να μεταδίδονται (άρθρο 8 § 1 του ΠΔ 77/2003). Ειδήσεις και σχόλια, κρίσεις ή απόψεις πρέπει να διακρίνονται με τρόπο σαφή. Υποθέσεις ή πιθανολογήσεις δεν πρέπει να παρουσιάζονται ως γεγονότα (άρθρο 15 § 1 του ΠΔ 77/2003).
  6. Αυτόφωρη Διαδικασία – Για τα αδικήματα, που τελούνται δια του τύπου, ακολουθείται πάντοτε η διαδικασία του αυτοφώρου (άρθρο 242 § 4 ΚΠΔ).
  7. Ταχεία Εκδίκαση Αγωγών με τη Διαδικασία των Εργατικών Διαφορών – Πάσης φύσεως διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε δια του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, ως και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων εκδικάζονται από τα καθ’ ύλην αρμόδια δικαστήρια με τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 681 δ’ § 1 ΚΠολΔ). Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων στη συζήτηση της υποθέσεως είναι είκοσι (20) ημέρες. Ορίζεται υποχρεωτικώς δικάσιμος που να μην απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες από την κατάθεση του δικογράφου στο δικαστήριο. Η συζήτηση στο ακροατήριο τελειώνει σε μια δικάσιμο και το δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την απόφασή του μέσα σε ένα (1) μήνα από τη συζήτηση της υποθέσεως. Οι διάδικοι έως το τέλος της συζητήσεως στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα. Απόφαση για διεξαγωγή αποδείξεως δεν εκδίδεται.  (Αναβολή συζητήσεως επιτρέπεται μόνο μία φορά και λόγω σοβαρού κωλύματος που πρέπει να πιθανολογηθεί). Η αναβολή γίνεται με επισημείωση στο πινάκιο και δενμπορεί να υπερβεί τις τριάντα (30) ημέρες (άρθρο 681 δ’ § 4 ΚΠολΔ).
  8. Η Εφαρμογή από τον Δικαστή της Αρχής της Αναλογικότητας κατά τον Υπολογισμού της Χρηματικής Ικανοποίησης – Οι προαναφερόμενες διατάξεις, κατά τις οποίες η χρηματική ικανοποίηση του αδικηθέντος για εγκλήματα που τελέστηκαν διά του τύπου οριζόταν σε ορισμένο κατώτατο όριο, σκοπό είχαν να διασφαλίσουν μία ελάχιστη προστασία των πολιτών, από ιδιαίτερα έντονες, εκ της μεγάλης δημοσιότητας, προσβολές της τιμής και της υπολήψεώς τους και είχε κριθεί πως ήταν σύμφωνες, με την εκ του άρθρου 2 § 1 επιταγή του Συντάγματος, για το σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, ως πρωταρχικής υποχρέωσης της πολιτείας. Αποτελεί δε άσκηση, της παρεχόμενης από το άρθρο 26 § 1 του Συντάγματος, εξουσίας του νομοθέτη, δικαιούμενου κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό κυρώσεων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη συμπεριφορά των πολιτών, να θέτει και ελάχιστα ή ανώτατα όρια ή και τα δύο μαζί, κατ’ αφηρημένη αξιολόγηση, μέσα στα οποία υποχρεούται να κινηθεί ο Δικαστής, κατά την εξειδίκευση του κανόνα στη συγκεκριμένη περίπτωση, χωρίς να συνιστά και ανεπίτρεπτη, κατά την § 3 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος, επέμβαση στη δικαιοδοτική εξουσία του Δικαστή. Κατά την άσκηση δηλαδή της εξουσίας αυτής θεωρήθηκε ότι ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει, τόσο τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, εξαιτίας αστικού ή ποινικού αδικήματος, όσο και τη μορφή τους, καθώς και ελάχιστο, στην περίπτωση χρηματικής ικανοποιήσεως ποσό, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο πεδίο του ποινικού δικαίου, με τον καθορισμό πλαισίου των στερητικών της ελευθερίας και των χρηματικών ποινών. Κρίθηκε όμως ότι και το δικαστήριο δικαιούται παράλληλα και υποχρεούται, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, να ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση του προβλεπόμενου από το νόμο ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποιήσεως, παραβιάζεται, η Συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια της «αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού» και σε περίπτωση παραβιάσεώς της, εν όψει των ιδιαίτερων συνθηκών (είδος και βαρύτητα της προσβολής, εκτάσεως της δημοσιότητας, βαθμού υπαιτιότητας και κοινωνικής θέσεως και οικονομικής καταστάσεως των μερών), να μην εφαρμόσει τη διάταξη για το ελάχιστο όριο και να επιδικάσει μικρότερο ποσό χρηματικής ικανοποίησης. Η αρχή της αναλογικότητας, διέπει το σύνολο της εννόμου τάξεως, γίνεται δε πλέον αναφορά περί αυτής και στο άρθρο 25 § 1 εδ. 2 του Συντάγματος (όπως ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από την Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο, οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια της αδυναμίας του κοινού νομοθέτη, να θεσπίζει κυρώσεις, που καθίστανται στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρμετρες και δυσανάλογες, εν αναφορά προς το μέγεθος της προσβολής του συγκεκριμένου έννομου αγαθού, του οποίου επιδιώκεται η προστασία, πράγμα που ερευνάται δικαστικά, κατά τον έλεγχο της Συνταγματικότητας του νόμου (ΑΠ 195/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1183/2006 ΕλλΔνη 2006,1444, ΑΠ 1462/2005 ό.π. (ΕλλΔνη 2006,187), ΑΠ 387/2005 ό.π. (ΕλλΔνη 2006,1680), ΑΠ 1020/2004 ΕλλΔνη 2005,490).
  9. Κριτήρια Υπολογισμού της Χρηματικής Ικανοποίησης από τα Δικαστήρια – Με το άρθρο 37 του Ν. 4356/2015 καταργήθηκαν τα ελάχιστα ποσά χρηματικής ικανοποίησης του Ν. 1178/1981, ευθυγραμμίζοντας έτσι το γράμμα του νόμου με τα πορίσματα της νομολογίας. Πλέον, τα δικαστήρια είναι αποκλειστικά αρμόδια για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως : α) τις επιπτώσεις του δημοσιεύματος στον αδικηθέντα, καθώς και στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του, β) το είδος, τη φύση, τη σπουδαιότητα, τη βαρύτητα και την απαξία των γεγονότων, πράξεων ή χαρακτηρισμών που του αποδόθηκαν με το δημοσίευμα, γ) το είδος της προσβολής, που υπέστη, δ) την ένταση του πταίσματος του εναγομένου, ε) τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, και στ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων (άρθρο Μόνο § 2 του Ν. 1178/1981).
  10. Η Εξωδικαστική Προδικασία στα Αδικήματα περί Τύπου – Ο αδικηθείς, πριν ασκήσει αγωγή για την προσβολή που υπέστη, υποχρεούται να καλέσει με έγγραφη, εξώδικη πρόσκλησή του τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ή όταν αυτός είναι άγνωστος τον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξής του, να αποκαταστήσει την προσβολή με την καταχώριση σε αυτό κειμένου που του υποδεικνύει. Στο κείμενο αυτό προσδιορίζονται και οι λέξεις ή φράσεις που θεωρήθηκαν προσβλητικές και πρέπει να ανακληθούν και οι λόγοι για τους οποίους η συγκεκριμένη αναφορά υπήρξε προσβλητική. Η αποκατάσταση θεωρείται ότι επήλθε αν ο ιδιοκτήτης του εντύπου, άλλως ο εκδότης ή ο διευθυντής σύνταξης αυτού, εντός διαστήματος δέκα (10) ημερών ή, σε κάθε περίπτωση, στο αμέσως επόμενο τεύχος: α) ανακαλέσει ρητά την προσβολή με την παραπάνω δημοσίευση, που γίνεται στην ίδια ή, αν δεν υπάρχει αυτή, σε ανάλογη θέση και φύλλο της αντίστοιχης ημέρας κυκλοφορίας της εφημερίδας, που είχε καταχωριστεί η αρχή του επιλήψιμου δημοσιεύματος, και σε έκταση και μέγεθος ανάλογο με το τελευταίο, και β) κοινοποιήσει στον αδικηθέντα το ως άνω δημοσίευμα αποκατάστασης. Η παρέλευση άπρακτου διαστήματος δέκα (10) ημερών ή η μη δημοσίευση στο αμέσως επόμενο τεύχος θεωρείται άρνηση εκ μέρους του ιδιοκτήτη ή εκδότη του εντύπου. Η παράλειψη της παραπάνω διαδικασίας έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Η αγωγή αποζημίωσης πρέπει να ασκηθεί εντός έξι (6) μηνών από την πάροδο της προθεσμίας των δέκα (10) ημερών ή της ρητής αρνητικής απάντησης, εφόσον αυτή έχει δοθεί νωρίτερα, ή από την έκδοση του αμέσως επόμενου τεύχους. Εάν λάβει χώρα η αποκατάσταση της προσβολής, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν μπορεί να υπάρξει αστική αξίωση δια της δικαστικής οδού. Κατ’ εξαίρεση, όταν το επιλήψιμο δημοσίευμα αφορούσε επικείμενο γεγονός μείζονος σημασίας για την ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική πρόοδο του αδικηθέντος και η αποκατάσταση της σχετικής προσβολής επακολούθησε αυτού, η τελευταία δύναται να θεωρηθεί ως μη πλήρης και διατηρείται η αξίωση ανάλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Αν παρά τη δημοσίευση της ανάκλησης έχει αποδεδειγμένα προκληθεί στον αδικηθέντα περιουσιακή ζημία που οφείλεται στο επιλήψιμο δημοσίευμα, ο ενάγων δικαιούται να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο μόνο για την αξίωση αυτή. Η εκδίκαση της κατά το παρόν άρθρο αγωγής χωρεί ανεξάρτητα από την άσκηση ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη, καθώς και της τυχόν για οποιονδήποτε λόγο αναβολής ή αναστολής της ποινικής διαδικασίας που έχει αρχίσει. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται κατά την άσκηση του δικαιώματος επανόρθωσης στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του Π.δ. 100/2000 (άρθρο Μόνο § 5 του Ν. 1178/1981).
  11. Εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα το αργότερο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διατάσσει με την καταψηφιστική απόφασή του και την καταχώριση στην εφημερίδα αυτή περιλήψεως της αποφάσεως. Η περίληψη αυτή αρκεί να περιέχει: α) τον αριθμό και τη χρονολογία δημοσιεύσεως της αποφάσεως, β) το δικαστήριο που την εξέδωσε, γ) το ονοματεπώνυμο του θιγέντος από το επιλήψιμο δημοσίευμα, δ) τις φράσεις που κρίθηκαν δυσφημιστικές ή εξυβριστικές, βάσει των οποίων επιδικάστηκε η αποζημίωση ή η χρηματική ικανοποίηση και ε) το φύλλο της εφημερίδας και την ημερομηνία δημοσιεύσεώς τους. Η περίληψη αυτή και η είδηση ότι καταδικάστηκε η εφημερίδα δημοσιεύεται στην ίδια θέση της εφημερίδας, που είχε καταχωριστεί η αρχή του επιλήψιμου δημοσιεύματος, εντός δεκαπέντε ημερών από της επιδόσεως της τελεσίδικης απόφασης. Με την απόφαση καθορίζεται χρηματική ποινή για κάθε ημέρα καθυστέρησης δημοσίευσης της απόφασης ίση προς το 1/10 της ελάχιστης αποζημίωσης που επιδικάζεται κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού (άρθρο Μόνο § 6 του Ν. 1178/1981).

