Το Άλλως Δύνασθαι Πράττειν ως Λόγος Άρσης του Καταλογισμού

Για την τιμώρηση μιας εγκληματικής συμπεριφοράς το ποινικό δίκαιο δεν προϋποθέτει μόνο την ύπαρξη αντικειμενικών περιστατικών αλλά επιβάλλει και την ανεύρεση υποκειμενικών στοιχείων, που αναφέρονται στον εσωτερικό βουλητικό κόσμο του δράστη και εκφράζουν την υποκειμενική – ψυχική σχέση του προς το εγκληματικό αποτέλεσμα. Για τη διατύπωση λοιπόν μομφής σε βάρος του δράστη, δηλαδή για τον καταλογισμό σε αυτόν ενός εγκλήματος, η ποινική νομοθεσία επιβάλλει αφενός την ικανότητα για καταλογισμό και αφετέρου τη γνώση των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως. Κοινώς, το ποινικό αδίκημα δεν καταλογίζεται μόνο με αντικειμενικά κριτήρια αλλά στη βάση της προσωπικής ευθύνης του δράστη σε σχέση με την πράξη του.

Τι συμβαίνει εντούτοις όταν ο δράστης έχει ικανότητα για καταλογισμό και πλήρη συνείδηση του αδίκου της πράξης του αλλά εξαναγκάζεται στην παραβίαση της ποινικής έννομης τάξης, επειδή υπακούει σε κάποιο ανώτερο γι’ αυτόν ηθικο-κοινωνικό καθήκον, το οποίο δεν προβλέπεται στον νόμο; Ποια πρέπει να είναι η μεταχείριση του ποινικού δικαίου όταν η βούληση του δράστη διαμορφώνεται εξουσιαστικά από τη δριμεία σύγκρουση μεταξύ του καθήκοντος υπακοής στον νόμο και ενός προσωπικού ηθικο-κοινωνικού καθήκοντος, το οποίο δε μπορεί να μην ακολουθήσει; Είναι καταλογιστέα μια άδικη πράξη, κατά την οποία ο δράστης δε μπορούσε να πράξει αλλιώς εξαιτίας ενός υπέρτερου ηθικο-κοινωνικού καθήκοντος;

Ακολουθώντας την νεοκλασική θεωρία δόμησης του εγκλήματος, η εγχώρια ποινική θεωρία και νομολογία αποδέχεται το “άλλως δύναται πράττειν” ως λόγο άρσης του καταλογισμού του εγκλήματος. Η κρατούσα θεωρία για την ποινή και τον καταλογισμό αυτής αποδέχεται πως όποιος δεν μπορούσε αλλιώς, δεν πρέπει να τιμωρείται (Ανδρουλάκης 1996 :32).

Η διάγνωση του λόγου αυτού άρσης του καταλογισμού χαρακτηρίζεται δικαίως ως “ο σταυρός του Π.Δ.” (Κοτσαλής 2003 : 50). Η έλλειψη ρητής νομικής πρόβλεψης επιβάλλει τον έλεγχο και τη διαπίστωση του “άλλως δύνασθαι πράττειν” πάνω στον συγκεκριμένο δράστη και πάνω στις συγκεκριμένες περιστάσεις του αδικήματος. Έτσι, το ποινικό δίκαιο εισέρχεται “στον σκοτεινό χώρο της ανθρώπινης ψυχής, όπου θα αναζητηθούν οι βουλητικές και χαρακτηρολογικές δυνατότητες ή αδυναμίες του συγκεκριμένου δράστου” (Ανδρουλάκης 2000 : 458). Ταυτόχρονα και δεδομένου ότι η προσωπικότητα του δράστη διαμορφώνεται σε διαλεκτική αλληλεπίδραση με το κοινωνικό συγκείμενο, το ποινικό δίκαιο εισέρχεται αναπόφευκτα στην αξιολόγηση των συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Ο έλεγχος και η διαπίστωση του “άλλως δύνασθαι πράττειν” είναι η γοητευτική εκείνη στιγμή, που η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης καθίσταται αποτελεσματικά διαπερατή από αξιολογικές κρίσεις συνδεόμενες με τη ζώσα κοινωνική πραγματικότητα.

Η Δυνατότητα Αποφυγής του Αδίκου
Προκειμένου μία πράξη, που κατευθύνεται με γνώση και θέληση της τέλεσής της, να είναι τελικά και καταλογιστή σε ενοχή του δράστη, θα πρέπει να υφίσταται η συνείδηση αυτού για το βλαπτικό της χαρακτήρα. Εφόσον έτσι έχει το πράγμα, το δίκαιο αποδοκιμάζει τη συνείδηση αυτή, όταν είναι πλήρης και ο δράστης εμμένει στην άδικη επιλογή του από εχθρότητα (ή αντιπαλότητα) απέναντι στα προστατευόμενα από το δίκαιο έννομα αγαθά ή όταν εκδηλώνεται ως ασυγχώρητη, λαθεμένη αξιολόγηση της προσβολής αυτών (ΠεντΝαυτΠειρ 213/1999 ΠοινΔικ 1999, 1116).