Οι παραπάνω διατάξεις περί εγκλημάτων δια του τύπου εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητας οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο (Internet), μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων. Και αυτό δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο και η αντιμετώπιση τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η διαδικτυακή πληροφόρηση δεν διαφέρει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της από εκείνη που παρέχεται από τον ηλεκτρονικό τύπο, ιδίως δε ως προς τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά της που οδήγησαν τον νομοθέτη στην καθιέρωση ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από την λειτουργία τους, ήτοι την εμβέλεια δράσης του, που μάλιστα στο διαδίκτυο είναι παγκόσμια, και συνακόλουθα του αριθμού των αποδεκτών όσων δια αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προβολή εκείνου που θίγεται από την διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών (βλ. και ΕφΔωδ 220/2013, ΕφΔωδ. 36/2011, δημ. Νόμος, ΕφΠειρ. 680/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑ6.8962/2006 Δημ. Νόμος). Μάλιστα, η καταχώρηση σε μία ιστοσελίδα παρουσιάζει την ιδιομορφία, ότι, ενώ η δημοσίευση σε συγκεκριμένο φύλλο εφημερίδας ή περιοδικού ή η αναφορά σε συγκεκριμένη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή προσβλητικής είδησης κ.λπ. γίνεται, άπαξ και δεν έχει διάρκεια, αντίθετα η αντίστοιχη καταχώρηση σε μια ιστοσελίδα, μπορεί να παραμείνει εκεί για απροσδιόριστο χρόνο, έχοντας διάρκεια, το μέγεθος της οποίας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την επιδίκαση του ποσού προς αποκατάσταση της προκληθείσης ηθικής βλάβης (ΑΠ 1701/2013).

Συγκεκριμένα, Τύπος και έντυπον, επί των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου τούτου είναι παν ότι εκ τυπογραφίας ή οιουδήποτε άλλου μηχανικού ή χημικού μέσου παράγεται εις όμοια αντίτυπα και χρησιμεύει εις πολλαπλασιασμόν ή διάδοσιν χειρογράφων, εικόνων, παραστάσεων, μετά ή άνευ σημειώσεων ή μουσικών έργων, μετά κειμένου ή επεξηγήσεων ή φωνογραφικών πλακών […] Ως δημοσίευσις εντύπου θεωρείται η διανομή, πώλησις, καθώς και η εις δημόσιον μέρος ή εν δημοσία συναθροίσει ή εις μέρος προσιτόν εις το κοινόν τοιχοκόλλησις ή έκθεσις παντός εντύπου […] Αδίκημα του Τύπου υπάρχει όταν λάβει χώρα ή κατά την προηγούμενην παράγραφον δημοσίευσις (όρθρα 1 § 1 και 2 § 1 και 2 του ΑΝ 1098/1938). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων, τα οποία τελούνται διά του Τύπου, ήτοι των εγκλημάτων του κοινού δικαίου, τα οποία προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα ή από τους ειδικούς ποινικούς νόμους, όταν τελούνται με κατάχρηση του Τύπου, ως μέσου για την εκδήλωσή τους (ΑΠ Ολ 759/1988) δεν αρκεί να συντρέχει το στοιχείο του εντύπου, όπως εννοιολογικώς προσδιορίζεται από το άρθρο 1 του ΑΝ 1092/1938, αλλά προσαπαιτείται και η δημοσίευσή του, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όταν συντελεσθεί η διανομή ή πώληση του εντύπου, καθώς και η τοιχοκόλληση ή έκθεση αυτού σε δημόσιο μέρος ή σε δημόσια συνάθροιση ή σε μέρος προσιτό στο κοινό. Κατά συνέπεια, καταχώριση στο διαδίκτυο (ίντερνετ) κειμένου με δυσφημιστικά γεγονότα και ανακοίνωση από τηλεοράσεως δυσφημιστικών γεγονότων, αφού το διαδίκτυο και η τηλεόραση δεν αποτελούν τυπογραφία ούτε θεωρούνται μηχανικά μέσα πολλαπλασιασμού χειρογράφων και δεν θεωρούνται «τύπος» ή «έντυπο», δεν στοιχειοθετούν αδίκημα τελούμενο διά του τύπου (ΑΠ 192/2007, 726/2010, ΑΠ 1030/2009, ΝΟΜΟΣ, 345/2002 ΝοΒ 2002, 1522, ΑΠ 136/2000 ΠοινΧρ 2000, 412).

Αντίθετη με την παράπανω κρατούσα πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου υπάγει αδικήματα μέσω διαδικτύου στην εφαρμογή των περί τύπου διατάξεων, εφόσον οι σχετικές ιστοσελίδες έχουν ειδησεογραφικό περιεχόμενο και σκοπό την διάδοση πληροφοριών για την μαζική ενημέρωση, στοιχείο απαραίτητο για τον χαρακτηρισμό ενός εντύπου (γραπτού ή ηλεκτρονικού) ως τύπου, και όχι την απλή ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, σκέψεων και αναλύσεων, μέσω ενός μηχανισμού δυναμικής επικοινωνίας (ΜΠΑ 11339/2012). Με βάση την μη κρατούσα αυτή νομολογία τα διαδικτυακά ημερολόγια εμπεριέχουν κείμενα, που καταχωρούνται και είναι υπό συνθήκες προσιτά σε απεριόριστο αριθμό ατόμων, πλην όμως αξιολογικά σπουδαιότερη και νομικά κρισιμότερη στην προκειμένη περίπτωση είναι η υφιστάμενη μεταξύ αυτών διαφορά, ως προς το γεγονός ότι στις μεν περί Τύπου διατάξεις απαιτείται σκοπός και προορισμός του κειμένου προς διάδοση και μαζική ενημέρωση προϋπόθεση που, ως προαναφέρθηκε, απουσιάζει από τη δημιουργία και τη λειτουργία των ιστολογιών (ΜΠΑ 11339/2012). Επομένως, στην έννοια του τύπου δεν μπορεί να εμπίπτουν τα ιστολόγια, καθώς η παρουσίαση ενός ιστολογίου στο διαδίκτυο δεν εμπίπτει προφανώς στην έννοια του εντύπου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λειτουργικό του ισοδύναμο. Αξίζει να αναφερθεί ότι και στη Γερμανική επιστήμη γίνεται δεκτό ότι η συνταγματική προστασία του τύπου εκτείνεται μόνο στο διαδικτυακό περιεχόμενο που αναπαράγει έντυπες εκδόσεις και δεν αφορά περιεχόμενο που διαδίδεται μόνο στο διαδίκτυο (Ιγγλεζάκης, ΔιΜΕΕ, 2011 : 322).