Για να αποδοκιμαστεί η επιλογή του αδίκου δεν αρκεί όμως να είναι συνειδητή και να είχε το υποκείμενό της την ικανότητα επιλογής με βάση τις αξιολογικές αντιλήψεις του. Θα πρέπει και στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι συνθήκες της επιλογής να ήταν τέτοιες, που να άφηναν δυνατότητα αποφυγής του αδίκου στο δράστη, με κριτήριο πάντα (σε ό,τι αφορά αυτή τη δυνατότητα) το μέσο κανονικό άνθρωπο. Τούτη η δυνατότητα επιλογής ονομάζεται «ανθρώπινη δυνατότητα αποφυγής του αδίκου» σε συγκεκριμένη περίπτωση. Ενώ η γενική ικανότητα επιλογής ισχύει γενικά για οποιαδήποτε επιλογή του συγκεκριμένου δράστη σε οποιεσδήποτε συνθήκες του ίδιου χρόνου, η δυνατότητα επιλογής αναφέρεται σε συγκεκριμένες συνθήκες και σε πολύ περιορισμένο κύκλο «δυνατών λύσεων». Ειδικότερα, ο δράστης, καίτοι αντιλαμβάνεται σωστά την πράξη που θα τελέσει ως προσβολή εννόμου αγαθού (έχει συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης του), και ενώ έχει την ικανότητα και θα ήθελε ν’ αποφύγει το άδικο, επιλέγοντας άλλη λύση, δεν μπορεί να κάνει την επιλογή αυτή, γιατί βρίσκεται σε ψυχική πίεση. Η επιλογή σε μια τέτοια κατάσταση ψυχικής πίεσης δεν μπορεί να αποδοκιμαστεί ως αξιοκατάκριτη βουλητική έκφραση του δράστη, γιατί είναι φανερό πως δεν απορρέει από τη συνειδητή αντίθεσή του στο πεδίο ειρήνευσης των εννόμων αγαθών και από την εχθρότητά του προς το συγκεκριμένο αγαθό που προσβάλλει, αλλά «εκβιάζεται» από συνθήκες εξωτερικές, από αίτια που βρίσκονται έξω από τη βούληση και τον ψυχικό του κόσμο (ΣυμβΠλημΗρακλ 237/2011).

Οι Λόγοι Άρσης του Αδίκου στον Ποινικό Κώδικα
Ο Ποινικός μας Κώδικας αναγνωρίζει τέτοιες καταστάσεις ανθρώπινης αδυναμίας μπροστά στην επιλογή, ενώ και έξω από αυτόν υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις που γίνονται δεκτές στο Ποινικό Δίκαιο ως λόγοι συγγνώμης. Υπόβαθρο αυτών των καταστάσεων αποτελεί η ψυχική πίεση με την οποία γίνεται η επιλογή. Αυτή η πίεση, ή είναι καθαρά προϊόν μιας φυσικής κατάστασης ανάγκης, ή προκύπτει άμεσα από ένα ηθικό δίλημμα (μπροστά σε μια επιλογή) που και αυτό απορρέει από μια τέτοια κατάσταση (ή, έστω, νομιζόμενη κατάσταση). Διακρίνονται έτσι οι σχετικές περιπτώσεις σε δύο κατηγορίες: α) Στις καταστάσεις ψυχικής πίεσης που άμεσα απορρέει από ένα εξωτερικό γεγονός και β) στις καταστάσεις ψυχικής πίεσης που απορρέει άμεσα από κάποιο ηθικό δίλημμα. Παράλληλα δε προς αυτές τις διακρίσεις, διακρίνονται περαιτέρω περιπτώσεις που κατ’ αμάχητο τεκμήριο περιγράφονται από τον Ποινικό Κώδικα ως καταστάσεις ψυχικής πίεσης και περιπτώσεις που βρίσκονται έξω από τον Κώδικα, αλλά έχουν γενικά αναγνωριστεί στο Ποινικό Δίκαιο ως λόγοι συγγνώμης.