Τέλος, άλλη μη κρατούσα πλέον νομολογία υπάγει στην έννοια του τύπου συλλήβδην κάθε δημοσίευση, μέσω ηλεκτρονικού εγγράφου, στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας πραγματοποιείται μέσω διαδικτύου («internet»), να συνιστά διά του τύπου προσβολή και να εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ 1652/2013 ΝοΒ 2014,616, ΕφΑθ 3071/2014, ΕφΔωδ 220/2013 ΔiΜΕΕ 2014,198, ΕφΔωδ 36/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 680/2009, δημ. ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 8962/2006 ΕλλΔνη 2007,1518, ΠΠρΑθ 1465/2014, δημ., ΠΠρΑθ 6411/2013 ΕλλΔνη 2014,821, ΠΠρΑθ 6148/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Α. Βαθρακοκοίλη, Διαδικασία διαφορών από προσβολές με δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, εκδ. Σάκκουλας Αθήνα-Θεσ/νίκη, 2008, σελ. 17).

Διεθνής Δικαιοδοσία
Η δημοσίευση πληροφοριών μέσω ιστοσελίδας του διαδικτύου διαφέρει από τη μετάδοση, που πραγματοποιείται με μέσο επικοινωνίας, όπως είναι ένα έντυπο και η οποία προσλαμβάνει αναγκαστικά εδαφική διάσταση. Η διαφορά δε αυτή συνίσταται στο ότι στη διαδικτυακή δημοσίευση η πρόσβαση στο περιεχόμενο της δημοσίευσης είναι δυνατή από οποιοδήποτε σημείο. Οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες ανά πάσα στιγμή σε απροσδιόριστο αριθμό χρηστών του διαδικτύου από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου. Όταν λοιπόν αδικήματα κατά της τιμής τελούνται μέσω διαδικτύου, τίθεται το ζήτημα για το ποιας χώρας τα δικαστήρια καθίστανται αρμόδια για την επίλυση της σχετικής διαφοράς.

Κατά το άρθρο 26 του Α.Κ. οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Τόπος τελέσεως του αδικήματος – και ως τέτοιο εννοείται η αδικοπραξία υπό ευρεία έννοια – είναι τόσο ο τόπος που ενήργησε ή παρέλειψε να ενεργήσει ο υπαίτιος της αδικοπραξίας όσο και ο τόπος στον οποίο επήλθε η ζημία. Στην περίπτωση δε που τα πραγματικά περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, συντελούνται στο έδαφος περισσοτέρων πολιτειών, στον ζημιωθέντα απόκειται η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου (ΑΠ 903/2010 ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2011/353). Στο ίδιο πλαίσιο, ως προς ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία, πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, στο δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός (άρθρο 5 § 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001).

Ετσι, επί προσβολής της προσωπικότητας με τη δημοσίευση πληροφοριών μέσω ιστοσελίδας του διαδικτύου τόπος τελέσεως της αδικοπραξίας είναι τόσο ο τόπος όπου είναι εγκατεστημένος ο φορέας μεταδόσεως των επίμαχων πληροφοριών και κάθε τόπος όπου υπάρχει ή υπήρξε πρόσβαση στο επίμαχο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο και επήλθε η ζημία, ο τόπος δε της συνήθους διαμονής του προσβληθέντος είναι ο τόπος στον οποίο κατά κύριο λόγο επήλθε η ζημία.

Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου όπου το φερόμενο θύμα έχει το κέντρο των συμφερόντων του συνάδει με τον σκοπό της προβλεψιμότητας των κανόνων περί απονομής αρμοδιότητας και από πλευράς του εναγομένου, δεδομένου ότι ο φορέας μετάδοσης πληροφοριών δυσφημιστικού περιεχομένου είναι σε θέση, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως των επίμαχων πληροφοριών στο διαδίκτυο, να γνωρίζει τα κέντρα συμφερόντων των προσώπων που αποτελούν αντικείμενο του δημοσιεύματος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το κριτήριο του κέντρου συμφερόντων παρέχει ταυτόχρονα στον μεν ενάγοντα τη δυνατότητα να προσδιορίζει ευχερώς το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να ασκήσει αγωγή, στον δε εναγόμενο τη δυνατότητα να προβλέπει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί. Δεδομένου λοιπόν ότι η επίδραση ενός δημοσιεύματος του διαδικτύου μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα από το δικαστήριο του τόπου όπου το φερόμενο θύμα έχει το κέντρο των συμφερόντων του, η απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας στο δικαστήριο αυτό εξυπηρετεί τον σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ο τόπος όπου ένα πρόσωπο έχει το κέντρο των συμφερόντων του συμπίπτει, κατά γενικό κανόνα, με τον τόπο της συνήθους διαμονής του.

Σε περίπτωση φερόμενης προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας μέσω πληροφοριών που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, το πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται έχει την ευχέρεια να ασκήσει αγωγή με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για το σύνολο της προκληθείσας ζημίας, είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους εγκαταστάσεως του φορέα μεταδόσεως των επίμαχων πληροφοριών, είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του θιγομένου

Το πρόσωπο αυτό έχει επίσης τη δυνατότητα, αντί της αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για το σύνολο της προκληθείσας βλάβης, να προσφύγει ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου υπάρχει ή υπήρξε πρόσβαση στο επίμαχο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο. Τα εν λόγω δικαστήρια είναι αρμόδια να επιδικάσουν χρηματική ικανοποίηση αποκλειστικά και μόνο για τη βλάβη που επήλθε στο έδαφος του κράτους μέλους όπου έχουν την έδρα τους (βλ. απόφαση της ΔΕΚ της 25.10.2011 επί συνεκδικαζομένων υποθέσεων C:509/09 και C-161/10, ΝΟΒ 2011/1985, ΕΠολΔ 2012/248).

Εξάλλου, επί αδικήματος κατά της τιμής, που τελέστηκε μέσω διαδικτύου, τόπος τέλεσης της αξιόποινης πράξης είναι κάθε πόλη στην οποία υπήρξε πρόσβαση στο επίμαχο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο (αρθρ. 16 ΠΚ και 122 § 1 και 2 ΚΠΔ). Επομένως, κατά τόπον αρμόδια για την εκδίκαση της σχετικής διαφοράς θα είναι τα δικαστήρια κάθε πόλης της χώρας (ΕφΔωδ 220/2013).

Ειδικότερα η Τέλεση του Αδικήματος της Εξύβρισης μέσω Ιστολογίων
Όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τελεί το αδίκημα της εξύβρισης και τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Αν η προσβολή της τιμής δεν είναι ιδιαίτερα βαριά, αν ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις και το πρόσωπο του ατόμου που προσβλήθηκε, ο υπαίτιος τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο (361 § 1 ΠΚ). Εξύβριση δια της προσβολής της τιμής άλλου με λόγο δύναται να τελείται και μέσω ιστολογίων.

Αξιολογικές κρίσεις, που εκφράζονται ως απόψεις ή γνώμες, είναι δυνατόν να αποτελούν εξύβριση, εφόσον επεμβαίνουν κατά τρόπο μειωτικό στην σφαίρα της προσωπικότητας (βλ. ΕφΔωδ 146/2006, ΝΟΜΟΣ). Εντούτοις, με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ έχει κριθεί ότι προστατεύονται από την ελευθερία του λόγου οξύτατοι χαρακτηρισμοί για δημόσια πρόσωπα. Ενδεικτικά έχουν κριθεί θεμιτοί χαρακτηρισμοί όπως «ηλίθιος» (βλ. ΕΔΔΑ, Oberschlick v. Austria (no. 2), Judgment of 1 July 1997), «φασίστας» (βλ. ΕΔΔΑ, Bodrozic v. Serbia, Judgment of 23 June 2009), «καραγκιόζης» (βλ. ΕΔΔΑ, Katrami v. Greece, Judgment of 6 December 2007), «ψυχοπαθείς ψευτοπατριώτες» (βλ. ΕΔΔΑ, Lionarakis v. Greece, Judgment of 5 July 2007).

Επιπλέον, εφόσον υποβάλλεται σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός για την άρση του αδίκου, δεν τιμωρούνται ως εξύβριση (α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες, (β) οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα, που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, (γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για την διαφύλαξη  (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή (δ) σε ανάλογες περιπτώσεις (367 § 1 ΠΚ). Για την ενότητα της έννομης τάξης η διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα της εξύβρισης αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής.

Εντούτοις, στην παραπάνω περίπτωση το άδικο δεν αίρεται, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις  υπό  τις  οποίες  τελέστηκε  η  πράξη,  προκύπτει  σκοπός εξύβρισης (367 § 2 ΠΚ). Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδηλώσεως της προσβλητικής της τιμής άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει την τιμή άλλου (ΑΠ 967/2011, 179/2011, 1233/2010, 614/2009). Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περίπτωσης του άρθρου 367 § 2 ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της από το άρθρο 367 § 1 του ΠΚ ένστασης (ΑΠ 1701/2013, ΑΠ 354/2012, ΑΠ 195/2007 Α΄ δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 391/2006 ΧρΙΔ 2006,596, ΑΠ 1395/2005, ΑΠ 387/2005 Α΄ δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 167/2000 ΕλλΔνη 41,771). Ο ειδικός σκοπός εξύβρισης προκύπτει από τον τρόπο και τις περιστάσεις υπό τις οποίες διατυπώνονται οι δυσμενείς εκφράσεις και κρίσεις καθώς και το ύφος και περιεχόμενο αυτών. Ο τρόπος αυτός θα πρέπει να μην είναι αναγκαίος για να αποδοθεί όπως έπρεπε αντικειμενικά το περιεχόμενο του προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος αλλά, αντίθετα, να υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από ένα τέτοιο ενδιαφέρον όριο (ΑΠ 1701/2013).

Περαιτέρω, εφόσον υποβάλλεται σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός για την άρση του αδίκου λόγω δικαιολογημένης αγανάκτησης, ο υπαίτιος της εξύβρισης είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή αν παρασύρθηκε στην πράξη εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιόν του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση (άρθρα 308 § 3 και 361 § 3 ΠΚ). Τέτοια περίπτωση συντρέχει αν ιστολόγος ή χρήστης υβρίζει τρίτο πρόσωπο, το οποίο προηγουμένως έχει προβεί σε βάρος του σε ύβρεις ανώτερης ή αντίστοιχης σοβαρότητας.

Ειδικότερα η Τέλεση του Αδικήματος της Δυσφήμισης, Συκοφαντικής ή μη, μέσω Ιστολογίων
Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τελεί το αδίκημα της δυσφήμισης και τιμωρείται  με  φυλάκιση  μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί σωρευτικά με την ποινή της φυλάκισης (362 ΠΚ). Αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, ο υπαίτιος τελεί το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ σωρευτικά με την ποινή της φυλάκισης δύναται να επιβληθεί τόσο χρηματική ποινή όσο και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων (363 ΠΚ). Δυσφήμιση, συκοφαντική ή μη, δύναται να τελείται και μέσω ιστολογίων.

Το αδίκημα της δυσφήμισης, συκοφαντικής ή μη, θεμελιώνεται, αντικειμενικά μεν, με τον ισχυρισμό ή τη διάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο, γεγονότος, ψευδούς ή μη αντιστοίχως, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, υποκειμενικά δε, με πρόθεση (άμεσος δόλος) που ενέχει τη θέληση της πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού και τη γνώση του υπαίτιου ότι το γεγονός αυτό μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και, στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμισης, είναι και ψευδές (ΕφΑθ 5015/2012).  Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Ως γεγονός κατά την έννοια του νόμου νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως. Οι ειδήσεις εμπίπτουν στην έννοια του γεγονότος. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες ενδέχεται να εκθέσουν σε κίνδυνο κατά τον χρόνο υποστήριξης ή διάδοσης την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένες, να αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένα γεγονότα, διότι αόριστες υπόνοιες χωρίς αναφορά σε γεγονότα δεν αποτελούν «ειδήσεις».