Ως καταστάσεις επιλογής του αδίκου με ψυχική πίεση του δράστη, που άμεσα απορρέει από κάποιο εξωτερικό γεγονός και οδηγεί στη συγγνώμη του δράστη, ο Ποινικός μας Κώδικας βλέπει: 1) Την υπέρβαση των ορίων της άμυνας από φόβο ή ταραχή (άρθρο 23 εδ. γ΄ ΠΚ), 2) Την υπέρβαση των ορίων της κατάστασης ανάγκης (που αίρει κατά το άρθρο 25 ΠΚ το άδικο) από φόρο ή ταραχή (άρθρο 25 παρ. 3 ΠΚ), 3) την υπέρβαση των ορίων της κατάστασης ανάγκης (που αίρει κατά το άρθρο 32 παρ. 1 ΠΚ τον καταλογισμό) από φόβο ή ταραχή (άρθρο 32 παρ. 2 ΠΚ), 4) την ίδια την κατάσταση ανάγκης (που αίρει τον καταλογισμό κατ’ άρθρο 32 ΠΚ ως κατ’ αμάχητο τεκμήριο που γίνεται κάτω από πίεση λόγω φόβου ή ταραχής ή ανάλογου, που άμεσα απορρέει από το γεγονός του κινδύνου, συναισθήματος ανθρώπινης αδυναμίας).

Υπάρχουν περιπτώσεις επιλογής του αδίκου με ψυχική πίεση του δράστη, η οποία απορρέει από ένα ηθικό δίλημμα και οδηγεί στη συγγνώμη του. Το Ποινικό Δίκαιο προέβλεπε τρεις τέτοιες (και ήδη μόνο δύο), κατ’ αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις στον Ποινικό Κώδικα, ενώ αναγνωρίζονται όμοιες περιπτώσεις και εκτός κειμένου δικαίου. Ειδικότερα, 1) η υπόθαλψη εγκληματία από οικείο του (άρθρο 231 παρ. 2 ΠΚ), 2) η παρασιώπηση εγκλήματος από «οικείο» του δράστη τούτου (άρθρο 232 παρ. 2 ΠΚ) που οδηγεί σε ατιμωρησία του υποκειμένου της παρασιώπησης και η άλλοτε ισχύουσα παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε μονομαχία, σύμφωνα με το άρθρο 319 παρ. 2 ΠΚ.

Το Άλλως Δύναται Πράττειν ως Λόγος Άρσης του Καταλογισμού
Η σύγκρουση καθηκόντων λειτουργεί ως λόγος άρσης του αδίκου μόνο όταν τα συγκρουόμενα καθήκοντα επιβάλλονται από κανόνες του θετικού δικαίου. Πέρα όμως από τα νομικά καθήκοντα, υπάρχουν και καθήκοντα που δεν διαμορφώνονται από κανόνες δικαίου, αλλά η προέλευσή τους είναι αποκλειστικά ηθικοκοινωνική. Η σύγκριση ενός νομικού με ένα ηθικοκοινωνικό-προσωπικό καθήκον δεν είναι ποινικώς ενδιαφέρουσα για την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, αφού τέτοιας εμβέλειας δικαιολογητική λειτουργία αναγνωρίζεται μόνο στη σύγκρουση νομικών καθηκόντων.

Όταν η σύγκρουση ανάγεται σε ένα νομικό και ένα αποκλειστικό ηθικοκοινωνικό-προσωπικό καθήκον, μπορεί να λειτουργήσει μόνο ως λόγος άρσης του καταλογισμού σε ενοχή του δράστη και συγκεκριμένα ως λόγος αποκλεισμού του βουλητικού στοιχείου του δεοντολογικού σκέλους του καταλογισμού, δηλ. του «άλλως δύνασθαι πράττειν» (Μανωλεδάκης, Επιτομή Γενικού Μέρους, 1992, σελ. 584 επ., Μαγκάκης, Η σύγκρουση καθηκόντων ως οριακή κατάσταση του Ποινικού Δικαίου, 1980, σελ. 212,1. Γιαννίδης/Μπιτσαξής, Ιδ. Γνωμ., ΠοινΧρ ΜΑ΄, 613).