Αντίθετα, κρίσεις, γνώμες και χαρακτηρισμοί που εκφράζονται αυτοτελώς και δεν συνδέονται με συγκεκριμένο γεγονός, δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση της δυσφήμισης (ΑΠ 567/2010, ΑΠ 753/2010, ΑΠ 1271/2010 Α΄ δημ. ΝΟΜΟΣ). Τέτοιες αξιολογικές κρίσεις δεν αποτελούν γεγονότα, αφού δεν είναι δεκτικές απόδειξης, ενώ η απαίτηση μιας τέτοιας απόδειξης παραβιάζει την ελευθερία του λόγου (βλ. ΕΔΔΑ, Lingens v. Austria, 8 July 1986, § 46, Series A no. 103, Novaya Gazeta V Voronezhe v. Russia, Judgment of 21.12.2010, § 37). Ως αξιολογική κρίση νοείται κατ’ αρχήν η εκφορά μίας άποψης ή γνώμης. Παρ’ όλα αυτά, δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, όταν άμεσα ή έμμεσα υποκρύπτονται γεγονότα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνο όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, διαφορετικά μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά τη διάταξη του άρθρου 361 του ΠΚ (ΑΠ 179/2011 ΕφΑΔ 2012,125, ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010,253, ΑΠ 1095/2008, ΑΠ 1462/2005 και ΑΠ 387/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εάν τα αξιολογούμενα / κρινόμενα γεγονότα στην συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, τότε και οι αξιολογικές κρίσεις μπορεί να συνιστούν δυσφήμιση, συκοφαντική ή μη (βλ. ΑΠ 387/2005 ΔiΜΕΕ 2005,404 επ., ΑΠ 1462/2005, ΑΠ 1095/ 2008 ΔiΜΕΕ 2009, 201 επ).

Εφόσον υποβάλλεται σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός για την άρση του αδίκου, δεν τιμωρούνται ως δυσφήμιση α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες, β) οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα, που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για την διαφύλαξη  (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή δ) σε ανάλογες περιπτώσεις (367 § 1 ΠΚ). Για την ενότητα της έννομης τάξης η διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα της δυσφήμισης αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής.

Εντούτοις, στην παραπάνω περίπτωση το άδικο δεν αίρεται, όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμισης, δηλαδή τα επικαλούμενα γεγονότα αποδεικνύονται ως ψευδή (367 § 2 ΠΚ).

Η Άρση του Αδίκου Εξαιτίας της Ύπαρξης Δικαιολογημένου Ενδιαφέροντος

Σύμφωνα με την ΕΣΔΑ κάθε περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης πρέπει: (i) να προβλέπεται από τον νόμο, (ii) να έχει τους θεμιτούς σκοπούς του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και (iii) να είναι αναγκαίος σε μία δημοκρατική κοινωνία. Το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την επέμβαση δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων (άρθρο 10 ΕΣΔΑ). Επίσης, καλύπτει τόσο την ιδέα, πληροφορία και περιεχόμενο, όσο και τον τρόπο, αλλά και το μέσο διάδοσής της. Έτσι, ο Τύπος ως μέσο διάδοσης της γνώμης και έκφρασης τυγχάνει αναμφίβολα προστασίας.

Οι νόμιμοι περιορισμοί του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι οι ακόλουθοι : (i) εθνική ασφάλεια, (ii) εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια, (iii) προάσπιση της τάξης και πρόληψης εγκλήματος, (iv) προστασία υγείας ή ηθικής, (v) προστασία υπολήψεως ή των δικαιωμάτων τρίτων, (vi) παρεμπόδιση κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή (vii) διασφάλιση του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας. Το ΕΔΔΑ επιλύει τη σύγκρουση του δικαιώματος της ελευθεροτυπίας με το δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητας και εν τέλει προστασίας της αξίας του ανθρώπου, με γνώμονα την βασική ερμηνευτική αρχή της «δημοκρατικής κοινωνίας» (μεταξύ άλλων υπόθ. «Λιοναράκης» ό.π., Κοέλλιο/Πορτογαλίας απόφ. 22.3.2016, αρ. προσφ. 48718/2011, ΔiΜΕΕ 2/2016, 230 (παρατ. Κ. Κυπρούλη). Επίσης, έχει καθορίσει με ακρίβεια ποιά είναι εκείνα τα συστατικά στοιχεία της δημοκρατικής κοινωνίας: (i) ο πλουραλισμός, (ii) η ανοχή και (iii) η ευρύτητα του πνεύματος (απόφ. της 7.12.1976 Handyside κατά Ηνωμ. Βασιλείου προσφ. 5493/1972).

Ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμισης (άρθρα 361 και 362 ΠΚ) αίρεται όταν πρόκειται περί κρίσεων ή εκδηλώσεων που λαμβάνουν χώρα σε εκτέλεση νομίμων καθηκόντων ή άσκηση νόμιμης εξουσίας ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον είναι και το απορρέον από την συνταγματική ελευθερία του Τύπου και της κοινωνικής αποστολής και σημασίας του Τύπου (367 § 1 γ’ ΠΚ). Το δικαιολογημένο ενδιαφέρον πηγάζει από την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 14), την ΕΣΔΑ (άρθρο 10) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (άρθρο 19) ελευθερία έκφρασης και την κοινωνική αποστολή του τύπου.

Έτσι, τα ΜΜΕ εν γένει έχουν κατά το άρθρο 10 ΕΣΔΑ καθήκον να ενημερώνουν το κοινό για υποθέσεις και θέματα γενικού ενδιαφέροντος (δικαίωμα του πληροφορείν), αντιστοίχως δε το κοινό έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για τα θέματα αυτά (δικαίωμα του πληροφορείσθαι). Επιπλέον, σε μία δημοκρατική κοινωνία ο Τύπος παίζει και τον ρόλο του «άγρυπνου φρουρού» [public watchdog], ελέγχοντας την πολιτική και οικονομική εξουσία (Βλ. ΕΔΔΑ Υπόθεση Bladet Tromso and Stensaas κατά Νορβηγίας [GC], Νο 21980/93, § 62, CEDH 1999-ΙΙΙ). Αν και ο Τύπος δεν πρέπει να υπερβαίνει ορισμένα όρια, έχει την κοινωνική λειτουργία, τηρώντας τα καθήκοντα και τις ευθύνες του, να διανέμει πληροφορίες και ιδέες πάνω σε όλα τα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, ακόμη και με κάποια δόση υπερβολής ή και πρόκλησης (Βλ. ΕΔΔΑ Υπόθεση Thoma κατά Λουξεμβούργου , no 38432/97, § 46, CEDH 2001-III, βλ. και Μήτσιου, ΔιΜΕΕ 2012 : 466).

Τέτοιο δε ενδιαφέρον έχει και κάθε πρόσωπο, που στα πλαίσια της δημοσιογραφίας των πολιτών ενημερώνει υπεύθυνα την κοινή γνώμη για ζήτημα γενικότερης σημασίας που την αφορά, ακόμη και αν δεν είναι δημοσιογράφος και δεν εργάζεται σε οργανωμένη επιχείρηση μέσων ενημέρωσης. Έτσι είναι επιτρεπτές κρίσεις, εκδηλώσεις, δημοσιεύματα, σχόλια για την πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού συνοδευόμενα ακόμη και από οξεία κριτική και δυσμενείς χαρακτηρισμούς των προσώπων, στα οποία αναφέρονται (ΑΠ 500/2012).

Όταν το πρόσωπο στο οποίο αφορά το δημοσίευμα είναι δημόσιο πρόσωπο, τότε το γενικό ενδιαφέρον πληροφόρησης του κοινού διευρύνεται σημαντικά, περιλαμβάνοντας κάθε πτυχή της δραστηριότητάς του που αφορά έστω και εμμέσως την ιδιότητά του ως δημοσίου προσώπου ή έχει οικειοθελώς εκτεθεί από το ίδιο, ενώ ειδήσεις και σχόλια για την σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού μπορεί να συνοδεύονται ακόμα και με οξεία κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς. Υπό στενή έννοια τα κριτήρια διάκρισης μεταξύ ιδιωτών και δημοσίων προσώπων αφορούν (α) την άσκηση δημόσιας εξουσίας ή λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας, (β) την εξυπηρέτηση μέσω της δημόσιας ιδιότητάς τους του δημοσίου συμφέροντος, (γ) της μισθοδοσίας τους από το δημόσιο ταμείο και (δ) της συμβολής ή απήχησής τους στον δημόσιο διάλογο. Υπό ευρεία όμως έννοια, που ακολουθείται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, δημόσια πρόσωπα μπορούν να θεωρούνται όλα τα πρόσωπα, που προκαλούν το δημόσιο ενδιαφέρον, δίχως να συνέχονται με τον Δημόσιο τομέα.

Στα πλαίσια αυτά, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι κάθε έκφραση που αφορά την καταλληλότητα ενός προσώπου για την κατοχή μίας δημόσιας θέσης ή τις πράξεις δημοσίων υπαλλήλων στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων τους απολαμβάνει μεγαλύτερη προστασία, εφόσον συμβάλλει στον δημόσιο διάλογο (Βλ. IACrtHR Υποθέσεις Ricardo Canese v. Paraguay , απόφαση της 31.8.2004, Series C No. 111, § 98, Kimel v. Argentina , απόφαση της 2.5.2008, Series C No. 177, § 86, Herrera Ulloa v. Costa Rica , απόφαση της 2.7.2004, Series C No. 107, § 128). Έχει επίσης κρίνει ότι η προστασία της τιμής των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να επιτρέπει τον ευρύτατο έλεγχο από τους πολίτες αναφορικά με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το διαφορετικό επίπεδο προστασίας της τιμής δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι εκτίθενται οικειοθελώς στον κοινωνικό έλεγχο, το οποίο καταλήγει στην μεγαλύτερη διακινδύνευση προσβολής της τιμής τους, καθώς, επίσης, και από την δυνατότητά τους να ασκούν μεγαλύτερη κοινωνική επιρροή και να έχουν εύκολη πρόσβαση στα ΜΜΕ, ώστε να παράσχουν εξηγήσεις ή για να λογοδοτήσουν για οποιοδήποτε γεγονός, στο οποίο έλαβαν μέρος (Βλ. IACrtHR Υπόθεση Tristan Donoso , ό. π., § 122). Επιπρόσθετα, το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι τα όρια της αποδεκτής κριτικής ως προς έναν πολιτικό, στον οποίο γίνεται αναφορά υπό την ιδιότητα αυτή, είναι ευρύτερα από εκείνα έναντι ενός απλού ιδιώτη: αντίθετα με τον δεύτερο, ο πρώτος εκτίθεται αναπόφευκτα και συνειδητά σε προσεκτικό έλεγχο των πράξεων και κινήσεών του, τόσο από τους δημοσιογράφους όσο και από το σύνολο των πολιτών, πρέπει συνεπώς να επιδεικνύει μεγαλύτερη ανοχή (Couderc και Hachette Filipacchi Associés κατά Γαλλίας, αρ. 40454/07, πααργ. 117-121, ΕΔΔΑ 2015 (αποσπάσματα), Lingens κατά Αυστρίας, 8 Ιουλίου 1986, παραγ. 42, τεύχος Α, αρ. 103). Η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση του πολιτικού αλλά επεκτείνεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δημόσιο πρόσωπο, δηλαδή σε εκείνο που με τις πράξεις του (βλέπε, προς την κατεύθυνση αυτή, Krone Verlag GmbH & Co.KG κατά Αυστρίας, αρ. 34315/96, παραγ. 37, 26 Φεβρουαρίου 2002, και News Verlags GmbH & Co.KG κατά Αυστρίας, αρ. 31457/96, παραγ. 54, ΕΔΔΑ 2000-Ι) ή με την ίδια του την θέση (Verlagsgruppe News GmbH κατά Αυστρίας (αρ. 2), αριθ. 10520/02, παραγ. 36, 14 Δεκεμβρίου 2006) υπάγεται στη δημόσια σφαίρα (βλέπε επίσης Von Hannover κατά Γερμανίας (αρ. 2), αριθ. 40660/08 και 60641/08, παραγ. 110, ΕΔΔΑ 2012).