Έξω από τις ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα, το ηθικό δίλημμα μιας σύγκρουσης καθηκόντων, όταν είναι ψυχικά καταπιεστικό για το υποκείμενο της άδικης επιλογής, επισύρει τη συγγνώμη τούτου, αίροντας τον καταλογισμό του. Το ψυχικά καταπιεστικό δίλημμα σε μια σύγκρουση καθηκόντων αναγνωρίζεται από το Ποινικό Δίκαιο ως λόγος συγγνώμης του δράστη για την άδικη επιλογή του που έγινε σ’ αυτή την κατάσταση. Τέτοια περίπτωση μπορεί να υπάρχει όταν ο δράστης σε τυχαία σύγκρουση εννόμων αγαθών, θυσιάζει ίσης αξίας αγαθό για τη σωτηρία άλλου, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 ΠΚ, ή μπροστά σε δύο νομικές επιταγές που αλληλοσυγκρούονται ακολουθεί τη λιγότερο σημαντική από άποψη προστασίας εννόμων αγαθών, ή μπροστά σε μια νομική και μια ηθική επιταγή που συγκρούονται μεταξύ τους ακολουθεί την ηθική. Για να συγχωρεθεί στο δράστη αυτή η άδικη επιλογή, πρέπει το ηθικό δίλημμα να προκάλεσε ψυχική ταραχή. Διαφορετικά, αν η άδικη επιλογή έγινε «εν ψυχρώ» από πεποίθηση και ασυμφωνία του δράστη με τις ρυθμίσεις του δικαίου, ο καταλογισμός δεν αίρεται (Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, Δ΄ έκδ., αρ. 926 επ.).

Έτσι εκτός από τις αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις κατά τις οποίες αποκλείεται ο καταλογισμός της πράξης σε άτομο ικανό προς καταλογισμό (άρθρα 31 παρ. 2, 23, 25 και 32 του ΠΚ) υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις πέραν του τεθειμένου δικαίου (όπως η ανωτέρω), οι οποίες αποκλείουν τον καταλογισμό όταν συντρέχει σύγκρουση ενός νομικού με ένα ηθικοκοινωνικό καθήκον. Αυτό βέβαια συμβαίνει όταν η επιλογή του δεύτερου καθήκοντος γίνεται κατόπιν ασκηθείσας ψυχικής πίεσης ή αληθούς συνειδησιακού διλήμματος του δράστη, που καθιστούν in concreto αδύνατη τη συμμόρφωσή του στα παραγγέλματα του δικαίου (Μανωλεδάκης, ό.π., Α. Κατσαντώνης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, τομ. Α΄, 1972, σελ. 375 επ., Δ. Σπινέλλης, ΣυστΕρμΠΚ υπ’ άρθρο 25, αρ. 61-64 και υπ’ άρθρο 32, αρ. 12-13,1. Γιαννίδης/Μπιτσαξής, ό.π., ΑΠ 1495/2012, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 10685/1990 ΠοινΧρ ΜΑ΄, 220, ΣυμβΠλημΗρακλ 237/2011 ΠοινΔικ 2011, 1267, ΣυμβΠλημΑθ 224/1998 ΠοινΔικ 1999, 707, ΔιατΕισΠρΠειρ 282/2008 ΠοινΔικ 2010, 1146). Η κατάσταση αυτή προσδιορίζεται από το γεγονός ότι ο δράστης αποδέχεται, συναισθάνεται και αντιλαμβάνεται ως ισάξια τα συγκρουόμενα καθήκοντα (νομικό – ηθικοκοινωνικό – προσωπικό) και αμφιταλαντεύεται τόσο συνθλιπτικά για το πρακτέο, ώστε εν τέλει να αισθάνεται ηθικά υπεύθυνος και με βαριά συνείδηση για την προσβολή του καθήκοντος που θυσίασε. Για να συγχωρεθεί στο δράστη αυτή η άδικη επιλογή, πρέπει το ηθικό δίλημμα να προκάλεσε ψυχική ταραχή (ΑΠ 1495/2012, ό.π.). Διαφορετικά, αν η άδικη επιλογή έγινε «εν ψυχρώ» από πεποίθηση και ασυμφωνία του δράστη με τις ρυθμίσεις του δικαίου, ο καταλογισμός δεν αίρεται (Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 585) (ΤρΠλημΛαρ 2951/2013).

Τέλος για την ύπαρξη περίπτωσης άρσης καταλογισμού στα πλαίσια σύγκρουσης ενός νομικού και ενός ηθικοκοινωνικού καθήκοντος, προαπαιτούμενο δεν είναι η ύπαρξη οποιασδήποτε εντάσεως ψυχική πίεση, αλλά η αδυναμία της ανθρώπινης σκέψης να δώσει λύση στη σύγκρουση, δηλαδή το πραγματικό ηθικό αδιέξοδο. Η κατάσταση αυτή προσδιορίζεται από το γεγονός ότι ο δράστης αποδέχεται, συναισθάνεται και αντιλαμβάνεται ως ισάξια τα συγκρουόμενα καθήκοντα (νομικό, ηθικοκοινωνικό) και αμφιταλαντεύεται τόσο συνθλιπτικά για το πρακτέο, ώστε εν τέλει να αισθάνεται ηθικά υπεύθυνος και βαριά τη συνείδησή του για την προσβολή του καθήκοντος που θυσίασε (ΠεντΝαυτΠειρ 213/1999, ό.π., ΣυμβΠλημΗρακλ 67/2005 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 652).