Δεν θεμελιώνεται δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως λόγος άρσης του παρανόμου όταν το διαδιδόμενο γεγονός ή η αξιολογική κρίση συνιστούν συκοφαντική δυσφήμηση ή αν προκύπτει ειδικός σκοπός εξυβρίσεως, δηλ. σκοπός κατευθυνόμενος ειδικώς στην προσβολή της τιμής άλλου με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής ή επαγγελματικής αξίας του προσώπου του ή με την περιφρόνηση αυτού. Τέτοιος ειδικός σκοπός υπάρχει όταν η εκδηλωθείσα συμπεριφορά δεν ήταν αντικειμενικώς αναγκαία για την προστασία του επικαλούμενου ως προστατευτέου συμφέροντος (ΑΠ 1317/2007 ΔiΜΕΕ 2008, 65, ΑΠ 2013/2009, ΤΝΠ ΔΣΑ). Στο πλαίσιο λοιπόν της σύγκρουσης των δικαιωμάτων της ελευθεροτυπίας και του δικαιώματος προσωπικότητας του προσώπου στο οποίο αναφέρεται το δημοσίευμα, το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε κατά περίπτωση στάθμιση, αναφέροντας και αιτιολογώντας σαφώς, εάν και κατά πόσο ο προσβολέας διέδωσε γεγονότα εν γνώσει του ότι είναι ψευδή ή εάν από πρόθεση διέδωσε τέτοια γεγονότα, ή τέλος ποιά από τα γεγονότα αυτά χωρίς να είναι δυσφημιστικά, προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του θιγόμενου προσώπου (ΑΠ 346/2004, ΔiΜΕΕ 2004, 546).

Τέλος, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της εξύβρισης ή της δυσφήμησης, όταν παραβιάζεται το καθήκον αληθείας του Τύπου. Συγκεκριμένα, από το πλέγμα των προαναφερθείσων διατάξεων συνάγεται ότι από τον ενυπάρχοντα στη δημοσιογραφική δραστηριότητα αυξημένο κίνδυνο προσβολής της προσωπικότητας λόγω της δημοσιότητας που αποτελεί το πεδίο δράσης του τύπου, απορρέουν οι λεγόμενες συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου μεταξύ των οποίων η υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας και το καθήκον αλήθειας, που επιβάλλει να προηγηθεί ο έλεγχος της αλήθειας των πληροφοριών και των ειδήσεων, ώστε το περιεχόμενο να συμπίπτει με την πραγματικότητα. Οφείλει, συνεπώς, ο δημοσιογράφος να εξακριβώνει, πριν από τη δημοσίευση, την αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί, σε αντίθετη περίπτωση, ότι η παράδοση σε δημόσια ανυποληψία του δυσφημούμενου προσώπου τελεί σε αναλογία με την κοινωνική αποστολή του τύπου για ενημέρωση του κοινού ή ότι αποτελεί αυτή το επιβεβλημένο μέσο άσκησης του έργου της ενημέρωσης. Γι’ αυτό, αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του δημοσιογράφου δεν αίρεται ( Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 2η έκδοση, ανάλυση άρθρου 367, ΑΠ 1904/2008, ΑΠ 576/2006, ΑΠ 1256/2003, ΑΠ 1177/2002, Α΄ δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 914/2005 ΠειρΝ 2005,460). Η μη τήρηση αυτών των συναλλακτικών υποχρεώσεων αποκλείει, στην περίπτωση της μετάδοσης αναληθούς είδησης την ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του δημοσιογράφου προς ενημέρωση του κοινού και γι’ αυτό δεν τίθεται θέμα άρσης του παρανόμου της προσβολής κατ’ άρθρο 367 ΠΚ. Γι’ αυτό, αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του δημοσιογράφου δεν αίρεται ( Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 2η έκδοση, ανάλυση άρθρου 367, ΑΠ 1904/2008, ΑΠ 576/2006, ΑΠ 1256/2003, ΑΠ 1177/2002, Α΄ δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 914/2005 ΠειρΝ 2005,460).

Έννομη Προστασία
Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του εξαιτίας της τελεσης αδικήματος κατά της τιμής έχει δικαίωμα να υποβάλλει έγκληση καθώς και να απαιτήσει ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον (57 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που είχε προσβληθεί (59 ΑΚ). Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις.

Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ είναι : α) προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, β) η προσβολή να είναι παράνομη. Αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 ΠΚ. Η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ.

Για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (άρθρα 59 και 932 ΑΚ) είτε με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης είτε με δημοσίευμα είτε με άλλο επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέσο, απαιτείται επιπλέον και υπαιτιότητα (πταίσμα) εκείνου από τον οποίο προέρχεται η προσβολή (ΑΠ 1573/2005 ό.π., ΑΠ 1462/2005 ό.π., ΑΠ 1252/2003 ό.π., ΑΠ 788/2000 ΕλλΔνη 2001,162, ΑΠ 167/2000 ΕλλΔνη 2000,771, ΕφΑθ 4786/2002 ΔΕΕ 2003,1003, ΕφΑθ 6277/1999 ΕλλΔνη 2000,1431, ΕφΑθ 1371/1997 ΔΕΕ 1997,997, ΕφΘεσ 3266/2000 Αρμ 2004,50).

Νομική Συμβουλή : Αν διαχειρίζεστε ιστολόγιο, αποφύγετε υβριστικό ή συκοφαντικό περιεχόμενο κατά τρίτων και αφαιρέστε αντίστοιχα σχόλια χρηστών, αφότου ειδοποιηθείτε για το προσβλητικό τους περιεχόμενο. Αν πέσετε θύμα προσβολής της τιμής σας μέσω του διαδικτύου, πρώτα αιτηθείτε την αφαίρεση του προσβλητικού δημοσιεύματος. Αν δεν αφαιρεθεί, έχετε το δικαίωμα με τη βοήθεια δικηγόρου να αιτηθείτε την παραπάνω περιγραφόμενη δικαστική προστασία.